Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
ΠΙΑΤΣΕΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ, στέκια ναρκομανών, πάρκα αστέγων, ερωτικά «στούντιο» με «καθαρές κοπέλες» και μαζί τους μια βρώμικη και αφιλόξενη πόλη. Είναι η άλλη Αθήνα: η Αθήνα του περιθωρίου, των απόκληρων, αυτών που ζουν λάθρα, έξω από τον «δικό μας» κόσμο.
Είναι αναρίθμητοι, πληθαίνουν και δημιουργούν «αγορές», από τις οποίες καταναλώνουμε δίχως δεύτερη σκέψη. Γυναίκες θύματα του τράφικινγκ, πρεζάκια που τα έχουν χάσει όλα, μετανάστες που κινούνται στο οικονομικό περιθώριο, ανέστιοι, δίχως- στην κυριολεξία- ένα δωμάτιο για να ζήσουν, φοιτήτριες που εκδίδονται για 50-60 ευρώ στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και κορίτσια «ημιπολυτελείας» που βάζουν τον εαυτό τους στο χρηματιστήριο του σεξ- από τα καθαρά «στούντιο» ως τις «βίζιτες» στα κοσμικά μαγαζιά. Αυτό το νέο «μείγμα» απόκληρων και ημιαπόκληρων εξαπλώνεται και κυριαρχεί στη νύχτα της πόλης. Και μαζί τους αναδύονται προστάτες και αφεντικά που ελέγχουν μικρές οικονομίες.
Νύχτα. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν ασταμάτητα μέσα στο μποτιλιάρισμα της κεντρικής λεωφόρου. Τα περισσότερα καταστήματα έχουν κλείσει, ενώ άνθρωποι εμφανώς κουρασμένοι περιμένουν υπομονετικά τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία. Οικονομικοί μετανάστες επιστρέφουν εξουθενωμένοι από τη δουλειά κουβαλώντας μπόγους. Παιδιά «σχολούν» από τα φροντιστήρια και μιλούν δυνατά στα κινητά, ενώ περίοικοι βγάζουν τα σκυλιά τους νυχτερινή βόλτα. Όλα δείχνουν φυσιολογικά, πλην μιας μικρής «καινοτομίας» που απασχολεί όλο και περισσότερο τους κατοίκους της περιοχής. Η λαϊκή, εμπορική και ιστορική Πατησίων από το ύψος της πλατείας Κολιάτσου έως σχεδόν την πλατεία Βικτωρίας έχει αποκτήσει μία ακόμη οικονομική δραστηριότητα: την πορνεία.
Με το κλείσιμο των καταστημάτων της Πατησίων σε μια ακτίνα χιλιομέτρων εξαπλώνονται δεκάδες κορίτσια και γυναίκες από την Αφρική, οι οποίες εκδίδονται αντί πινακίου φακής. Το φαινόμενο είναι καινοφανές, συζητείται όλο και περισσότερο και ουδείς γνωρίζει επακριβώς τις ρίζες και τους μηχανισμούς του.
▅ Το ξημέρωμα τις δέρνουν
«Μόλις κλείσει η αγορά, τις βλέπω τις κοπέλες που εμφανίζονται. Είναι μικρές και τις λυπάμαι- είναι αμαρτία αυτό που γίνεται. Ακούω το ξημέρωμα που τις δέρνουν, αν δεν τους βγάλουν αρκετά λεφτά. Τις πετάνε κάτω στο πεζοδρόμιο, τις πατάνε και τις κλωτσάνε. Κλαίνε οι καημένες». Έτσι διηγείται την καθημερινότητα της νύχτας στην περιοχή ηλικιωμένη κάτοικος της πλατείας Κολιάτσου, η οποία, όπως λέει, φοβάται πια. «Γεννήθηκα το 1932 και θυμάμαι τη φτώχεια και την απανθρωπιά της Κατοχής. Δυστυχώς, τέτοιες εικόνες εξαθλίωσης βρίσκονται και πάλι έξω από τα σπίτια μας. Κάναμε μια καλή ζωή, μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε τα παιδιά μας και, αν είναι δυνατόν, τώρα στα γεράματα να ξαναβλέπουμε τέτοιες εικόνες καταπίεσης» συμπληρώνει σχεδόν δακρύζοντας η παλαιά κάτοικος των Πατησίων.
Λίγο πιο κάτω, μπροστά από θρυλικές οικοδομές-μνημεία της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα οι μαραμένοι φοίνικες προδίδουν ότι εκεί κάποτε υπήρχε μια δόση πολυτέλειας, αντίστοιχης με αυτήν που παρουσίαζε ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος. Ωστόσο η παρακμή της περιοχής επιταχύνεται και από τα νέα φαινόμενα.
«Εδώ βλέπεις ό,τι θες πια. Όλα γίνονται. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Βλέπεις συχνά εσύ γέρους να “ψωνίζουν” 17χρονα; Εγώ το βλέπω. Αηδία με πιάνει κάθε φόρα που τους αντικρίζω» λέει διανυκτερεύων επαγγελματίας της Πατησίων. Σχεδόν σε κάθε γωνιά νεαρές Αφρικανές περιμένουν πελάτη. Οι περισσότερες περπατούν άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά. Στην απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου καταγράφονται αντίστοιχες κινήσεις από ομάδες ανδρών- και αυτοί Αφρικανοί.
▅ Το ξημέρωμα τις δέρνουν
«Μόλις κλείσει η αγορά, τις βλέπω τις κοπέλες που εμφανίζονται. Είναι μικρές και τις λυπάμαι- είναι αμαρτία αυτό που γίνεται. Ακούω το ξημέρωμα που τις δέρνουν, αν δεν τους βγάλουν αρκετά λεφτά. Τις πετάνε κάτω στο πεζοδρόμιο, τις πατάνε και τις κλωτσάνε. Κλαίνε οι καημένες». Έτσι διηγείται την καθημερινότητα της νύχτας στην περιοχή ηλικιωμένη κάτοικος της πλατείας Κολιάτσου, η οποία, όπως λέει, φοβάται πια. «Γεννήθηκα το 1932 και θυμάμαι τη φτώχεια και την απανθρωπιά της Κατοχής. Δυστυχώς, τέτοιες εικόνες εξαθλίωσης βρίσκονται και πάλι έξω από τα σπίτια μας. Κάναμε μια καλή ζωή, μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε τα παιδιά μας και, αν είναι δυνατόν, τώρα στα γεράματα να ξαναβλέπουμε τέτοιες εικόνες καταπίεσης» συμπληρώνει σχεδόν δακρύζοντας η παλαιά κάτοικος των Πατησίων.
Λίγο πιο κάτω, μπροστά από θρυλικές οικοδομές-μνημεία της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα οι μαραμένοι φοίνικες προδίδουν ότι εκεί κάποτε υπήρχε μια δόση πολυτέλειας, αντίστοιχης με αυτήν που παρουσίαζε ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος. Ωστόσο η παρακμή της περιοχής επιταχύνεται και από τα νέα φαινόμενα.
«Εδώ βλέπεις ό,τι θες πια. Όλα γίνονται. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Βλέπεις συχνά εσύ γέρους να “ψωνίζουν” 17χρονα; Εγώ το βλέπω. Αηδία με πιάνει κάθε φόρα που τους αντικρίζω» λέει διανυκτερεύων επαγγελματίας της Πατησίων. Σχεδόν σε κάθε γωνιά νεαρές Αφρικανές περιμένουν πελάτη. Οι περισσότερες περπατούν άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά. Στην απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου καταγράφονται αντίστοιχες κινήσεις από ομάδες ανδρών- και αυτοί Αφρικανοί.
No comments:
Post a Comment