Το σχολείο και ο δάσκαλος.
Κάποια μέρα για κακή μου τύχη με είδε ο δάσκαλος που εκείνη την ώρα πήγαινε στον κήπο του και με φώναξε να πάω κοντά του. Εγώ πάγωσα από το φόβο μου, ήξερα πως ερχόταν τιμωρία μεγάλη. Πόσα πουλιά έχεις στην τσέπη σου Γιαννιό με ρώτησε. Πέντε του απάντησα εγώ τρέμοντας από το φόβο μου. Αύριο το πρωί στο σχολείο να μου το θυμίσεις πριν από το μάθημα μου είπε και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα σκέφτηκα να κάνω τον άρρωστο και να μην πάω στο σχολείο μα φοβήθηκα μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα και έτσι αποφάσισα να πάω αλλά να κάνω πως ξέχασα, ίσως να μη το θυμηθεί είπα.
Λίγο όμως προτού τελειώσει το τελευταίο μάθημα φαίνεται πως το θυμήθηκε και πετάχτηκε σαν ελατήριο από τη θέση του. Για έλα εδώ Γιαννιό, τι σου είπα χθες; Το ξέχασα κύριε είπα και η καρδιά μου πήγε να σπάσει από το φόβο μου. Πόσα πουλιά μου είπες ότι σκότωσες, με ξαναρώτησε αγριεμένος. Πέντε κύριε του απάντησα. Πέντε λοιπόν βεργιές στα χέρια κι’ άλλες πέντε γιατί το ξέχασες.
Το μεσημέρι στο φαγητό πως να κρατήσω το πιρούνι με τα πρησμένα χέρια μου. Μα και οι γονείς μου συνήγοροι του δασκάλου, καλά σου έκανε είπαν, ξύλο κι’ αυτοί, μα και για ψήλου πήδημα τράβηγμα των αυτιών μέχρι να ματώσουν.
Μια φορά θυμάμαι ο δάσκαλος χτύπησε με τη βέργα τα χέρια της κόρης του, που κι’ αυτή ήταν στην έκτη τάξη γιατί δεν ήξερε καλά κάποιο μάθημα. Ύστερα όμως από λίγο εκείνη λιποθύμησε και έπεσε από το θρανίο. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Την πήρε στα χέρια του και άρχισε να τρέχει για τον γιατρό. Πιστέψαμε τότε πως ίσως να σταματούσε το κακό, μα αυτός το βιολί του, με το παραμικρό ξύλο.
Κάποια άλλη φορά είπε σε κάποιο παιδί να του φέρει μια βέργα από το κτήμα του που ήταν σε κάποια ρεματιά. Έκοψε λοιπόν εκείνο μια βέργα από κάποιο δέντρο, την καθάρισε καλά από τον φλοιό της και το πρωί την έφερε στο δάσκαλο. Πες μου τώρα και το μάθημα του είπε. Μα για κακή του τύχη έκανε κάποιο λάθος και η βέργα που πριν είχε δώσει στο δάσκαλο εγκαινιάστηκε στα χέρια του.
Το ποτήρι όμως ξεχείλισε ένοιωθα μέσα μου κάτι σαν μίσος για τον δάσκαλο, με δέκα χτυπήματα συνεχόμενα ποτέ κανένα παιδί δεν τιμωρήθηκε. Έπρεπε κατά τη γνώμη μου να τον εκδικηθώ, πως όμως; Και η ιδέα στο παιδικό μου μυαλό δεν άργησε να έρθει, ένα σχέδιο που έβαλα σε εφαρμογή αμέσως.
Μόλις βράδιασε, πήρα κρυφά ένα πριόνι και το φακό μου, και πήγα στο σχολείο. Το κλειδί της πόρτας ήταν πάντα κρεμασμένο μ’ ένα κορδόνι σ’ ένα καρφί δίπλα στην είσοδο. Αφού κοίταξα τριγύρω και βεβαιώθηκα πως δεν με είδε κανένας, ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα μέσα. Το σχέδιο μου ήταν να πριονίσω την καρέκλα του δασκάλου που βρισκόταν πάνω στην έδρα. Για να μη φανούν όμως ίχνη από το πριόνισμα, πήρα την καρέκλα και βγήκα έξω στην αυλή του σχολείου. Εκεί σε μια γωνιά άρχισα να κάνω τομές στα πόδια της καρέκλας. Αφού τελείωσα και καθάρισα τα ίχνη που άφησα, την έβαλα στη θέση της, κλείδωσα την πόρτα και έφυγα γρήγορα για το σπίτι μου, φροντίζοντας να μη βγω έξω, μα να διαβάσω και καλά τα μαθήματα μου.
Την άλλη μέρα από τους πρώτους έφτασα στο σχολείο περιμένοντας το δάσκαλο. Στην ώρα του λοιπόν ανέβηκε στην έδρα, πήρε στα χέρια του τη βέργα, τη χτύπησε δυνατά πάνω στο γραφείο όπως έκανε πάντα και κάθισε στην ετοιμόρροπη καρέκλα. Που να αντέξει όμως το βάρος του ύστερα από την εγχείρηση που έκανε το πριόνι μου, τα πόδια της διαλύθηκαν κι’ εκείνος βρέθηκε κάτω από την έδρα κρατώντας τη μέση του. Όλα τα παιδιά γελούσαν ασταμάτητα. Αυτό όμως κράτησε λίγο γιατί μόλις φάνηκε πως η καρέκλα ήταν παγιδευμένη ποιος είδε το δάσκαλο και δε φοβήθηκε, μέχρι και την αστυνομία ειδοποίησε. Έναν έναν μας περνούσε από ιερή εξέταση. Για κάποια στιγμή φοβήθηκα, μα πάλι αφού δεν με είδε κανένας δεν θα μπορούσε να με κατηγορήσει ο δάσκαλος αν και ήμουνα μέσα στους δυο τρεις υποψήφιους δράστες κατά τη γνώμη του δασκάλου, που στην προκειμένη περίπτωση δεν έπεφτε και έξω.
Όλη η μέρα πέρασε με το δάσκαλο και ένα χωροφύλακα να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να βρουν τον ένοχο. Στο σπίτι μου η μητέρα μου διαβεβαίωσε το δάσκαλο πως ήμουν στο σπίτι διαβάζοντας όλο το προηγούμενο βράδυ.
Τελικά όσο κι’ αν έψαξε δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο δράστης που τον έριξε από την καρέκλα και να χτυπήσει αρκετά όπως φαινόταν από το περπάτημα του. Το κακό όμως ήταν πως τα χτυπήματα στα χέρια με τη βέργα από τέσσερα έγιναν έξι και μάλιστα μας χτυπούσε με όλη του τη δύναμη. Αυτό το είχα βάρος στη συνείδηση μου γι’ αυτό και αποφάσισα δεύτερο χτύπημα, πιο δυνατό από το πρώτο.
Τον σκορπιό σκέφτηκα. Στο χωριό μου, όποια πέτρα κι’ αν σήκωνες, θα έβρισκες και κάποιον από κάτω με το φαρμακερό του κεντρί στο τέλος της ουράς σηκωμένο πάντα προς τα πάνω. Βρήκα λοιπόν έναν αρκετά μεγάλο και τον έβαλα σπρώχνοντας τον μ’ ένα ξύλο σ’ ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα. Σκέφτηκα λοιπόν σε κάποιο διάλειμμα που ο δάσκαλος έβγαινε έξω να τον ελευθερώσω πάνω στο γραφείο του. Τον έκρυψα λοιπόν στην αυλή του σπιτιού μου και την επόμενη ημέρα ξεκινώντας για το σχολείο τον πήρα μαζί μου.
Ο δάσκαλος κάθε φορά την ώρα του διαλείμματος, άνοιγε το πακέτο με τα τσιγάρα που ήταν πάντα πάνω στο γραφείο, έπαιρνε ένα και το κάπνιζε έξω στην αυλή. Ήρθε λοιπόν το τελευταίο διάλειμμα και έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Κοίταξα γύρω μου όλα, τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή, κανένα μέσα στην τάξη. Πήγα τότε στο γραφείο του, μα σαν είδα το πακέτο με τα τσιγάρα του, άλλαξα σχέδιο. Θαρρώ πως είναι καλύτερα να βάλω τον σκορπιό μέσα στο δικό του πακέτο είπα κ’ άρχισα να σπρώχνω μ’ ένα μολύβι το σκορπιό αναγκάζοντας τον να μετακομίσει από το δικό μου πακέτο στο μισογεμάτο του δασκάλου.
Πέρασε το διάλειμμα κι’ άρχισε το μάθημα της τελευταίας ώρας, μα εγώ που μυαλό, τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα του δασκάλου.
Ήρθε λοιπόν η ώρα και σχολάσαμε, όλα τα παιδιά έτρεχαν να βγούνε έξω μα εγώ καθόμουν στη θέσει μου, δεν ξέρω τι έπαθα, σκεφτόμουν πως ίσως και να πέθαινε ο δάσκαλος από το δηλητήριο του σκορπιού πράγμα που δεν το ήθελα. Ενώ λοιπόν σηκωνόταν από την καρέκλα του και ήταν έτοιμος να πιάσει το πακέτο, έτρεξα προς το μέρος του και με όλη τη δύναμη της φωνής μου του φώναξα. Μη κύριε μην ανοίξεις το πακέτο μέσα έχω βάλει ένα σκορπιό μα μετάνιωσα, δε θέλω να πάθετε κάποιο κακό. Τότε πρόσεξε πως ήμουν ακόμα μέσα στην τάξη. Με κοίταξε λοιπόν καλά καλά στα μάτια λες και μ’ έβλεπε για πρώτη φορά. Χωρίς να πει λέξη, άνοιξε το πακέτο με προσοχή. Ο τεράστιος σκορπιός άρχισε να κινείται με σηκωμένη την ουρά του. Εγώ τότε άπλωσα τα χέρια μου και του είπα. Αυτή τη φορά κύριε μου αξίζει η τιμωρία και για όσα χτυπήματα θέλετε να μου δώσετε. Πήρε λοιπόν τη βέργα στα χέρια του, μα την άφησε πάλι κάτω. Πέσμου Γιαννιό με ρώτησε, αφού με μισείς όπως φαίνεται, γιατί με προειδοποίησες τώρα;
Μα σας είπα κύριε, δεν θέλω να πάθετε κακό, λάθος έκανα το μετάνιωσα και σας ζητώ συγνώμη. Όμως κύριε θέλω να σας ρωτήσω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθουμε γράμματα, παρά μονάχα με το ξύλο; Και μάλιστα με τόση δύναμη που να ματώνει κι’ η ψυχή μας; Αυτός όμως δεν μου απάντησε, πήρε τη βέργα στα χέρια του κι’ άρχισε να την περιεργάζεται λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Ποιος ξέρει είπα μέσα μου πόσα χτυπήματα θα μου καταφέρει. Εκείνος όμως την έβαλε πάνω στα απλωμένα χέρια μου και μου είπε να τη σπάσω. Εγώ τα έχασα, σπάστην λοιπόν μου είπε πάλι ενώ προσπαθούσε να βρει τον σκορπιό και να τον σκοτώσει, που εν τω μεταξύ είχε πέσει στο δάπεδο. Την έβαλα λοιπόν στη γωνία της έδρας και με το πόδι μου την έσπασα. Φύγε τώρα να πας στο σπίτι και να διαβάσεις καλά τα μαθήματα σου μου είπε, ενώ συνέχιζε να ψάχνει το σκορπιό.
Έφυγα λοιπόν από το σχολείο μα περίμενα λίγο πιο μακριά για να δω τι θα κάνει ο δάσκαλος.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που φάνηκε στο δρόμο, να βαδίζει αργά για το σπίτι του, ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν άραγε. Ένα όμως ήταν σίγουρο, το ξύλο κόπηκε μια για πάντα.
Δημοσιεύτηκε 16th February 2009 από τον χρήστη Yiannis Harkiolakis
©
Το χαμομηλάκι
|
To hamomilaki
καλο ..εχω φαει ξυλο εγω πριν γινω μαγος ..τραβηγμα αυτιου αστα να πανε ετσι μου μεγαλωσαν ομως θα πω κι ενα καλο ετσι γιναμαι ανθρωποι...την καλησπερα μου οπως παντα μαγικη..
ReplyDeleteΆνθρωποι γίναμε Νικήτα μου,
ReplyDeleteαλλά η κοινωνία μας, δεν μου μοιάζει ανθρώπων.