Οι τρεις συμβουλές
Ένα καιρό κι ένα ζαμάν, ήταν ένα αντρόγυνο που ήταν πολύ φτωχοί. Η γυναίκα κάποτε έμεινε έγκυος και ο άντρας της, της λέει:
— Γυναίκα είμαστε πολύ φτωχοί. Θα πάω στα ξένα να καζαντίσω.
Πήρε το δρόμο και πήγε πολύ μακριά. Για χρόνια πολλά, δε μπορούσε να γυρίσ΄ πίσω να διεί τη γυναίκα τ΄. Η γυναίκα τ΄ στο μεταξύ, γέννση μοναχιά τς.
Μετά από είκοσι χρόνια, λέει στ΄ αφεντικό τ΄:
— Αφεντικό να με πληρώσεις το δίκιο μ΄, να πάω στο σπίτ μου.
Το αφεντικό τον πλήρωσε αλλά κράτησε τρεις λίρες.
— Αφεντικό, γιατί κρατάς τις τρεις λίρες, ρουτάει.
— Αυτές οι τρεις λίρες που κρατάω, είναι γιατί θα σε δώσω τρεις συμβουλές, που είνι πολύτιμες, λέει αυτός.
— Άμα είναι έτσι, πές μου να τις ακούσω.
Κι του λέει τ΄ αφεντικό τ΄:
— Η μια είναι, στο δρόμο που πηγαίνς, να μην είσι περίεργος.
Η άλλ΄ είνι στο δρόμο που πηγαίνς να μη φεύγεις από αυτόν και να τραβάς ίσα.
Και η άλλ΄ είναι όταν θυμώνς το βράδυ, να κρατάς το θυμό σ΄ για την άλλη μέρα.
Η άλλ΄ είνι στο δρόμο που πηγαίνς να μη φεύγεις από αυτόν και να τραβάς ίσα.
Και η άλλ΄ είναι όταν θυμώνς το βράδυ, να κρατάς το θυμό σ΄ για την άλλη μέρα.
Άκσε καλά τις συμβουλές απ΄ τ΄ αφεντικό τ΄, και ξεκίνησε για το σπίτι τ΄. Στο δρόμο, βλέπ΄ μια γναίκα, άγρια, σ΄ ένα δρόμο. Μπροστά τα, είχε κάτ μαντολόγια, τα κρεμνούσε, τα ξεκρεμνούσε και παν σ΄ ένα δέντρο είχι ένα όπλο. Όποιος τη ρωτούσι τι κάν΄, με τα΄ όπλο τον σκότωνε.
Αυτός θυμήθκε την πρώτη συμβουλή, να μην είσι περίεργος, και δεν τη ρώτση.
Αυτός θυμήθκε την πρώτη συμβουλή, να μην είσι περίεργος, και δεν τη ρώτση.
Η γναίκα τον φωνάζ και του λέει:
— Όποιος περνάει από δω με ρωτάει τι κάνω με αυτά τα μαντολόγια. Εσύ δεν με ρώτσες κι γλύτωσες τη ζωή σ΄. Πήγαινε λοιπόν στον δρόμο σ΄.
Στο δρόμο, κουράστκε και ξάπλωσε. Ήρθαν τρεις κλέφτες με μουλάρια φουρτουμένα τσουβάλια λίρες. Τον ρώτσαν:
— Τι κάνς εδώ;
— Ξεκουράζομαι, τους λέει αυτός.
— Δεν έρχισαι μαζί μας, να πάμ΄ στουν καφενέ να πιουμ΄ ένα καφέ;
Αυτός θυμήθκε τη δεύτερη συμβουλή και δεν πήγε.
Του λεν τότες οι κλέφτες:
Του λεν τότες οι κλέφτες:
— Αν δεν έρθουμ΄ μέχρι να φέξ΄, τα λεφτά είν΄δκά σ΄.
Έφεξ΄ ο Θεός τη μέρα, οι κλέφτες δεν φάνκαν, φόρτωσ΄ αυτός τις λίρες και τράβηξ΄ για το σπίτι τ΄.
Όταν έφτασε, χτύπησ΄ την πόρτα του σπιτιού τ΄, αλλά η γναίκα τ΄ δεν τουν γνώρσε!
— Φεύγα του λέει, συ δεν εισι άντρας μου. Ο άντρας μ΄ είν΄ στα ξένα.
Τον λυπήθκε όμως και τον έστειλε να κοιμηθεί στον αχυρώνα. Πήγε αυτός να κοιμηθεί εκεί, αλλά ύπνος δεν τον έπιανε.
Κοιτούσε απ΄ το παραθύρ΄ την πόρτα του σπιτιού τ΄ και βλέπ΄ να μπαίν΄ μέσα ένας λεβέντης. Αυτός, μόλις είδε τη σκηνή, παίρνει αμέσως το όπλο του και λέει:
— Αχ η γναίκα μ΄μαζών΄ αλλουνούς. Θα τους σκοτώσω και τους δυό.
Θμήθκε όμως και την τρίτ συμβουλή, να κρατήσ΄το θμό τ΄ για το πρωί και περίμενε το λεβέντη να φύγει.
Όταν το πρωί έφευγε το παλληκάρι, άκουσε να λεει στη γναίκα τ΄:
— Μάνα, τι να φέρω το μεσημέρ΄ να φάμε;
Και άκουσε τη γναίκα τ΄ να δίνει την ευχή τς στο λεβέντη.
— Αχ, αυτό είναι το παιδί μ΄και δεν το γνώρσα, λέει τότες αυτός, και όλο χαρά, τρέχει και τους αγκαλιάζ΄ και τους δυό, τους λέει και τις συμβουλές απ΄ τ΄ αφεντικό τ΄.
Κι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Φάγαν και τις λίρες απ΄ τους ληστές.
No comments:
Post a Comment