Πήγαν λοιπόν τον άντρα στον Έπαρχο για να εξετάσει, αν
πράγματι αμφισβητούσε την εξουσία του Καίσαρα κι ισχυριζόταν ότι είναι ο
βασιλιάς του τόπου. Προηγουμένως, τον είχαν πάει στον Αρχιερέα, που είχε σκίσει
τα άμφιά του από αγανάκτηση, όταν ο άντρας είπε ότι ήταν αυτός που θα καθίσει
στα δεξιά του Θεού.
Οι μαθητές κι οι κρυφοί ακόλουθοι του άντρα παρακολουθούσαν,
ανακατεμένοι με το πλήθος, με προσμονή που δύσκολα κρυβόταν. «Δεν έχουν ιδέα με
ποιόν τα έβαλαν» έλεγαν μεταξύ τους. «Ο δάσκαλός μας έδωσε σε τυφλούς το φως,
έκανε το νερό κρασί, βάδισε στο νερό. Τώρα θα καλέσει έναν ανεμοστρόβιλο που θα
πάρει τους Ρωμαίους μακριά από την Ιουδαία. Κι ύστερα θα σκίσει στα δυο την
Αίθουσα του Συνεδρίου, όπως ο Αρχιερέας έσκισε το ράσο του.»
Όμως τίποτα δεν γινόταν. Οι στρατιώτες τον τραβολογούσαν,
και το κορμί του άντρα υπάκουε όπως το στάχυ στον άνεμο. Στο πλήθος άρχισαν οι
μουρμούρες.
«Είναι ανήμπορος, δεν τον βλέπετε;»
«Εγώ τον είχα καταλάβει απ’ την αρχή. Μόνο εσάς ξεγέλασε.»
«Κοίτα πώς τον σέρνουν. Σαν αρνί. Ο Βαραββάς, αν και
αλυσοδεμένος, τους έριχνε κουτουλιές.»
«Ο Βαραββάς είναι παλικάρι, αυτός εδώ είναι πιο νωθρός από
τους παραλυτικούς που γιάτρεψε.»
Ακούστηκαν τα πρώτα χαχανητά, και κάποιοι άρχισαν να τον
βρίζουν και να τον φτύνουν για να βγάλουν το άχτι τους που εξαπατήθηκαν.
Οι μαθητές του κοιτάζονταν ντροπιασμένοι. Δεν ήξεραν τι να
πουν. Ο δάσκαλός τους σίγουρα θα είχε μια απάντηση για όλα αυτά, αλλά δεν ήταν
πια ανάμεσά τους να την δώσει.
Οι στρατιώτες έγδυσαν τον άντρα για να τον μαστιγώσουν. Και
οι μαστιγιές άρχισαν. Η σάρκα χαραζόταν και μάτωνε κάτω από τον γαλάζιο ουρανό.
Οι περισσότεροι μαθητές είχαν κρύψει τα πρόσωπά τους και
τραβούσαν τα μαλλιά τους από την φρίκη για το μαρτύριο του δασκάλου τους. Το
πλήθος τον περιγελούσε.
«Ήρθες να μας σώσεις, και δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό
σου, αχρείε.»
«Τώρα χρειάζεσαι το θαύμα, δυστυχισμένε.»
Αλλά σιγά-σιγά σιώπησαν γιατί σιωπούσε κι ο άντρας. Μόνο οι
μαστιγιές ακούγονταν.
Τότε κάποιος είπε. «Αυτό είναι το θαύμα.»
Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν γιατί η φωνή, αν και χαμηλή,
ακούστηκε καθαρά.
«Αυτό είναι το θαύμα» επανέλαβε ο εκείνος σαν να μιλούσε
στον εαυτό του.
Τα πρόσωπα των μαθητών φωτίστηκαν σαν ένα πνεύμα να τα
επανέφερε ομαδικά στη ζωή. Σκέφτονταν μεγαλόφωνα, κι ο ένας συμπλήρωνε τον
άλλον.
«Για αυτό περπάτησε στο νερό, για αυτό γιάτρεψε τυφλούς και
παραλυτικούς, για αυτό έκανε το νερό κρασί. Για να ξέρουν όλοι πως ΕΧΕΙ τη δύναμη
να σκίσει στα δύο την αίθουσα του Συνεδρίου, και να καλέσει τον ανεμοστρόβιλο
που θα πάρει τους Ρωμαίους μακριά. Αλλά δεν το κάνει.»
Κι ενώ το μαστίγιο χτυπούσε, άλλοι πίστεψαν, κι άλλοι δεν
πίστεψαν πως ο άντρας είχε τη δύναμη, κι αφέθηκε με τη θέλησή του να τον
βασανίσουν και να τον σκοτώσουν. Κι αυτοί που πίστεψαν αργότερα ονομάστηκαν
Χριστιανοί, από το όνομα του άντρα. Κι αυτό το θαύμα έγινε το ακρογωνιαίο
λιθάρι της πίστης τους.
– από τον Χαρίτωνα ΧαριτωνίδηApodyoptes
No comments:
Post a Comment