Ο
Κροίσος
ήταν πολύ
στεναχωρημένος τον τελευταίο καιρό. Ενώ ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο,
ενώ ήταν βασιλιάς της Λυδίας και είχε δύναμη μεγάλη, δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Καλά-καλά ούτε που κοιμόταν τις νύχτες. Συνέχεια σκεφτόταν πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει ένας άνθρωπος στον κόσμο, που να μη θαυμάζει τα πλούτη και τη
δύναμή του.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο
Σόλωνας, ο σοφός
Αθηναίος νομοθέτης, που εδώ και δυο μήνες ήταν φιλοξενούμενος στο λαμπρό του
παλάτι.
Την προηγούμενη βδομάδα τον είχε πάει να
δει τους αμέτρητους θησαυρούς του και τον στρατό του και τον ρώτησε:
— Έχεις δει, σοφέ
Σόλωνα, πιο πλούσιο άνθρωπο και πιο δυνατό από μένα; Έχεις γνωρίσει στη ζωή σου
κάποιον πιο ευτυχισμένο;
Ο Σόλωνας, χωρίς να διστάσει καθόλου του
απάντησε:
— «Μηδένα πρό του
τέλους μακάριζε», δηλαδή κανέναν άνθρωπο να μη θεωρείς ευτυχισμένο, πριν να
δεις το τέλος του.
Περπατούσε νευρικά
πέρα δώθε, μέχρι που ξαφνικά, μέσα στην αίθουσα του θρόνου του, μια ιδέα
κατέβηκε στο μυαλό του. Υπέροχη η ιδέα μου, φώναξε, και αμέσως χτύπησε το
ολόχρυσο κουδουνάκι, για να καλέσει τους δούλους του.
Αμέσως αυτοί παρουσιάστηκαν φοβισμένοι,
αλλά έτοιμοι να εκτελέσουν τις διαταγές του.
— Φωνάξτε τους
καλύτερους μαστόρους, πρόσταξε. Τώρα αμέσως να παρουσιαστούν μπροστά μου.
Σε λίγα μόνο λεπτά ήρθαν μπροστά του οι
καλύτεροι μάστορες του βασιλείου του.
— Στις προσταγές
σου, βασιλιά πολυχρονεμένε, είπαν με μια φωνή και έσκυψαν μέχρι το πάτωμα, όχι
από σεβασμό, αλλά από φόβο.
— Να φέρετε τα
καλύτερα υλικά, τους διέταξε. Τα καλύτερα μάρμαρα και χρυσάφι, πολύ χρυσάφι.
Πολύτιμους λίθους και ασήμι. Θέλω αυτή η αίθουσα, που βρίσκεται ο θρόνος μου να
γίνει αγνώριστη. Στο ταβάνι να υπάρχει ο ουρανός με τα άστρα, στους τοίχους η
γη με τα λουλούδια και στο πάτωμα η θάλασσα με τα ψάρια. Αλίμονό σας αν δεν
φαίνονται όλα σαν αληθινά. Σε εφτά μέρες να είναι όλα έτοιμα.
Είπε και
αποσύρθηκε ήσυχος πια στο υπνοδωμάτιό του, για να κοιμηθεί λιγάκι.
Για εφτά μερόνυχτα στρώθηκαν
στη δουλειά οι μαστόροι και σε εφτά μέρες ακριβώς όλα ήταν έτοιμα. Η αίθουσα του
θρόνου έλαμπε από το ασημοφώς των αστεριών και σαν αληθινά φάνταζαν ο ουρανός,
η γη με τα λουλούδια και η θάλασσα με τα ψάρια.
Το επόμενο πρωινό ο
Κροίσος πρόσταξε τους υπηρέτες, που κάθε μέρα τον έντυναν, να του φέρουν την
πιο όμορφη φορεσιά του, την ολόχρυση, το καινούριο του στέμμα με τα ζαφείρια, το
μεγάλο του σκήπτρο, που πάνω του λαμπύριζαν κατακόκκινα ρουμπίνια και τα
καλύτερά του ποδήματα, τα κεντημένα με χρυσοκλωστή και στολισμένα με μαργαριτάρια.
Στο λαιμό του πέρασαν όλα του τα
διαμαντικά, και στα χέρια του όλα του τα πολύτιμα βραχιόλια. Μέχρι και
σκουλαρίκια έβαλαν στα βασιλικά του αυτιά, ολόχρυσα και αυτά και μακριά μέχρι
τους ώμους του.
Κοίταξε τον εαυτό του μέσα στον μεγάλο
χάλκινο καθρέφτη που κουβάλησαν οι δούλοι μπροστά του και έμεινε πολύ
ευχαριστημένος από το θέαμα. Πίσω ακριβώς από το θρόνο του, από το ταβάνι
κρεμόταν ένας ήλιος χρυσός που φεγγοβόλαγε.
Είμαι ο Άρχοντας όλου του κόσμου,
σκέφτηκε. Είμαι ο Άρχοντας του ουρανού, της γης και της θάλασσας, είμαι η ίδια
η ομορφιά! Τώρα να δούμε τι θα έχει να πει ο Σόλωνας! Αυτά σκεφτόταν και έφτυσε
στον κόρφο του για να μη ματιάσει τον εαυτό του.
— Πήγαινε να βρεις
τον Σόλωνα και πες του ότι ο βασιλιάς Κροίσος τον περιμένει. Οδήγησέ τον
γρήγορα μπροστά μου, είπε στον πιο πιστό του υπηρέτη.
Μέσα σε λίγη ώρα έφτασε ο Σόλωνας στην
καταστόλιστη αίθουσα. Έριξε μια ματιά γύρω του και άκουσε τον Κροίσο να του
λέει:
— Πες μου, όχι πες
μου, σοφέ Αθηναίε, εσύ που έχεις γυρίσει όλον τον κόσμο, έχουν δει τα μάτια σου
κάτι πιο όμορφο από αυτό που τώρα βλέπεις;
— Ναι, Κροίσε
βασιλιά, απάντησε ο σοφός χωρίς να διστάσει. Κάθε μέρα, από τότε που θυμάμαι
τον εαυτό μου, βλέπω το πιο όμορφο θέαμα.
— Και ποιο είναι
αυτό; Ρώτησε ο βασιλιάς κάπως απότομα, προσπαθώντας με κόπο να συγκρατήσει την απογοήτευση
και το θυμό του.
Έφυγε από την πλουμιστή αίθουσα ο Κροίσος με βήματα
αργά και για πρώτη φορά στη ζωή του είχε κατεβασμένο το κεφάλι του.
Βασιλική Π. Δεδούση
Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment