Friday, 28 August 2015

Κουβέντες που δε λησμονιούνται - Εγώ και ο κυρ-Λεωνίδας

Η δικτατορία των Συνταγματαρχών, της 21ης Απριλίου 1967, με βρήκε να υπηρετώ δάσκαλος στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Τούμπας Αιγιαλείας.
Μικρό χωριουδάκι. Οι κάτοικοί του ασχολιόταν κυρίως με σταφιδοκαλλιέργεια, είχαν και καλή παραγωγή σε λεμονοπορτόκαλα και ελαιόλαδο.
Οι μαθητές μου ήταν όλοι-όλοι μια δεκαπενταριά, αλλά σε όλες τις τάξεις. Δούλευα με κέφι και όρεξη, προσπαθούσα η προσφορά μου στους μαθητές μου να είναι ποιοτικά και ποσοτικά όσο γινόταν πιο ικανοποιητική. Οι μαθητές μου με αγαπούσαν και με σέβονταν. Οι γονείς τους επίσης με αγαπούσαν και μ’ εκτιμούσαν. Με όλους τους κατοίκους είχα άριστες διαπροσωπικές σχέσεις χωρίς να κάνω καμιά διάκριση. Έτσι περνούσα το χρόνο μου ευχάριστα και πολύ ήρεμα.

Όμως η Χούντα των Συνταγματαρχών ήρθε να μου διαταράξει την ηρεμία μου. Ήμουνα υποχρεωμένος πια, παρά τη θέλησή μου, να είμαι «προσεχτικός», να κάνω διακρίσεις σχετικά με τη συναναστροφή μου με τους κατοίκους του χωριού.

Με βάραινε βλέπεις το κληρονομικό «αμάρτημα» του πατέρα μου που έκανε αποχή στο δημοψήφισμα του 1946! Δε φτάνει που το πλήρωσε ο ίδιος με 7 μήνες κρατούμενος στην Τρίπολη, υπήρχε το ενδεχόμενο να το πληρώσω κι εγώ αν τους έδινα έστω μια μικρή αφορμή!
Υπήρχε βέβαια και κείνο το περιστατικό που απειλήθηκα από τον Διοικητή των ΤΕΑ επειδή έτυχε να παραβρεθώ σε μια επίσκεψη που έκανε στο χωριό που υπηρετούσα ο Ζαΐμης Φωκίων Φωτήλας, όπως αναλυτικά το περιγράφω σε άλλο μου κείμενο.

Αναγκαζόμουν να κάνω ομιλίες «κατ’ εντολήν» σε συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού, στις οποίες να εξυμνώ το νόημα της 21ης Απριλίου και να τονίζω «τα επιτεύγματα της Επαναστατικής Κυβερνήσεως». Θυμάμαι που, με τη λήξη της ομιλίας, πολλοί που ήταν βέβαιοι ότι αυτά που έλεγα δεν τα πίστευα, χαιρετώντας με, με τρόπο μου ψιθύριζαν: «Αν τόλμαγες ας τα ’λεγες και διαφορετικά».
 

Θυμάμαι, αρχές Οκτωβρίου 1968, με το πέσιμο του ήλιου, καθόμουν όρθιος στην πόρτα του Σχολείου, κάπνιζα και περίμενα να περάσει κάποιος ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες, έτσι να σπάσει η μονοτονία της μοναξιάς.
Να σου και ξαναφαίνει ο κυρ Λεωνίδας ο Μαϊμανής, καβάλα στο γάιδαρό του. Ερχόταν από τα σταφιδάμπελά του φέρνοντας και ένα δεμάτι αμπελόφυλλα για την κατσίκα του. Ήταν ένας από τους πεντέξι αριστερούς που είχαν συλληφθεί και είχαν κρατηθεί από τα όργανα της «Επαναστάσεως». Είχα μαθήτρια την μονάκριβη κόρη του Ευδοκία.
- Γεια σου, Δάσκαλε.
- Γεια σου, κυρ Λεωνίδα.
- Δάσκαλε, πάμε απάν’ εκεί στο σπίτι, κάτι θα βρεθεί να τσιμπήσουμε και να πιούμε και καμιά ποτηριά κρασί.

 Εδώ σε θέλω, εδώ πρέπει να είσαι ετοιμόλογος.

- Ευχαριστώ πολύ, κυρ Λεωνίδα, ευχαριστώ, μόλις τσίμπησα.

Μετά από δυο-τρείς μέρες, με τον ίδιο τρόπο, ίδια η πρόσκληση από τον κυρ Λεωνίδα.

- Δάσκαλε, είπα της γυναίκας να μου έχει έτοιμες τηγανιτές αγκινάρες με αυγά ομελέτα, που είναι ό,τι πρέπει για κρασάκι, θα μου κάνεις παρέα;
- Ευχαριστώ, κυρ Λεωνίδα, ευχαριστώ πολύ μόλις έσβησα τη γκαζιέρα, μη με παραξηγήσεις.


Εννοούσα ότι μόλις είχα μαγειρέψει, μόλις είχα τελειώσει κι έσβησα τη γκαζιέρα, την οποία χρησιμοποιούσα για μαγείρεμα. Λειτουργούσε με φυτίλι και πετρέλαιο.
Μετά από πεντέξι μέρες, την ίδια ώρα περίπου, να σου πάλι ο κυρ Λεωνίδας. Ήταν το πέρασμά του.

- Δάσκαλε, είναι η Τρίτη φορά που σου το λέω, ψωμί και κρεμμύδι έχω, που λέει ο λόγος.
- Κυρ Λεωνίδα, άσε να χειμωνιάσει, τότε αξίζει να πιάνουμε το τζάκι και να το απολαμβάνουμε, ενώ τώρα να πάμε να κλειστούμε μέσα με αυτόν τον ωραίο καιρό…
- Μα, λες, θα έχουν φύγει μέχρι που να χειμωνιάσει…. η απάντησή του.

Χαμογέλασε αυτός, χαμογέλασα κι εγώ, τηράξαμε γύρω μας μη μας είδε, μη μας άκουσε κάποιος, αυτός προχώρησε για το σπίτι του, εγώ μπήκα μέσα, προχώρησα στην κουζινίτσα, άναψα τη γκαζιέρα να φτιάξω δυο αυγά «μάτια» για το βραδινό μου…


Γράφει ο Παλιοπυργήσιος
mygdalia

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki