Sunday, 3 March 2013

Η Παραβολή του Ασώτου Υιού

Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους. Όταν ο μικρότερος αποφάσισε να φύγει από το σπίτι του εύπορου πατέρα του, του ζήτησε το μερίδιο που του αντιστοιχούσε. Εκείνος μοίρασε την περιουσία και τον άφησε να φύγει. Ο γιος ξόδεψε όλα του τα χρήματα κάνοντας άσωτη ζωή, και για κακή του τύχη τότε έπεσε πείνα στην χώρα εκείνη. Έτσι έγινε εργάτης κάποιου, ο οποίος τον έβαλε να βοσκεί χοίρους, πράγμα αρκετά προσβλητικό. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, και κανένας δεν του ‘δινε. Τελικά είπε «Πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω:
»Πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ’ εσένα· δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου»». 
Έτσι, ξεκίνησε να πάει στον πατέρα. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του, του είπε να τον κρατήσει για εργάτη του, μα ο πατέρας του ζήτησε από τους δούλους να φέρουν στολή, υποδήματα και δαχτυλίδι. Έπειτα, τους ζήτησε να σφάξουν ένα καλοθρεμμένο μοσχάρι και να το φέρουν για να το φάνε. Ο πατέρας τότε είπε «γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Όταν το είδε αυτό ο μεγάλος γιος θύμωσε και δεν θέλησε να μπει μέσα. Εκείνη τη στιγμή βγήκε έξω ο πατέρας του και τον παρακαλούσε να μπει μέσα αλλά εκείνος του είπε ότι ποτέ για αυτόν δεν έσφαξε ένα κατσίκι για να το διασκεδάσει με τους φίλους του, αλλά όταν ήρθε αυτός έσφαξε το καλοθρεμμένο μοσχάρι.
Ο πατέρας του του απάντησε «Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι και δικά σου. Έπρεπε όμως να χαρούμε και να ευχαριστηθούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki