Η αποποίηση του μισθού, πραγματική ή συμβολική, είναι ο διστακτικός, μοναχικός ανήφορος που θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ ένα ξέφωτο αυτοπεποίθησης, απελευθέρωσης, αυτάρκειας, πληρότητας και εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
Δεν με ενδιαφέρει να αποστομώσω όσους με κατηγόρησαν για λαϊκισμό, κρίνοντας έτσι την απόφασή μου να αποποιηθώ τον μισθό μου, αλλά οφείλω να εξηγηθώ στους αδερφούς μου που φαντάστηκαν ότι διάλεξα τον τρόπο αυτό, προκειμένου να διακριθώ από εκείνους με την αλαζονεία της πτωχείας.
Η πράξη αποτελεί κραυγή αγωνίας μου σε μια κοινωνία που μας έριξε πλέον στο βούρκο της απαξίωσης. Εννοώ την ορθόδοξη ελληνική κοινωνία που δεν μας εκτιμά πια. Συγκεκριμένα, δεν εκτιμά τους επισκόπους, όχι τον «απλό παπά», όπως λέγεται και ξαναλέγεται.
Δεν το καταλαβαίνουμε ότι το ειδικό μας βάρος έχασε την πυκνότητά του; Θα τολμούσαμε να ρωτήσουμε, τι σημαίνει για τον Έλληνα του σήμερα, ο επίσκοπος ως πνευματικός θεσμός;
Δεν αισθανόμαστε ότι το πέρασμά μας αφήνει πίσω μας ένα συγκαταβατικό μειδίαμα; Είμαστε, όπως έλεγε ο Κλεμανσώ, σαν τον προστάτη ή σαν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όταν είναι ήσυχοι, κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτούς, όταν αρχίσουν να δημιουργούν προβλήματα, επιβάλλεται η αφαίρεσή τους.
Δεν βιώνουμε ότι οι χριστιανοί μας έρχονται στα γραφεία μας μόνο για διορισμούς ή μεταθέσεις; Συγγνώμη! έρχονται και για οικονομικά βοηθήματα, αφού είμαστε κάτοχοι αμύθητης περιουσίας! Κι όταν φύγουν από μας, επισκέπτονται χαρισματικούς φορείς για τα πνευματικά τους θέματα.
Δεν αφουγκραζόμαστε ότι μας βλέπουν σαν αναπόσπαστο μέρος του διεφθαρμένου κράτους καθώς συναγελαζόμαστε με άρχοντες και μεγιστάνες και κατά συνέπεια θεωρούμαστε συμμέτοχοι των πράξεών τους;
Δεν βαρεθήκαμε να «το παίζουμε» προϊστάμενοι ΝΠΔΔ και να προεδρεύουμε σε Δ.Σ., εκτιθέμενοι σε διενέργεια πλειοδοτικών-μειοδοτικών διαγωνισμών κ.λ.π. και χωρίς να διαθέτουμε καμία απολύτως εξειδίκευση πάνω σ’ αυτά;
Δεν διαπιστώνουμε στα μάτια των επίσημων συνομιλητών μας την ανοχή και στα μάτια των απλών ανθρώπων την υποψία;
Δεν εισπράττουμε από πολλούς, ότι θα προτιμούσαν να απουσιάζαμε από τη ζωή τους, μα, αν αυτό είναι αδύνατο, ας περιοριζόμαστε στο διακριτό μας ρόλο;
Δεν νιώθουμε ότι είμαστε αναγκαίοι μεν, αλλά λιγότερο ενδιαφέροντες απ’ όσο νομίζουμε;
Δίπλα μας δεν υπάρχει ένας κόσμος ολόκληρος νέων επιστημόνων, τεχνοκρατών, ανερχόμενων επιχειρηματιών, που δεν έχουν και δεν θέλουν να έχουν καμμιά σχέση με μας;
Δεν ζούμε το θεολογικό και κοινωνικό επίπεδο του κλήρου μας;
Δεν ζούμε το θεολογικό και κοινωνικό επίπεδο του κλήρου μας;
Δεν αντιληφθήκαμε τον σκεπτικισμό που διακατέχει τους νέους γονείς όταν αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να μας πλησιάσουν τα παιδιά τους, στο ιερό βήμα, στα κατηχητικά, στις κατασκηνώσεις;
Δεν μας προβληματίζει η εικόνα των μουχλιασμένων ενοριακών κέντρων αλλά και των θλιμμένων κατηχητικών σχολείων μας;
Δεν οσφριζόμαστε ότι η συμβολή μας στις τοπικές κοινωνίες είναι μόνο πολιτιστική και κοινωνική; Το πρώτο ερμηνεύεται σαν συντήρηση της σκουριασμένης Παράδοσης, εξαντλήθηκε όμως η θεματολογία μας, συγκινεί μόνο όσους αναπολούν τα νειάτα τους, μα, αφήνει παγερά αδιάφορες τις νέες γενιές. Το δεύτερο, η πολυδιαφημισμένη κοινωνική μας παρέμβαση, που μας καθιστούσε, μέχρι τώρα, αναγκαίο δεκανίκι του Υπουργείου Υγείας – Πρόνοιας, αρχίζει πλέον να εκτοπίζεται από την εισβολή στο χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που κοστίζει μεν αλλά έχει επαγγελματισμό.
Δεν μας ενοχλεί που στη Χώρα του 95% των Ορθοδόξων, δεν ζητείται ποτέ η γνώμη μας, για κανένα πνευματικό ζήτημα; Κι όταν η γνώμη μας αυθαίρετα εκφωνείται, τότε δεν θυμόμαστε, ότι την πληρώνουμε ακριβά με δημοσιοποίηση σκανδάλων μας;
Δεν παρακολουθούμε ότι στον μεγάλο παιδαγωγό του λαού μας, εννοώ την δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση, ως πνευματικοί άνθρωποι εμφανίζονται οι καλλιτέχνες; Κληρικοί προσκαλούνται για να ανεβάσουν το θερμόμετρο σε τηλεοπτικά παράθυρα κι όχι σε σοβαρούς ολιγομελείς διαλόγους.
Δεν μας θίγει η παρωδία του συν-εορτασμού της Κυριακής της Ορθοδοξίας και των συμβουλών που μας παρέχουν οι πολιτικοί μας στο πλατύσκαλο του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών; Και όταν έρθει η ώρα της φορολογίας, μας αντιμετωπίζουν σαν Εταιρεία. Δηλαδή, πέρασαν 2000 χρόνια δεν τους δώσαμε ακόμα να καταλάβουν τί είναι η Εκκλησία!
Δεν διαβλέπουμε ότι η ελληνική κοινωνία, αργά αλλά σταθερά, ύπουλα, σιωπηλά αλλά μεθοδικά, αποχριστιανοποιείται; Και ‘μεις μένουμε στους ναούς με γέρους και γριές, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι επηρεάζουμε το εκλογικό σώμα;
Δεν πάει ο νους μας στο ότι με τις σημερινές στατιστικές σταθερές, με τα κομπιούτερς αλλά και τις μισάνθρωπες ανώνυμες πληροφορίες μας, οι ενδιαφερόμενοι, γνωρίζουν για μας περισσότερα οικονομικά και εσωτερικά μας, απ’ όσα φανταζόμαστε;
Δεν πληροφορηθήκαμε ότι τα δημοσιογραφικά συρτάρια είναι γεμάτα από λιβελλογραφήματα και φωτογραφίες, έτοιμα να συγκροτήσουν εκπομπές για να μας φιμώσουν όταν ο λόγος μας βλάπτει ή να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από ακανθώδη προβλήματά της; Ποιός από μας δεν άκουσε την φράση: «τα εκκλησιαστικά πουλάνε»;
Μέχρι πότε θα είμαστε το μαξιλαράκι που θα απορροφά τους κραδασμούς των κυβερνητικών αδιεξόδων;
Δεν διακριβώνουμε την ειδοποιό διαφορά: μέχρι πρόσφατα απειλούμαστε με χωρισμό από την Πολιτεία, ενώ τώρα το ζήτημα τίθεται ως «επαναπροσδιορισμός» των σχέσεών μας;
Εξοβελίστηκε η παρέμβασή μας στην δημόσια Εκπαίδευση, καταστρέψαμε την εκκλησιαστική μας Εκπαίδευση, χάσαμε το Νοσοκομείο των Κληρικών που διαθέταμε, διαβλήθηκε η ηθική μας υπόσταση, αμφισβητήθηκε η διαχειριστική μας εντιμότητα, περιπαίχθηκε ο προβληματισμός μας για τα εθνικά ζητήματα, πολεμείται η κοινωνική μας δραστηριότητα, σκανδαλίζουν τα άμφιά μας, συζητιούνται τα αυτοκίνητά μας, διατρανώθηκε ο δεσποτισμός μας έναντι των «απλών και αδύναμων παπάδων» μας.
Δεν τα ζήσαμε όλα αυτά; Δεν τα είδαμε; Δεν τα βλέπουμε;
Τί απαντήσαμε σ’ όλες αυτές τις μάχες που βιώνουμε; Πώς απαντήσαμε στα λάθη που πράξαμε;
Με την εμμονή μας στην σκουριά της Παράδοσης (Τυπικό, μετάφραση λειτουργικών κειμένων, ράσα), με την αδυναμία μας να αποτινάξουμε τον βυζαντινισμό (μίτρες, λιτανείες, ξύλινη γλώσσα, ραγδαίες υποκλίσεις, ατέλειωτα χειροφιλήματα, φήμες, προσφωνήσεις), με την φοβία μας να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια την ανθρωπότητά μας (φτάσαμε να μιλήσουμε οι ίδιοι για «κάθαρση»της Εκκλησίας μας).
Όλα αυτά αποδεικνύουν την δειλία μας να δοκιμάσουμε το βιώσιμο του Ευαγγελίου στο σήμερα και το εφικτό, της κατά Χριστόν ζωής. Όλα αυτά αποδεικνύουν την απιστία μας στη δραστικότητα της Πίστεως.
Για όλα αυτά χρειάζεται θάρρος, όχι θράσος. Προσεκτικότητα, όχι προκλητικότητα. Αποφασιστικότητα, όχι σπασμωδικότητα.
Η αποποίηση του μισθού, πραγματική ή συμβολική, είναι ο διστακτικός, μοναχικός ανήφορος που θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ ένα ξέφωτο αυτοπεποίθησης, απελευθέρωσης, αυτάρκειας, πληρότητας και εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
Είναι αυτά που σαν όραμα τα χρειάζεται ο λαός μας σήμερα, προκειμένου να νιώσει, γιατί του είναι χρήσιμη η Εκκλησία του!
του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου
δημοσιευτικε
ReplyDeletehttp://anemos5.blogspot.com/2010/03/blog-post_4579.html
http://enomenoiblogers.blogspot.com/2010/03/blog-post_8981.html