ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ
ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ....
ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ....
.
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ : Message in a bottle
.
.
Ζούσε πριν από πολλά χρόνια , σ’ ένα χωριό σκαρφαλωμένο στη ράχη ενός υψώματος, ένας νέος άντρας, περήφανος και ρομαντικός, που αγαπούσε τα γεράκια και τις γυναίκες. Ήταν αγαπητός στους φίλους και τρομερός στους εχθρούς του, δεν τον έσκιαζε τίποτα εκτός από την ίδια του την σκιά, που την έβλεπε να ξεμακραίνει αντί να τον πλησιάζει καθώς τα χρόνια περνούσαν.
Όπως πολλοί από την γενιά του, αποφάσισε να γίνει γερακάρης, χωρίς να φαντάζεται την βαρύτητα που θα αποκτούσε αυτήν του η απόφαση για το μέλλον και την ζωή του. Το έκανε όπως είχε μάθει, με αγάπη για τα άγρια αυτά πουλιά και μεράκι για την καθημερινή τους αναμέτρηση, εξοπλισμένος με υπομονή και καρτερία, με στόχο να πάρει δύναμη από την προσπάθεια της εξημέρωσης. Έτσι ξεκίνησε τη μόνη σχέση του, που δεν βασιζόταν στην υποταγή, μα αντίθετα ήταν άκρα φροντίδα και σεβασμός.
Ήταν σκληρός αλλά δίκαιος, επίμονος και συνάμα τρυφερός με τα γεράκια που έπιανε και εκπαίδευε και σύντομα ανακάλυψε πως ήταν καλός σε αυτό που έκανε. Εκπαίδευε λοιπόν γεράκια για κυνήγι, για να κυνηγούν τα πουλιά στα χωράφια, για να στέλνουν μηνύματα στα κορίτσια και έχαιρε του θαυμασμού και της εκτίμησης της μικρής κοινότητας στην οποία ζούσε.
Τα μάθαινε να κάθονται στο γάντι και στην βάση, προσέχοντας πάντα να είναι σε σκοτεινό , ήσυχο και κλειστό μέρος και συνήθιζε να ξενυχτά μαζί τους την πρώτη μέρα , ώστε να έχει γρηγορότερα αποτελέσματα. Τους μάθαινε να τρώνε το κρέας που τους πρόσφερε ψυχολογώντας κάθε φορά τον μαθητή του και κρατώντας πάντα την ανάσα του την πρώτη φορά, γνωρίζοντας καλά πως η παραμικρή αδεξιότητα μπορεί να το αποτρέψει.
Όταν έφτανε η στιγμή να αφήσει τα γεράκια να πετάξουν ελεύθερα ένιωθε πάντα αγωνία και συγκίνηση. Απέφευγε τις ζεστές ώρες της ημέρας, τα απογεύματα για να μην τους πιάσει η νύχτα, τις βροχερές μέρες και τις μέρες με αέρα. Πριν αφαιρέσει τον σπάγκο συνήθιζε να χτυπάει με το δάχτυλό το ράμφος του γερακιού, ώστε να του υπενθυμίσει την σχέση και την θέση του. Όλα τα γεράκια που είχαν περάσει από τα χέρια του, γυρνούσαν πίσω.
Μετά από λίγο καιρό η εκπαίδευση έγινε ρουτίνα. Δεν είχε σταματήσει να τον συναρπάζει , δεν είχε αρχίσει ακόμα να βαριέται, αλλά είχε αρχίσει να χαλαρώνει λίγο την προσοχή του, όπως οι περισσότεροι, όταν η εμπειρία σκεπάζει το πρωτόγνωρο. Τότε ήρθε στα χέρια του μια κοκκινόουρη γερακίνα.
Από την αρχή η σχέση τους ήταν έντονη , καθώς όλοι οι κανόνες και αυτά που θεωρούσε ως δεδομένα, έπαψαν να ισχύουν. Χρειάστηκε να ξενυχτήσει περισσότερες μέρες μέχρι να καμφθεί η αντίστασή της και να κάτσει στο γάντι. Έμπηγε τα νύχια της στο γάντι και τον τραυμάτισε αρκετές φορές. Ήταν καχύποπτη με το φαγητό και πέρασαν μέρες μέχρι να καταφέρει να την ταΐσει. Κι όλα αυτά αντί να τον εκνευρίζουν , μεγάλωναν την υπομονή και την επιμονή του, ενώ άρχισε να αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ τους.
Αν και ήθελε να καθυστερήσει την στιγμή , που θα την άφηνε να πετάξει ελεύθερη, ο εγωισμός δεν τον άφησε να κάνει πίσω. Έτσι, αφού ακολούθησε την γνωστή διαδικασία, της έβγαλε τον σπάγκο και στάθηκε απέναντί της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και τότε άπλωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του την χτύπησε στο ράμφος. Η γερακίνα τον χτύπησε στο μάτι, τραυματίζοντάς τον, και πέταξε μακριά.
Στην αρχή περίμενε πως θα ξανάρθει σύντομα. Κι ενώ ο καιρός περνούσε, άρχισε να μετανιώνει γιατί δεν κατάλαβε πόσο διαφορετική ήταν, ώστε να προσαρμόσει την συμπεριφορά και την εκπαίδευσή του , και να μην την χάσει. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος, όταν μία μέρα την είδε στο παράθυρό του, ακίνητη και χτυπημένη. Την πήρε τρυφερά στα χέρια του κι εκείνη ακριβώς την στιγμή η γερακίνα ξεψύχησε.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Το γεγονός ότι η γερακίνα επέλεξε να έρθει στο σπίτι του για να πεθάνει, που έδειχνε την αγάπη και την κατηγόρια της για τον ίδιο, τον στοίχειωνε. Την άλλη μέρα ελευθέρωσε όλα του τα γεράκια και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την εκπαίδευσή τους, αν και πάντα τάιζε αυτά που ερχόταν να τον βρουν.
Σύντομα παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Με την μικρή του κόρη, την γερακίνα του όπως την αποκαλούσε, είχε μια ιδιαίτερη σχέση, γεμάτη αντιθέσεις και καυγάδες, που πάντα όμως κατέληγαν σε συγκινητικές συμφιλιώσεις. Δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία του και μοίραζε και στα τρία παιδιά του εξίσου τα χάδια και το ξύλο. Κι ενώ τα δύο μεγαλύτερα δεν αντιδρούσαν ούτε στα φιλιά ούτε στα χαστούκια, η μικρή τον μέλωνε με αγκαλιές και γέλια και την έπιανε θυμός και παράπονο όταν σήκωνε το χέρι.
Όταν έφτασε η μικρή στην εφηβεία, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Οι καυγάδες έγιναν καθημερινή ρουτίνα και έβλεπε τα μάτια της να γυαλίζουν, όταν προσπαθούσε να της σφίξει τα λουριά. Σ’ έναν από εκείνους τους καυγάδες , σήκωσε το χέρι του να την χτυπήσει, έτσι όπως έκανε όταν ήταν παιδί. Η μικρή τον κοίταξε με μίσος και την ένιωσε να σφίγγεται. Ένιωσε αντανακλαστικά τον πόνο στο μάτι, που τον είχε τραυματίσει η γερακίνα τόσα χρόνια πριν και χαμήλωσε το χέρι του. Την πήρε αγκαλιά και μίλησαν ώρα πολλή κι είδε τα μάτια της να ξαστεριάζουν , ενώ του χάιδευε τρυφερά το παλιό σημάδι.
Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ακούγοντας θόρυβο έξω στην αυλή , κοίταξε έξω από το παράθυρό του και είδε την μικρή του κόρη, να επιστρέφει στο σπίτι κρατώντας μια βαλίτσα. Με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, την παρακολούθησε στην συνέχεια να μπαίνει μέσα και να κατευθύνεται πατώντας στις μύτες των ποδιών στο δωμάτιό της.
Τον είδε την ώρα που άνοιγε την βαλίτσα για να βγάλει τα ρούχα και τα υπόλοιπα υπάρχοντά της , που είχε κρυφά μαζέψει. Εκείνη την στιγμή άκουσαν και το θόρυβο στο παραθύρι της. Γυρνώντας και οι δύο προς τα εκεί , είδαν μια κοκκινόουρη γερακίνα να χτυπάει με το ράμφος της το τζάμι. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν είχε κιόλας φύγει μακριά.
Στα χρόνια που πέρασαν δεν αναφέρθηκαν ποτέ σ’ εκείνο το γεγονός. Ο δεσμός τους δεν έσπασε στιγμή και ποτέ δεν αισθάνθηκε πως την έχασε, ούτε κι όταν έφυγε για να πάει στο δικό της σπιτικό. Απέκτησε ένα γιο και όταν μεγάλωσε,τον πήγε στον πατέρα της, ζητώντας να του μάθει την τέχνη του γερακάρη.
Όπως πολλοί από την γενιά του, αποφάσισε να γίνει γερακάρης, χωρίς να φαντάζεται την βαρύτητα που θα αποκτούσε αυτήν του η απόφαση για το μέλλον και την ζωή του. Το έκανε όπως είχε μάθει, με αγάπη για τα άγρια αυτά πουλιά και μεράκι για την καθημερινή τους αναμέτρηση, εξοπλισμένος με υπομονή και καρτερία, με στόχο να πάρει δύναμη από την προσπάθεια της εξημέρωσης. Έτσι ξεκίνησε τη μόνη σχέση του, που δεν βασιζόταν στην υποταγή, μα αντίθετα ήταν άκρα φροντίδα και σεβασμός.
Ήταν σκληρός αλλά δίκαιος, επίμονος και συνάμα τρυφερός με τα γεράκια που έπιανε και εκπαίδευε και σύντομα ανακάλυψε πως ήταν καλός σε αυτό που έκανε. Εκπαίδευε λοιπόν γεράκια για κυνήγι, για να κυνηγούν τα πουλιά στα χωράφια, για να στέλνουν μηνύματα στα κορίτσια και έχαιρε του θαυμασμού και της εκτίμησης της μικρής κοινότητας στην οποία ζούσε.
Τα μάθαινε να κάθονται στο γάντι και στην βάση, προσέχοντας πάντα να είναι σε σκοτεινό , ήσυχο και κλειστό μέρος και συνήθιζε να ξενυχτά μαζί τους την πρώτη μέρα , ώστε να έχει γρηγορότερα αποτελέσματα. Τους μάθαινε να τρώνε το κρέας που τους πρόσφερε ψυχολογώντας κάθε φορά τον μαθητή του και κρατώντας πάντα την ανάσα του την πρώτη φορά, γνωρίζοντας καλά πως η παραμικρή αδεξιότητα μπορεί να το αποτρέψει.
Όταν έφτανε η στιγμή να αφήσει τα γεράκια να πετάξουν ελεύθερα ένιωθε πάντα αγωνία και συγκίνηση. Απέφευγε τις ζεστές ώρες της ημέρας, τα απογεύματα για να μην τους πιάσει η νύχτα, τις βροχερές μέρες και τις μέρες με αέρα. Πριν αφαιρέσει τον σπάγκο συνήθιζε να χτυπάει με το δάχτυλό το ράμφος του γερακιού, ώστε να του υπενθυμίσει την σχέση και την θέση του. Όλα τα γεράκια που είχαν περάσει από τα χέρια του, γυρνούσαν πίσω.
Μετά από λίγο καιρό η εκπαίδευση έγινε ρουτίνα. Δεν είχε σταματήσει να τον συναρπάζει , δεν είχε αρχίσει ακόμα να βαριέται, αλλά είχε αρχίσει να χαλαρώνει λίγο την προσοχή του, όπως οι περισσότεροι, όταν η εμπειρία σκεπάζει το πρωτόγνωρο. Τότε ήρθε στα χέρια του μια κοκκινόουρη γερακίνα.
Από την αρχή η σχέση τους ήταν έντονη , καθώς όλοι οι κανόνες και αυτά που θεωρούσε ως δεδομένα, έπαψαν να ισχύουν. Χρειάστηκε να ξενυχτήσει περισσότερες μέρες μέχρι να καμφθεί η αντίστασή της και να κάτσει στο γάντι. Έμπηγε τα νύχια της στο γάντι και τον τραυμάτισε αρκετές φορές. Ήταν καχύποπτη με το φαγητό και πέρασαν μέρες μέχρι να καταφέρει να την ταΐσει. Κι όλα αυτά αντί να τον εκνευρίζουν , μεγάλωναν την υπομονή και την επιμονή του, ενώ άρχισε να αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ τους.
Αν και ήθελε να καθυστερήσει την στιγμή , που θα την άφηνε να πετάξει ελεύθερη, ο εγωισμός δεν τον άφησε να κάνει πίσω. Έτσι, αφού ακολούθησε την γνωστή διαδικασία, της έβγαλε τον σπάγκο και στάθηκε απέναντί της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και τότε άπλωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του την χτύπησε στο ράμφος. Η γερακίνα τον χτύπησε στο μάτι, τραυματίζοντάς τον, και πέταξε μακριά.
Στην αρχή περίμενε πως θα ξανάρθει σύντομα. Κι ενώ ο καιρός περνούσε, άρχισε να μετανιώνει γιατί δεν κατάλαβε πόσο διαφορετική ήταν, ώστε να προσαρμόσει την συμπεριφορά και την εκπαίδευσή του , και να μην την χάσει. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος, όταν μία μέρα την είδε στο παράθυρό του, ακίνητη και χτυπημένη. Την πήρε τρυφερά στα χέρια του κι εκείνη ακριβώς την στιγμή η γερακίνα ξεψύχησε.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Το γεγονός ότι η γερακίνα επέλεξε να έρθει στο σπίτι του για να πεθάνει, που έδειχνε την αγάπη και την κατηγόρια της για τον ίδιο, τον στοίχειωνε. Την άλλη μέρα ελευθέρωσε όλα του τα γεράκια και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την εκπαίδευσή τους, αν και πάντα τάιζε αυτά που ερχόταν να τον βρουν.
Σύντομα παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Με την μικρή του κόρη, την γερακίνα του όπως την αποκαλούσε, είχε μια ιδιαίτερη σχέση, γεμάτη αντιθέσεις και καυγάδες, που πάντα όμως κατέληγαν σε συγκινητικές συμφιλιώσεις. Δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία του και μοίραζε και στα τρία παιδιά του εξίσου τα χάδια και το ξύλο. Κι ενώ τα δύο μεγαλύτερα δεν αντιδρούσαν ούτε στα φιλιά ούτε στα χαστούκια, η μικρή τον μέλωνε με αγκαλιές και γέλια και την έπιανε θυμός και παράπονο όταν σήκωνε το χέρι.
Όταν έφτασε η μικρή στην εφηβεία, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Οι καυγάδες έγιναν καθημερινή ρουτίνα και έβλεπε τα μάτια της να γυαλίζουν, όταν προσπαθούσε να της σφίξει τα λουριά. Σ’ έναν από εκείνους τους καυγάδες , σήκωσε το χέρι του να την χτυπήσει, έτσι όπως έκανε όταν ήταν παιδί. Η μικρή τον κοίταξε με μίσος και την ένιωσε να σφίγγεται. Ένιωσε αντανακλαστικά τον πόνο στο μάτι, που τον είχε τραυματίσει η γερακίνα τόσα χρόνια πριν και χαμήλωσε το χέρι του. Την πήρε αγκαλιά και μίλησαν ώρα πολλή κι είδε τα μάτια της να ξαστεριάζουν , ενώ του χάιδευε τρυφερά το παλιό σημάδι.
Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ακούγοντας θόρυβο έξω στην αυλή , κοίταξε έξω από το παράθυρό του και είδε την μικρή του κόρη, να επιστρέφει στο σπίτι κρατώντας μια βαλίτσα. Με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, την παρακολούθησε στην συνέχεια να μπαίνει μέσα και να κατευθύνεται πατώντας στις μύτες των ποδιών στο δωμάτιό της.
Τον είδε την ώρα που άνοιγε την βαλίτσα για να βγάλει τα ρούχα και τα υπόλοιπα υπάρχοντά της , που είχε κρυφά μαζέψει. Εκείνη την στιγμή άκουσαν και το θόρυβο στο παραθύρι της. Γυρνώντας και οι δύο προς τα εκεί , είδαν μια κοκκινόουρη γερακίνα να χτυπάει με το ράμφος της το τζάμι. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν είχε κιόλας φύγει μακριά.
Στα χρόνια που πέρασαν δεν αναφέρθηκαν ποτέ σ’ εκείνο το γεγονός. Ο δεσμός τους δεν έσπασε στιγμή και ποτέ δεν αισθάνθηκε πως την έχασε, ούτε κι όταν έφυγε για να πάει στο δικό της σπιτικό. Απέκτησε ένα γιο και όταν μεγάλωσε,τον πήγε στον πατέρα της, ζητώντας να του μάθει την τέχνη του γερακάρη.
Αναρτήθηκε από Little Red Riding Hood στις 2:25 πμ
No comments:
Post a Comment