«Καὶ τί ἔκανες ὅλο τὸ καλοκαίρι; Πῶς τὰ κατάφερες νὰ μείνεις χωρὶς σιτάρι;» τὸν ρώτησε ὁ μέρμηγκας.
Ὁ μέρμηγκας ἀπολάμβανε, μέσα στὸν ἄγριο χειμώνα, τὸ σιτάρι ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὸ καλοκαίρι. |
«Ἐ, ἀφοῦ τραγούδησες καλά-καλὰ, ἦρθε κι ἡ ὥρα νὰ χορέψεις!» εἶπε γελώντας ὁ μέρμηγκας κι ἔκρυψε τὸ σιτάρι πιὸ βαθιὰ στὴ φωλιά του.
Και στην αρχαία μας γλώσσα...
ΜΥΡΜΗΞ ΚΑΙ ΤΕΤΤΙΞ.
Μύρμηξ τις ὥρᾳ χειμῶνος ὃν θέρους συνήγαγε σῖτον καθ᾿ ἑαυτὸν ἤσθιεν. Ὁ δὲ τέττιξ προσελθὼν αὐτῷ ᾐτεῖτο μεταδοθῆναι αὐτῷ ἐκ τῶν αὐτοῦ σιτίων. Ὁ δὲ μύρμηξ ἔφη πρὸς αὐτόν:
«Καὶ τί ἄρα πράττων διετέλεις ἐφ᾿ ὅλῳ τῷ τοῦ θέρους καιρῷ, ὅτι μὴ συνέλεξας σῖτον ἑαυτῷ εἰς διατροφήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ ἀντέφησεν αὐτῷ ὡς:
«Τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην».
Τῇ γοῦν τοιαύτῃ τοῦ τέττιγος ἀποκρίσει ὁ μύρμηξ ἐπιγελάσας, τὸν ἑαυτοῦ σῖτον τοῖς ἐνδοτέροις τῆς γῆς μυχοῖς ἐναπέκρυψε καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεφθέγξατο ὡς:
«Ἐπεὶ τότε ματαίως ἐμελώδεις, νυνὶ λοιπὸν ὁρχήσασθαι θέλησον».
«Καὶ τί ἄρα πράττων διετέλεις ἐφ᾿ ὅλῳ τῷ τοῦ θέρους καιρῷ, ὅτι μὴ συνέλεξας σῖτον ἑαυτῷ εἰς διατροφήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ ἀντέφησεν αὐτῷ ὡς:
«Τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην».
Τῇ γοῦν τοιαύτῃ τοῦ τέττιγος ἀποκρίσει ὁ μύρμηξ ἐπιγελάσας, τὸν ἑαυτοῦ σῖτον τοῖς ἐνδοτέροις τῆς γῆς μυχοῖς ἐναπέκρυψε καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεφθέγξατο ὡς:
«Ἐπεὶ τότε ματαίως ἐμελώδεις, νυνὶ λοιπὸν ὁρχήσασθαι θέλησον».
Οὗτος παρίστησι τοὺς ὀκνηρούς τε καὶ ἀμελεῖς καὶ τοὺς ἐν ματαιοπραγίαις διάγοντας κἀντεῦθεν ὑστερουμένους.
πηγή
Και για τα μικρά χαμομηλάκια
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας μικρούλης τζίτζικας, πολύ φωνακλάς. Όλο το καλοκαίρι δε σταματούσε να τραγουδάει.
— Τζι τζι τζι τζι τζι! έκανε χωρίς σταματημό.
Πόσο του άρεσε να κολλάει πάνω στα κλαδιά των δέντρων και να γεμίζει με τη φωνούλα του τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού! Κι όσο πιο πολλή ζέστη έκανε, τόσο πιο δυνατά τραγουδούσε.
Τραγουδούσε συνέχεια. Δεν έκανε τίποτε άλλο.
Κι εκεί που καθόταν στα κλαδιά, έβλεπε στους κορμούς των δέντρων ατελείωτη στρατιά από μυρμήγκια που ανεβοκατέβαιναν κουβαλώντας σποράκια. Ίδρωναν από τη ζέστη, ξεφυσούσαν, κοκκινιζαν, αλλά δε σταματούσαν λεπτό τη δουλειά τους.
Μια μέρα, που ο τζίτζικας τραγουδούσε και πάλι ανέμελα σ΄ένα κλαδί, είδε ένα μυρμήγκι που είχε σταματήσει να σκουπίσει τον ιδρώτα του.— Τι κάνεις, μυρμηγκάκι μου; το ρώτησε— Δε βλέπεις τι κάνω; Μαζί με τα αδελφάκια μου δουλεύουμε. Κουβαλάμε στις φωλιές μας τις προμήθειες για το χειμώνα.— Το καλοκαίρι το έφταξε ο Θεός για να ξεκουραζόμαστε και να διασκεδάζουμε! φώναξε ο τζίτζικας. Παράτα τις δουλειές κι έλα παρέα μου να τραγουδήσυμε ως το πρωϊ.— Λάθος! είπε το μυρμήγκι. Το καλοκαίρι βρίσκουμε τροφή για το χείμωνα, αλλιως είμαστε χαμένοι. Το ίδιο να κάνεις κι εσύ. Ποιος θα σε βοηθήσει το χειμώνα μου λες;— Ο χειμώνας είναι μακριά, απάντησε ο τζίτζικας. Τώρα έχουμε καλοκαίρι. Τραγούδι και ανεμελιά!
Το μυρμήγκι κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε το δρόμο για τη φωλιά του.
Ο τζίτζικας συνέχισε να τραγουδάει και να απολαμβάνει το ζεστό ήλιο.— Τζι τζι τζι τζι τζι, χαζούλι μυρμηγκάκι μου εσύ, τις δουλειές παράτα, σε παρακαλώ, πιάσε το τραγούδι και το χορό!
Το μυρμήγκι κοντοστάθηκε ακούγοντας το τραγούδι του τζίτζικα. Μετά, συνέχισε το δρόμο του χαμογελώντας.
*Αχ, άμυαλε τζίτζικα*, σκέφτηκε.
*Στάσου να έρθει ο χειμώνας και θα δεις!*
Και πραγματικά, το καλοκαίρι δεν έμεινε για πάντα.
Ήρθε το φθινόπωρο και μετά ο χειμώνας ο βαρύς.
Τα κλαδιά των δέντρων απέμειναν γυμνά. Ολόκληρη η πλάση σκεπάστηκε με χιόνι. Τροφή δεν υπήρχε πουθενά.
Το στομάχι του τζίτζικα γουργούριζε συνέχεια. Φαγητό δεν έβρισκε πουθενά! Πεινούσε σα λύκος. Και τότε σκέφτηκε το μυρμηγκάκι και χτύπησε την πόρτα της φωλιά του.— Εσύ δεν είσαι ο τραγουδιστής του καλοκαιριού; είπε το μυρμήγκι που τον θυμήθηκε.
Που μου έλεγες πως πρέπει να τεμπελιάζω;— Ναι, μυρμηγκάκι μου καλό, απάντησε ο τζίτζικας.
Αλλά τώρα πεινάω. Με το τραγούδι δε βρήκα χρόνο να μαζέψω τίποτα για το χειμώνα. Σε παρακαλώ δώσε μου λίγα σποράκια.— Πιξ' το πάλι στο τραγούδι. Που ξέρεις; Μπορεί να σου κόψει την πείνα! είπε το μυρμήγκι και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα της φωλιά του.
Και ο τραγουδιστής ο τζίτζικας γύρισε στη φωλιά του πεινασμένος, δίχως να γνωρίζει τι να πράξει. Το μόνο που γνώρισε και μάλιστα καλά ήταν πόσο δίκιο είχε το μυρμηγκάκι...
Πόσο του άρεσε να κολλάει πάνω στα κλαδιά των δέντρων και να γεμίζει με τη φωνούλα του τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού! Κι όσο πιο πολλή ζέστη έκανε, τόσο πιο δυνατά τραγουδούσε.
Τραγουδούσε συνέχεια. Δεν έκανε τίποτε άλλο.
Κι εκεί που καθόταν στα κλαδιά, έβλεπε στους κορμούς των δέντρων ατελείωτη στρατιά από μυρμήγκια που ανεβοκατέβαιναν κουβαλώντας σποράκια. Ίδρωναν από τη ζέστη, ξεφυσούσαν, κοκκινιζαν, αλλά δε σταματούσαν λεπτό τη δουλειά τους.
Μια μέρα, που ο τζίτζικας τραγουδούσε και πάλι ανέμελα σ΄ένα κλαδί, είδε ένα μυρμήγκι που είχε σταματήσει να σκουπίσει τον ιδρώτα του.— Τι κάνεις, μυρμηγκάκι μου; το ρώτησε— Δε βλέπεις τι κάνω; Μαζί με τα αδελφάκια μου δουλεύουμε. Κουβαλάμε στις φωλιές μας τις προμήθειες για το χειμώνα.— Το καλοκαίρι το έφταξε ο Θεός για να ξεκουραζόμαστε και να διασκεδάζουμε! φώναξε ο τζίτζικας. Παράτα τις δουλειές κι έλα παρέα μου να τραγουδήσυμε ως το πρωϊ.— Λάθος! είπε το μυρμήγκι. Το καλοκαίρι βρίσκουμε τροφή για το χείμωνα, αλλιως είμαστε χαμένοι. Το ίδιο να κάνεις κι εσύ. Ποιος θα σε βοηθήσει το χειμώνα μου λες;— Ο χειμώνας είναι μακριά, απάντησε ο τζίτζικας. Τώρα έχουμε καλοκαίρι. Τραγούδι και ανεμελιά!
Το μυρμήγκι κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε το δρόμο για τη φωλιά του.
Ο τζίτζικας συνέχισε να τραγουδάει και να απολαμβάνει το ζεστό ήλιο.— Τζι τζι τζι τζι τζι, χαζούλι μυρμηγκάκι μου εσύ, τις δουλειές παράτα, σε παρακαλώ, πιάσε το τραγούδι και το χορό!
Το μυρμήγκι κοντοστάθηκε ακούγοντας το τραγούδι του τζίτζικα. Μετά, συνέχισε το δρόμο του χαμογελώντας.
*Αχ, άμυαλε τζίτζικα*, σκέφτηκε.
*Στάσου να έρθει ο χειμώνας και θα δεις!*
Και πραγματικά, το καλοκαίρι δεν έμεινε για πάντα.
Ήρθε το φθινόπωρο και μετά ο χειμώνας ο βαρύς.
Τα κλαδιά των δέντρων απέμειναν γυμνά. Ολόκληρη η πλάση σκεπάστηκε με χιόνι. Τροφή δεν υπήρχε πουθενά.
Το στομάχι του τζίτζικα γουργούριζε συνέχεια. Φαγητό δεν έβρισκε πουθενά! Πεινούσε σα λύκος. Και τότε σκέφτηκε το μυρμηγκάκι και χτύπησε την πόρτα της φωλιά του.— Εσύ δεν είσαι ο τραγουδιστής του καλοκαιριού; είπε το μυρμήγκι που τον θυμήθηκε.
Που μου έλεγες πως πρέπει να τεμπελιάζω;— Ναι, μυρμηγκάκι μου καλό, απάντησε ο τζίτζικας.
Αλλά τώρα πεινάω. Με το τραγούδι δε βρήκα χρόνο να μαζέψω τίποτα για το χειμώνα. Σε παρακαλώ δώσε μου λίγα σποράκια.— Πιξ' το πάλι στο τραγούδι. Που ξέρεις; Μπορεί να σου κόψει την πείνα! είπε το μυρμήγκι και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα της φωλιά του.
Και ο τραγουδιστής ο τζίτζικας γύρισε στη φωλιά του πεινασμένος, δίχως να γνωρίζει τι να πράξει. Το μόνο που γνώρισε και μάλιστα καλά ήταν πόσο δίκιο είχε το μυρμηγκάκι...
(Μύθοι Αισώπου από Modern Times)
No comments:
Post a Comment