Wednesday, 30 July 2025

Περί Ξενομανίας

Η ξενομανία είναι η υπερβολική και άκριτη προτίμηση για οτιδήποτε ξένο, συνοδευόμενη από περιφρόνηση για τα εγχώρια και εθνικά στοιχεία. Είναι η τάση να θαυμάζουμε και να μιμούμαστε ξένες συνήθειες, τρόπους ζωής, ήθη και έθιμα, σε σημείο που να παραβλέπουμε ή να υποτιμούμε τα δικά μας.
* Η ξενομανία μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους:
Υπερβολικός θαυμασμός ξένων πολιτισμών:
Προτίμηση σε ξένα προϊόντα, μόδα, τέχνη, μουσική, κλπ., σε σημείο που να υποτιμούνται τα αντίστοιχα εγχώρια.
Μίμηση ξένων τρόπων ζωής:
Υιοθέτηση ξένων συμπεριφορών, συνηθειών, και τρόπων επικοινωνίας, συχνά χωρίς κριτική εξέταση.
Περιφρόνηση για τα εγχώρια:
Αρνητική στάση απέναντι σε οτιδήποτε εθνικό, είτε πρόκειται για γλώσσα, έθιμα, ή πολιτισμικές αξίες.

* Η ξενομανία συχνά θεωρείται αρνητική επειδή μπορεί να οδηγήσει σε:
Απώλεια πολιτισμικής ταυτότητας:
Όταν ένας λαός απορρίπτει τα δικά του στοιχεία και υιοθετεί ξένα, μπορεί να χάσει την ξεχωριστή του ταυτότητα.
Αντιγραφή χωρίς κριτική:
Η μίμηση ξένων προτύπων χωρίς κατανόηση ή προσαρμογή μπορεί να οδηγήσει σε αναποτελεσματικές ή και επιβλαβείς συνέπειες.
Αποδυνάμωση της εθνικής συνοχής:
Η ξενομανία μπορεί να δημιουργήσει διχασμό και αποξένωση μεταξύ των πολιτών, ειδικά όταν συνοδεύεται από περιφρόνηση για τα εγχώρια στοιχεία.
Συνοψίζοντας, η ξενομανία είναι μια τάση που, αν δεν ελέγχεται, μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για την πολιτισμική και εθνική συνοχή ενός λαού. 
από ΑΙ
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Thursday, 17 July 2025

Έγραψε το ωραιότερο ελληνικό βιβλίο για παιδιά και... το πέταξαν στη φωτιά!!

Το βιβλίο που μίλησε στα παιδιά στη γλώσσα που καταλάβαιναν, αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο. Κι όμως, το κατηγόρησαν για μπολσεβικισμό και το έκαψαν.
Ήταν Δεκέμβριος του 1918, όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξέδωσε ένα παιδικό βιβλίο που έμελλε να αλλάξει για πάντα την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.
Τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν το πρώτο σχολικό βιβλίο γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, με στόχο να μιλήσει στα παιδιά στη γλώσσα που άκουγαν στο σπίτι, στο χωριό, στην πλατεία. Όμως δεν ήταν όλα τόσο απλά όσο ακούγονται σήμερα.
Το βιβλίο περιέγραφε με συγκινητική απλότητα την περιπέτεια 25 παιδιών που περνούσαν τις καλοκαιρινές διακοπές τους σε ένα βουνό της Ευρυτανίας. Έμεναν σε ξύλινες καλύβες, κατασκεύαζαν δρόμους, έσωζαν το δάσος από την καταστροφή, μάθαιναν να συνεργάζονται σαν μια μικρή κοινότητα. Οι πρωταγωνιστές δεν ήταν μόνο τα παιδιά, αλλά και η ίδια η φύση: τα ποτάμια, τα δέντρα, τα ζώα. Ακόμα και μια αλεπού και ένας λύκος είχαν τη δική τους φωνή στο βιβλίο.
Τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν αμέσως αγαπητά. Οι δάσκαλοι ενθουσιάστηκαν, τα παιδιά λάτρεψαν τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, ακόμα και την τρυφερή φιγούρα της Αφρόδως, μιας κοπέλας που όλοι την αποχαιρέτησαν με δάκρυα στα μάτια όταν παντρεύτηκε. Όμως, πολύ γρήγορα ξέσπασε ένα κύμα μίσους εναντίον του βιβλίου.
Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Οι αντιδημοτικιστές κατηγόρησαν το βιβλίο για «μπολσεβικισμό», για έλλειψη θρησκευτικότητας και πατριωτισμού, ακόμα και για διαφθορά των παιδικών ψυχών. Καθηγητές πανεπιστημίων, όπως ο Γεώργιος Χατζιδάκις, το χαρακτήρισαν «απαίσιο» και «επικίνδυνο». Όταν το 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα «Ψηλά Βουνά» έπρεπε να αποσυρθούν από τα σχολεία και κυριολεκτικά τα πέταξε στη φωτιά.
Οι καταγγελίες ήταν τόσο έντονες, ώστε συντάχθηκε ειδική επιτροπή που κατέληξε σε πόρισμα καταδίκης. Το βιβλίο κάηκε συμβολικά και κυριολεκτικά. Όμως, όσο και να προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να το εξαφανίσουν από τη μνήμη και την καρδιά του κόσμου. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η ελληνική κοινωνία επανέφερε το βιβλίο, και τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα ελληνικά έργα όλων των εποχών.
Η ιστορία των παιδιών στο βουνό, η τρυφερή ματιά προς τη φύση και η απλότητα της δημοτικής γλώσσας ήταν τελικά δυνατότερες από τη φωτιά.
Σήμερα, τα «Ψηλά Βουνά» διδάσκονται ξανά, μιλώντας σε νέες γενιές παιδιών για συνεργασία, οικολογία, αλληλεγγύη, και για την ελευθερία να γράφεις στη γλώσσα που νιώθεις, χωρίς φόβο και χωρίς περιορισμούς.
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Tuesday, 8 July 2025

Ο "Καιρός", ο νεότερος γιος του Δία

    Στην ελληνική μυθολογία ο Καιρός ήταν θεότητα, το πνεύμα που προσωποποιούσε την ευνοϊκή χρονική στιγμή, την ευκαιρία, η οποία μπορούσε να αξιοποιηθεί μόνο όταν πλησίαζε. 
    Γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα π.χ. (στα ομηρικά έπη δεν συναντάται ο Καιρός, παρά μόνο το επίθετο «καίριος»)…
    Προς τιμή του Καιρού συνέθεσε ποίημα ο Ίων ο Χίος, όπου τον αποκαλεί «τον νεότερο γιο του Δία», μάλλον μία ποιητική έκφραση και όχι μαρτυρία μιας παλαιότερης γενεαλογίας.
Κατά μία άποψη ο ύμνος αυτός σχετίζεται με την έναρξη της λατρείας του Καιρού στην Ολυμπία. Και ο Μένανδρος ονόμαζε τον Καιρό, θεό. Η αντίστοιχη ρωμαϊκή θεότητα ήταν ο Occasio ή Tempus.
    Σχετικά με τη λατρεία του Καιρού υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις. Κατά τον Παυσανία υπήρχε βωμός του Καιρού στην Ολυμπία, στην είσοδο του σταδίου, κοντά στον βωμό του «Εναγωνίου» Ερμή (δηλαδή του Ερμή προστάτη των αγώνων).
    Στους μεταγενέστερους αιώνες η λατρεία του Καιρού αναπτύχθηκε περισσότερο, όπως συνάγεται από την ύπαρξη πολλών αντιγράφων του αγάλματός του που είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, αγάλματα του Καιρού στόλιζαν τα αρχαία γυμνάσια.
Αργότερα ο θεός λογιζόταν ως συγγενής προς την Τύχη και τη Νέμεση: σε καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις παρατηρείται μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στον Καιρό και τη Νέμεση.
    Βαθμιαία η λέξη «καιρός» έχασε την αρχική σημασία της και ταυτίσθηκε προς τη λέξη «χρόνος». Πολλοί βυζαντινοί συγγραφείς (Τζέτζης, Βλεμμύδης, Κεδρηνός) ονομάζουν το άγαλμα του Λυσίππου «Χρόνο» και όχι «Καιρό».
    Πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα του αγάλματος αυτού απεικόνιζαν τον θεό όχι πια νεαρό, αλλά γενειοφόρο. Οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του Καιρού αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τις γνώσεις μας σχετικά με τον θεό αυτό.
    Η πληροφορία ότι ο Φειδίας είχε φιλοτεχνήσει άγαλμα του Καιρού είναι μάλλον εσφαλμένη, ενώ αντίθετα είναι πιθανό να φιλοτέχνησε τέτοιο άγαλμα ο Πολύκλειτος.
    Ονομαστό ήταν το χάλκινο άγαλμα του Καιρού του Λυσίππου, που βρισκόταν στα «πρόθυρα» της Σικυώνας, όπως μαρτυρεί ο Ποσείδιππος. Το άγαλμα αυτό παρίστανε ένα γυμνό έφηβο με κοντά μαλλιά και φτερούγες στα πόδια. Σύμφωνα με μαρτυρία του Καλλίστρατου, ήταν το πιο όμορφο από τα αγάλματα.
    Ο «Καιρός», με λυγισμένα γόνατα, με φτερά στην πλάτη και στα ποδοστράγαλα, τρέχει βαστώντας στο αριστερό χέρι ζυγαριά στηριγμένη σε ακμή ξυραφιού, υποδηλώνοντας πόσο εύκολο είναι να διαταραχτεί η ισορροπία των πραγμάτων. Τα μακριά μαλλιά του πέφτουν πλάγια και μπροστά, αφήνοντας γυμνό το κρανίο, ώστε, αν δεν αδράξει κάποιος την ευκαιρία από τα μαλλιά… τη στιγμή που αυτή περνάει δίπλα του, τη χάνει οριστικά.
Πρόκειται για μορφοποίηση ενός «πιστεύω» με αλληγορικό χαρακτήρα.
    Το πραγματικό χάλκινο, αλληγορικό άγαλμα του Λυσίππου ήταν τοποθετημένο έξω από το σπίτι του στην Αγορά της Ελληνιστικής Σικυώνας. Ο «Καιρός» ήταν στημένος μπροστά από οικοδόμημα, σύμφωνα με τον επιγραμματοποιό Ποσείδιππο, ώστε να αποτελεί διδαχή για τους περαστικούς.
    Το Επίγραμμα του Ποσείδιππου αναφερόμενο στην αλληγορική μορφή του έργου του Λυσίππου που σώζεται είναι η παρακάτω:
-Ποίος και από που είναι ο δημιουργός σου;
-Από την Σικυώνα είναι.
-Ποίο είναι το όνομα του;
– Λύσιππος.
-Ποίος είσαι εσύ;
-Είμαι ο Καιρός, που δαμάζει τα πάντα.
-Γιατί με τα άκρα των δακτύλων σου πατάς;
-Πάντα τρέχω.
-Γιατί έχεις φτερά στα πόδια σου;
-Σαν τον άνεμο πετάω.
-Γιατί κρατάς ξυράφι στο δεξί σου χέρι;
-Δείγμα προς τους ανθρώπους, πώς είμαι πιο κοφτερός από την αιχμή του.
-Γιατί έχεις την κόμη στην όψη;
– Για να με αρπάξει εκείνος που θα με συναντήσει.
-Γιατί είσαι πίσω φαλακρός;
-Γιατί αν δεν με πιάσεις από εμπρός, είναι αδύνατον να με πιάσεις από πίσω
-Για πιο σκοπό σε έκανε ο τεχνίτης;
-Για σένα ξένε, για να μάθεις και να γίνεις σοφότερος.
    Ο Καιρός θεωρείται προγραμματικό έργο της λυσιππικής τέχνης. Η προσωποποίησή του εκφράζει το φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό πιστεύω του γλύπτη να παρουσιάζει τα πράγματα όχι όπως είναι, αλλά όπως φαίνονται και παράλληλα τις ιδεώδεις για τον Λύσιππο αναλογίες της ανθρώπινης μορφής.
Ο απόηχος του έργου σώζεται σε μεταγενέστερα από την εποχή του Λυσίππου ανάγλυφα.
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki