Thursday 14 October 2010

Οι τρεις συμβουλές — Παραδοσιακό παραμύθι από την Πάνδροσο Ροδόπης

Όπως ακριβώς το κατέγραψε η κ. Ρούλα Κοντοπούλου, πρόεδρος του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο "Ερανίσματα από την Πάνδροσο", στο οποίο είμαι ευτυχής που είχα την επιμέλεια...

Οι τρεις συμβουλές
Ένα καιρό κι ένα ζαμάν, ήταν ένα αντρόγυνο που ήταν πολύ φτωχοί. Η γυναίκα κάποτε έμεινε έγκυος και ο άντρας της, της λέει:
— Γυναίκα είμαστε πολύ φτωχοί. Θα πάω στα ξένα να καζαντίσω.
Πήρε το δρόμο και πήγε πολύ μακριά. Για χρόνια πολλά, δε μπορούσε να γυρίσ΄ πίσω να διεί τη γυναίκα τ΄. Η γυναίκα τ΄ στο μεταξύ, γέννση μοναχιά τς.
Μετά από είκοσι χρόνια, λέει στ΄ αφεντικό τ΄:
— Αφεντικό να με πληρώσεις το δίκιο μ΄, να πάω στο σπίτ μου.
Το αφεντικό τον πλήρωσε αλλά κράτησε τρεις λίρες.
— Αφεντικό, γιατί κρατάς τις τρεις λίρες, ρουτάει.
— Αυτές οι τρεις λίρες που κρατάω, είναι γιατί θα σε δώσω τρεις συμβουλές, που είνι πολύτιμες, λέει αυτός.
— Άμα είναι έτσι, πές μου να τις ακούσω.
Κι του λέει τ΄ αφεντικό τ΄:
— Η μια είναι, στο δρόμο που πηγαίνς, να μην είσι περίεργος. 
 Η άλλ΄ είνι στο δρόμο που πηγαίνς να μη φεύγεις από αυτόν και να τραβάς ίσα. 
Και η άλλ΄ είναι όταν θυμώνς το βράδυ, να κρατάς το θυμό σ΄ για την άλλη μέρα.
Άκσε καλά τις συμβουλές απ΄ τ΄ αφεντικό τ΄, και ξεκίνησε για το σπίτι τ΄. Στο δρόμο, βλέπ΄ μια γναίκα, άγρια, σ΄ ένα δρόμο. Μπροστά τα, είχε κάτ μαντολόγια, τα κρεμνούσε, τα ξεκρεμνούσε και παν σ΄ ένα δέντρο είχι ένα όπλο. Όποιος τη ρωτούσι τι κάν΄, με τα΄ όπλο τον σκότωνε.  
Αυτός θυμήθκε την πρώτη συμβουλή, να μην είσι περίεργος, και δεν τη ρώτση.
Η γναίκα τον φωνάζ και του λέει:
— Όποιος περνάει από δω με ρωτάει τι κάνω με αυτά τα μαντολόγια. Εσύ δεν με ρώτσες κι γλύτωσες τη ζωή σ΄. Πήγαινε λοιπόν στον δρόμο σ΄.
Στο δρόμο, κουράστκε και ξάπλωσε. Ήρθαν τρεις κλέφτες με μουλάρια φουρτουμένα τσουβάλια λίρες. Τον ρώτσαν:
— Τι κάνς εδώ;
— Ξεκουράζομαι, τους λέει αυτός.
— Δεν έρχισαι μαζί μας, να πάμ΄ στουν καφενέ να πιουμ΄ ένα καφέ;
Αυτός θυμήθκε τη δεύτερη συμβουλή και δεν πήγε.  
Του λεν τότες οι κλέφτες:
— Αν δεν έρθουμ΄ μέχρι να φέξ΄, τα λεφτά είν΄δκά σ΄.
Έφεξ΄ ο Θεός τη μέρα, οι κλέφτες δεν φάνκαν, φόρτωσ΄ αυτός τις λίρες και τράβηξ΄ για το σπίτι τ΄.
Όταν έφτασε, χτύπησ΄ την πόρτα του σπιτιού τ΄, αλλά η γναίκα τ΄ δεν τουν γνώρσε!
— Φεύγα του λέει, συ δεν εισι άντρας μου. Ο άντρας μ΄ είν΄ στα ξένα.
Τον λυπήθκε όμως και τον έστειλε να κοιμηθεί στον αχυρώνα. Πήγε αυτός να κοιμηθεί εκεί, αλλά ύπνος δεν τον έπιανε.
Κοιτούσε απ΄ το παραθύρ΄ την πόρτα του σπιτιού τ΄ και βλέπ΄ να μπαίν΄ μέσα ένας λεβέντης. Αυτός, μόλις είδε τη σκηνή, παίρνει αμέσως το όπλο του και λέει:
— Αχ η γναίκα μ΄μαζών΄ αλλουνούς. Θα τους σκοτώσω και τους δυό.
Θμήθκε όμως και την τρίτ συμβουλή, να κρατήσ΄το θμό τ΄ για το πρωί και περίμενε το λεβέντη να φύγει.
Όταν το πρωί έφευγε το παλληκάρι, άκουσε να λεει στη γναίκα τ΄:
— Μάνα, τι να φέρω το μεσημέρ΄ να φάμε;
Και άκουσε τη γναίκα τ΄ να δίνει την ευχή τς στο λεβέντη.
— Αχ, αυτό είναι το παιδί μ΄και δεν το γνώρσα, λέει τότες αυτός, και όλο χαρά, τρέχει και τους αγκαλιάζ΄ και τους δυό, τους λέει και τις συμβουλές απ΄ τ΄ αφεντικό τ΄.
Κι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Φάγαν και τις λίρες απ΄ τους ληστές.

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki