Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πευκοδάσους, ζούσε ένα μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. Τα φύλλα του ήταν πολλά. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τα μετρήσει. Ποιος ο λόγος άλλωστε; Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης και είχε καλύτερα πράγματα να κάνει. Παρατηρούσε τα πουλιά και τις πεταλούδες που χόρευαν γύρω του, μύριζε τα αρώματα που έρχονταν από το δάσος και χαμογελούσε με τον αέρα που έκανε τα αγριόχορτα να του γαργαλάνε τα πόδια.
Στο ίδιο μέρος, λίγα εκατοστά πιο μακριά, ζούσε ένα γαϊδουράγκαθο.
Ήταν ψηλό, με δυνατό κορμό, κοφτερά αγκάθια και ένα μεγάλο μοβ λουλούδι.
Η αλήθεια είναι πως έδειχνε -και ήταν- πολύ επιβλητικό.
Στεκόταν αγέρωχο και έδειχνε να χαίρεται τη θέση του, ψηλότερα από όλα τα υπόλοιπα φυτά της περιοχής. Ήταν όμως ψηλομύτικο και σκληρός χαρακτήρας. Η σχέση του με τα υπόλοιπα φυτά δεν ήταν καλή. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να το συμπαθήσουν έτσι όπως ήταν γεμάτο σαρκασμό και έτοιμο να ειρωνευτεί οποιονδήποτε για το παραμικρό;
Μια φορά, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι, όταν διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματα τους, του είπε χαμογελαστά : “Καλημέρα φίλε μου…”. Αντί να απαντήσει, το γαϊδουράγκαθο τινάχτηκε επιδέξια και εκτόξευσε ένα μικρό αγκάθι του προς το χαμομηλάκι, καταφέρνοντάς του ένα μικρό σκίσιμο σε ένα από τα φυλλαράκια του.
“Αααχ! Αυτό πόνεσε…” διαμαρτυρήθηκε το χαμομηλάκι.
“Ας πρόσεχες!…” του είπε αυστηρά το γαϊδουράγκαθο. “…που να σε δω έτσι όπως είσαι άσχημο και μπασμένο”. Και λύθηκε στα γέλια.
Ο καιρός περνούσε και το γαϊδουράγκαθο πείραζε συνεχώς το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. “Χα χα χα… Πως είσαι έτσι;”, “Πάλι θα αφήσεις να σου πάρουνε τη γύρη; Κορόιδο…”.
Καυχιόνταν ακόμα για τον εαυτό του: “Εγώ είναι ψηλό, όμορφο και δυνατό. Κανείς δεν τολμάει να τα βάλει μαζί μου. Τα δυνατά αγκάθια μου θα τον κάνουν να το μετανιώσει…”
Το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι δεν παραπονιόταν. Η αλήθεια ήταν πως ακόμα και αυτά τα πειράγματα του γαϊδουράγκαθου ήταν η μοναδική ένδειξη πως κάποιος πρόσεχε ότι υπήρχε. Τα υπόλοιπα φυτά δεν του έδιναν σημασία και σπάνια το άκουγαν όποτε μίλαγε επειδή ήταν πολύ χαμηλό και ντροπαλό.
Τις νύχτες, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι σκεφτόταν τρόπους για να απαντήσει στις προσβολές του γαϊδουράγκαθου και την αδιαφορία των άλλων. Δεν το έκανε όμως ποτέ, κι ας είχε έτοιμες τις απαντήσεις. Κάποιες φορές μόνο τις συλλογιζόταν για να μη νιώθει τόσο άσχημα όταν το σχολίαζαν. Έτσι κυλούσαν οι μέρες στην άκρη του μακρινού πευκοδάσους.
Μια μέρα, τη στιγμή που το γαϊδουράγκαθο επιδιδόταν στην αγαπημένη του ασχολία, το πείραγμα των υπολοίπων, συνέβη κάτι το απρόβλεπτο. Δυο άνθρωποι, που πέρναγαν από εκεί κοντά σταμάτησαν και άρχισαν να συζητούν. Ο ένας από αυτούς ξαφνικά κοίταξε επίμονα το γαϊδουράγκαθο, λες και καταλάβαινε την οδύνη που προκαλούσε στα άλλα φυτά, και με μια γρήγορη κίνηση το ξερίζωσε επιδέξια.
“Καλά έκανες…” είπε ο άλλος άνθρωπος, “θα έβγαζε κανένα μάτι εκεί…”.
Αφού κουβέντιασαν λίγο ακόμα, οι άνθρωποι έφυγαν. Τότε έπεσε σιωπή. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Το άλλοτε παντοδύναμο και μισητό γαϊδουράγκαθο βρισκόταν πεταμένο και άψυχο πάνω στα αγριόχορτα.
Από εκείνη τη μέρα τα πάντα άλλαξαν. Γελιέται όμως όποιος νομίζει πως το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι ήταν ευτυχισμένο. Αν και τα πειράγματα του γαϊδουράγκαθου το ενοχλούσαν και το έκαναν να νιώθει άσχημα, ήταν τα τελευταία λόγια που του είχε απευθύνει κανείς.
Το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι ένιωθε μοναξιά. Σα να μη έφτανε αυτό, ο καιρός είχε περάσει και ένιωθε πως γερνούσε. Ο κορμός του πια δεν το βαστούσε με την ίδια δύναμη, τα φύλλα του είχαν αρχίσει να χάνουν την παλιά τους φρεσκάδα… Ήξερε πως το τέλος του δεν ήταν μακριά. Στενοχωριόταν. Δεν είχε κανέναν να μοιραστεί τις σκέψεις του, κανέναν να γελάσει ή έστω να καυγαδίσει. Έτσι μέρα με τη μέρα μαραινόταν ακόμα πιο πολύ.
Ο καιρός είχε πια ζεστάνει αρκετά. Ένα πρωί, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι ένιωθε πως εκείνο ήταν το τελευταίο του πρωινό. Ευχήθηκε λοιπόν με όλη του τη δύναμη να γίνει ένα θαύμα. Να του δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει. Είχε κάτι σημαντικό να πει. Όμως τι; Δε θυμόταν πια. Το χαμομηλάκι κοίταξε κουρασμένα δυο μικρά παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που είχαν καθίσει κοντά του και απολάμβαναν τον ήλιο. Αχ, ας μπορούσε να τους μιλήσει, ας μπορούσαν να το ακούσουν…
Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η ώρα και ήρθε το μεσημέρι… Κάποια στιγμή, το χαμομηλάκι είδε το κορίτσι που καθόταν κοντά του να δίνει ένα φιλί στο μικρό αγόρι και να φεύγει. Πριν προλάβει να σκεφτεί τίποτα, το αγοράκι γύρισε προς το μέρος του, κοίταξε το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι και το πήρε στα χέρια του.
Λίγες στιγμές πριν παραδώσει την ψυχή του, το χαμομηλάκι ένιωσε να βγαίνουν τα φυλλαράκια του ένα - ένα και άκουσε μια αγορίστικη φωνή να λεει: “Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά…μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά…”
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πευκοδάσους, ζούσε ένα μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. Τα φύλλα του ήταν επτά.
papet
5 Μάρτιος 2007 Δημοσιεύθηκε από papet | Παραμύθια
Ευγενική παραχώρηση του papet.wordpress.com
Saturday, 27 September 2008
Το Μικρό Χαριτωμένο Χαμηλό Χαμομηλάκι και το Γαϊδουράγκαθο
Labels:
Fairytale,
Γαϊδουράγκαθο,
Παραμύθι,
Χαμομηλάκι
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment