«Καλή μου,
Θα σου μιλήσω από εδώ.
Θα σου μιλήσω από εδώ.
Σε σένα που είπες πριν λίγο τη φράση, «ε, μια στον ποπό, ελαφριά, σα χάδι. Το παιδί το χρειάζεται για να μάθει ότι κάνει λάθος» και είναι τόσα που θέλω να σου πω. Αλλά δεν μπορώ να τα εκφράσω τόσο περιεκτικά όσο αυτή η κουβέντα που μόλις ξεστόμισες. Το βλέμμα μου σταμάτησε εκείνη τη στιγμή πάνω σου.
Με κοίταξες ενοχλημένη. Χαμήλωσα τα μάτια για να μη σε φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν είναι ο σκοπός μου να σε κρίνω. Θα αφήσω εδώ αυτά που ήθελα εκείνη τη στιγμή να σου πω, εγώ, μια άγνωστη από το διπλανό τραπέζι που η φράση σου μου ξύπνησε μνήμες…
Δε θα ξεχάσω εκείνη την πρώτη μέρα που το παιδί μου με έβγαλε κυριολεκτικά εκτός εαυτού. Τη στιγμή που ένα σχεδόν τρίχρονο με έχει φτάσει στα όριά μου. Το είχα μπροστά μου μέσα στη νύχτα να ουρλιάζει και να μη μπορώ να το κάνω τίποτα. Να προσπαθώ να το αγκαλιάσω και να ωρύεται. Να κάνω μισό βήμα πίσω και να χτυπιέται ακόμα περισσότερο. Να έχω μαζεμένη αϋπνία μηνών, για να μην πω ετών, και στο μεταξύ να κινδυνεύει να ξυπνήσει και το άλλο μου παιδί μέσα στο άγριο χάραμα. Τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο και το μόνο που μου ερχόταν στο νου ήταν «να του δώσω μια σφαλιάρα να σκάσει».
Πάγωσα.
Ξαφνιάστηκα με την ίδια μου τη σκέψη. Στο νου μου γύριζαν αυτά τα λόγια, έτσι ακριβώς όπως αναδύθηκαν από το μυαλό μου.
Γιατί δεν ήταν δική μου η σκέψη, ήταν βίωμα.
Η φράση αυτή «ψιθυρίστηκε» στο αυτί μου προερχόμενη από μια μνήμη που είχα από παιδί.
Τέτοιος ήταν ο τρόπος της μητέρας μου να με σωφρονίζει. Αυτός ήταν ο τρόπος της μητέρας μου να με «διαπαιδαγωγεί» και να με «αγαπά».
«Όποια μάνα νοιάζεται για το παιδί της το παιδεύει για να μην την καβαλήσει μεγαλώνοντας»,
έλεγε, όταν ήταν ήρεμη και, όταν δεν ήταν, εκτελούσε όσα πίστευε. Έπεφτε ξύλο, για να γίνω «σωστός άνθρωπος».
Και μάλλον ένα βρέφος ή νήπιο πρέπει να είναι πολύ «λάθος άνθρωπος» για να χρειάζεται ξύλο.
Θυμάμαι εκείνο το «τώρα θα σου δείξω εγώ!» που είχε πει πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρά της.
Γυρνώντας βαστούσε τη ζώνη από ένα παντελόνι του πατέρα μου. Θυμάμαι το όλο κακία βλέμμα της, όταν μου κατέβαζε το λουρί στα μπούτια. Το σορτσάκι που φορούσα δεν με προστάτευε σε καμία περίπτωση. Ούρλιαζα σε κάθε χτύπημα. Δεν ξέρω αν μπορούσα να βγάλω πιο δυνατή φωνή. Δεν έκανα καν τον κόπο να φύγω ή να κρυφτώ. Είχα «παγώσει» στα πόδια μου.
Δεν μπορούσα να πιστέψω πως η μαμά μου μπορούσε να βγάλει ένα τέτοιο πρόσωπο επάνω μου. Μέσα από τα αλλεπάλληλα χτυπήματά της, μου έκανε εντύπωση η έκφραση ηδονής έως ευχαρίστησης που είχε το πρόσωπό της. Ένα μίσος, ανακατεμένο με την προσπάθεια από τη δύναμη που χρειαζόταν να βάλει στο χτύπημα και, μετά το ουρλιαχτό μου, ερχόταν η χαιρέκακη ικανοποίησή της.
Τόσο μεγάλη, πολύπλοκη και μπερδεμένη εικόνα για το μυαλό των τεσσάρων, πέντε, έξι … και λοιπών χρόνων της ζωής μου. Δεν κατάλαβα ποτέ αν εκείνη τη στιγμή με μισούσε, πάντως σίγουρα δε με αγαπούσε.
Η ποικιλία στο ξύλο ήταν μεγάλη ανάλογα με την ένταση του θυμού της και όχι με την βαρύτητα της πράξης.
Στο μυαλό μου ξεφυλλίζω μνήμες από μελανιές ή πόνους από τα τακούνια των παπουτσιών της ή τις παντόφλες, από κουτάλες της κουζίνας ή με βίτσα από τον κήπο, με το χέρι, καμιά φορά και με δαγκωνιές ή τραβώντας μου τα μαλλιά.
Ειδικά όταν με χτύπαγε με το χέρι, φαινόταν το αποτύπωμα από την ανοιχτή της παλάμη. Πέρα από τον ξαφνικό πόνο και το τσούξιμο, άρχισε να αναδύεται ένα κόκκινο αποτύπωμα των δαχτύλων της πάνω στα μπούτια ή τα μπράτσα μου.
Ακόμα ανατριχιάζω στη μνήμη του πόνου στο σημείο που φορούσε τη βέρα. Θυμάμαι να κοιτάω το δέρμα μου για πολύ ώρα ακόμα κι όταν δεν είχα άλλα δάκρυα ή ουρλιαχτά για να αφήσω πίσω. Το παρακολουθούσα μέχρι να σβήσει και τη θέση του να πάρουν κάποιες μελανιές που δεν ξεχώριζαν εύκολα από πού είχαν προέλθει.
»Στο ξύλο που έτρωγα από τη μάνα μου, άγνωστο το γιατί, δεν προσπαθούσα ποτέ να ξεφύγω. Καθόμουν στωικά και το υπέμενα. Όσο ήμουν μικρή έκλαιγα και ούρλιαζα από τον πόνο.
Βλέποντας όμως την ευχαρίστηση που της έδινε η αντίδρασή μου και η εκτόνωση που της προσέφερα, έμαθα να σφίγγω τα δόντια για να μην της δείχνω πως πονάω.
Εκείνη με θεώρησε αναίσθητη και γαϊδούρα, γουρούνα και λοιπά κοσμητικά. Προσπαθούσε πραγματικά σκληρά και δυνατά να με «συνετίσει». Κατάφερα να μην κλαίω μπροστά της. Όσο ήμουν μικρή, τη φοβόμουν, μεγαλώνοντας τη μισούσα.
Με τις μνήμες ακόμα ζωντανές, «ξύπνησα» από τη σχισμή του χρόνου που έχυσε πόνο και πίκρα στο νου. Κοίταξα το παιδί μου που έκλαιγε ακόμα. Είδα μέσα από τα μάτια του την αναστάτωση, για έναν κόσμο που δεν το καταλαβαίνει.
Προφανώς κάποια μεγάλη δυσκολία είχε που δεν μπορούσε να την εκφράσει. Όπως ένας άνθρωπος σε ξένη χώρα, που δε γνωρίζει τη γλώσσα.
Πώς να επικοινωνήσει την ανάγκη του;
Πώς μέσα στη νύχτα, την κούραση και τη δική του αϋπνία να προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τους γονείς του που κάπου στο βάθος του μυαλού του θεωρούσε προέκταση του εαυτού του;
Γιατί αυτοί οι γονείς δεν εκτελούσαν αυτό που εκείνο σκεφτόταν;
Γιατί τα πράγματα δε γίνονται όπως τα θέλει;
Φαντάστηκα πως για να εκφράζεται με τόση ένταση θα ήταν μεγάλη και η απελπισία του.
Τότε, το λυπήθηκα, το αγάπησα περισσότερο και άρχισε να σβήνει μέσα μου η αναστάτωση.
Δεν το χτύπησα το παιδί μου εκείνη τη μέρα. Ούτε την επόμενη, ούτε καμία άλλη μέρα.
Δε θέλω να με θυμάται το παιδί μου με δάκρυ, ούτε με πίκρα, ούτε με πόνο, ούτε με φόβο, ούτε με μίσος, ούτε με θυμό, ούτε…, ούτε…, ούτε…
Δε θέλω να μαυρίζω τις μνήμες του. Δε θέλω να σκοτεινιάζω τον ουρανό του.
Δε θέλω να το μάθω να υπομένει τη βία.
Δε θέλω καν να την ανέχεται. Για να βρει αυτό εναλλακτικές συμπεριφορές για να αποφεύγει όσο είναι δυνατόν τη βία, έπρεπε να βρω κι εγώ εναλλακτικές για να διαπαιδαγωγήσω χωρίς βία. Δύσκολο να το βρει κάποιος αν δεν έχει εμπειρία μη βίαιης ανατροφής, αλλά όχι ακατόρθωτο. Πείσμα θέλει και πίστη πως θα τα καταφέρει για χάρη του παιδιού του.
Δεν τα λέω αυτά για να μου πει κανένας μπράβο. Δε με νοιάζει άλλωστε η γνώμη των άλλων σε τέτοια θέματα. Με νοιάζουν μόνο τα μάτια του παιδιού μου και η ψυχή μου. Με νοιάζει που μπορώ να το κοιτάζω κατάματα.
Σκέφτεσαι και με το δίκιο σου, πως η ιστορία που σου είπα είναι «ακραία». Ναι, είναι.
Όμως τα παιδιά δεν έχουν μέτρο σύγκρισης. Για αυτά οι γονείς τους είναι ο κόσμος τους.
Η δική μου μητέρα, αν τη ρωτήσει κάποιος αν ποτέ έδωσε ξύλο στα παιδιά της, θα πει «ε, πότε-πότε καμία στον ποπό, σα χάδι και μόνο όταν χρειαζόταν». Υποκειμενικές είναι οι κρίσεις. Υποκειμενικά θα μας κρίνει και το παιδί μας στα επόμενα χρόνια. Δική μας η επιλογή.
Εσύ γλυκιά και τρυφερή μανούλα, που έχεις πονέσει για να γεννηθεί και να ανατραφεί αυτό το μικρούλι, που έχεις ξενυχτήσει στον ύπνο του, που αγωνιάς κάθε μέρα για το αν είναι καλά, σε παρακαλώ, σε ξορκίζω, σε ικετεύω, να το αγγίζεις μόνο για χάδι και όχι «μία σαν χάδι».
Ξέχνα τι έκανες μέχρι τώρα. Από εδώ και πέρα ξέρεις, σου το μαρτύρησα.
Η «μια στον ποπό» πονάει για κάποιες στιγμές το κορμί, μα μένει για πάντα στην ψυχή. Άσε το χαμόγελό σου να χαραχθεί απαλά στις μνήμες του. Τα χέρια σου έχε τα μόνο για αγκαλιές και παιχνίδι.
Το αγαπάς. Σε χρειάζεται. Σε αγαπά. Είναι η ζωή σου. Μην το ξεχνάς καμία στιγμή αυτό.
Σε χαιρετώ καλή μου. Πιστεύω σε σένα…»
No comments:
Post a Comment