στις 2 Νοεμβρίου 1911.
Άξιον Εστί:
Απαρτίζεται από τρία τμήματα. Τη «Γένεση», τα «Πάθη» και το «Δοξαστικό». Η σύνθεση του ποιήματος είναι διαρθρωμένη πάνω στα μέρη της Θείας Λειτουργίας. Αποδίδεται με θαυμαστό τρόπο η ατομική και η συλλογική μοίρα.
Ο ποιητής κατορθώνει να συγκεράσει και να εκφράσει ατομικά και συλλογικά πάθη, μέσα από έναν ποιητικό λόγο στον οποίο ακούγονται καθαρά οι φωνές της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της νεότερης παράδοσης. Διακρίνονται, και στην γλώσσα και στην μορφή, επιρροές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τον Ερωτόκριτο, τους εκκλησιαστικούς ύμνους (και κυρίως αυτούς του Ρωμανού του Μελωδού), τον Σολωμό και τον Κάλβο, το δημοτικό τραγούδι, τον Παπαδιαμάντη και τον Μακρυγιάννη.
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Υπήρξε μία από τις κορυφαίες ποιητικές δημιουργίες του Ελύτη, το έργο με το οποίο απέκτησε σημαίνουσα θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο».Εκδόθηκε το 1959 και το 1963 μελοποιήθηκε εμπνευσμένα από το Μίκη Θεοδωράκη.
Άξιον Εστί:
περισσότερα εδώ
Τα Πάθη (της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Το δέκατο άσμα των Παθών απευθύνεται σ’ ένα θήλυ “εσύ” (σύνθεση Παναγίας, Ελλάδας και Μάνας) με έφηβη διαφάνεια Κόρης. Ο ταυτισμός αυτός του δέκτη δικαιολογείται από τον ταυτισμό του πομπού, όπως σ’ όλα τα άσματα. Το περιεχόμενο όμως του άσματος έχει προσωπικότερη προέκταση. Είναι μια εξομολόγηση.
Αυτός είναι που έζησε την έξαψη της αγάπης, που έζησε τη χαρά της μυστικής πείρας και που κατελύθη ή ύλη του σ’ αυτό το σκοπό, δηλαδή ν’ αναλωθεί η ζωή του στην υπηρεσία του ανθρώπου. Τον πολέμησαν με ότι όπλα είχαν ισχυρά στη διάθεση τους (ο ναυτικός όρος μπομπάρδες τρικάταρτες , που μας μεταφέρει στην επανάσταση του 1821, προσδίδει το ιθαγενές στίγμα), γιατί είχε μια αγάπη, μια κατάφαση της χαράς της ζωής.
Ένα συγκεκριμένο καλοκαίρι ένιωσε βαθιά μέσα στην ψυχή του την πρόσκληση του έρωτος και μέσα του η μέχρι τότε άγνωρη ζωή φωτίστηκε από ένα καινούργιο φως. Κι από τότε όλες οι κατάρες, οι προαιώνιες, Ερινύες του φθόνου, άρχισαν τον κατατρεγμό του: όποιος ακολουθεί το μήνυμα της αγάπης είναι καταδικασμένος να ζει δίπλα στο αίμα και στη σκληρότητα της ζωής. Κι έτσι ο ποιητής, ταυτίστηκε με τη μοίρα του τόπου του. `Ετσι κι αυτός μεγάλωσε μέσα στα βράχια του και τον προαιώνιο φόνο. Το αίμα, που έχυσε ο Κάιν, το πολεμά με το φως της αγάπης.
ΜΟΡΦΗ
Το δέκατο άσμα αποτελείται από πέντε στροφές και κάθε στροφή από τέσσερις στίχους. Ο τελευταίος στίχος είναι κοινός (επωδικός). Έχουμε κι εδώ δηλαδή ένα είδος μπαλάντας. Κάθε στίχος χωρίζεται σε δυο ημιστίχια με το κόσμημα. ο τρίτος όμως στίχος στο δεύτερο ημιστίχιο συνοδεύεται από ένα δρασκέλισμα που δημιουργεί ένα ψευδόστιχο και μάλιστα με κόσμημα προ αυτού. μετρικά όπως και νοηματικά ανήκει στον τρίτο στίχο.
Οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής, όπως και ο τέταρτος επωδικός, είναι τροχαϊκοί, ο τρίτος, με τον ψευδόστιχο μαζί, είναι αναπαιστικός.
Εκφραστικά μέσα:
Ομοιοτέλευτο (αίματα - νοτιά, Μητέρα, πορφύρωσαν - καρτέρεσαν, σκιάσανε - ρίξανε, ανθρώπων - Αμάραντο, κι εγώ - Αμάραντο, Αμαρτία μου - σπλάχνα μου καταπάνω μου, αίμα - πέτρα, ομοιώθηκα - μεγάλωσα - άνθισα, ξεπληρώνω - Αμάραντο)
Παρήχηση (ανείδωτες - οξειδώθηκα, φονιάδων - φως).
Αντίθεση (αίματα πορφύρωσαν - χαρές σκιάσανε, των φονιάδων το αίμα - με φως ξεπληρώνω)
Ομοιοκαταληξία (ρίξανε - μισανοίξανε, στιγμή - να ζει)
Αναφώνηση (Όπου σ’ είδε κτλ.).
Εσωτερική Ομοιοκαταληξία (ζωή - στιγμή).
Προσωποποίηση (των αιώνων όργητες, ξεφωνίζοντας).
Σχόλια
Μακρινή Μητέρα, Ρόδο μου Αμάραντο
Η Παναγία από τον Ακάθιστο `Υμνο: “Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα”.
Μαζί με τη φωνή του Ελύτη συνήχουν κι άλλες φωνές: Του Δ. Σολωμού, του Κ. Παλαμά, του Γ. Σεφέρη.
Λέξεις
ανείδωτες = αόρατες, αθέατες, πρωτοεμφανιζόμενες
οξειδώθηκα = σκούριασα, γέρασα, ανάλωσα τη ζωή μου
σκιάζω = καλύπτω
των αιώνων οι όργητες = οι κατάρες, οι προαιώνιες Ερινύες.
Περίληψη
Ο Ελύτης απευθύνεται στη μακρινή Μητέρα (Παναγία, Ελλάδα, Μάνα) που μοιάζει με αιώνια έφηβη. Την αγάπησε, αλλά ξόδεψε τη ζωή του, γέρασε μέσα στην καταλυτική επίδραση της επικοινωνίας των ανθρώπων. Τον πολέμησαν γι’ αυτή του την αμαρτία με όλα τα μέσα. Όταν την γνώρισε κάποιο Ιούλιο η ζωή του φωτίστηκε. Κι όμως του καταράστηκαν σαν αγαπά να ζει στο αίμα και σκληρά. Κι έτσι ακολούθησε τη μοίρα της πατρίδας του την ίδια πορεία, με την ανθρώπινη της, σκληρή ζωή και αίμα, αλλά το αίμα το πολεμά με την αγάπη.
Πόσο ταιριάζουν οι στίχοι με τους αγώνες,τα πάθη και τον πόνο της Κύπρου! Ακόμα και η προφητική του αναφορά στον Ιούλιο, κάποτε..
ReplyDelete