Monday 23 October 2023

Σα τα κρασιά 'ναι οι αθρώποι...

Βράδιασε για τα καλά στο ορεινό χωριό, έπεσε η νύχτα η αυγουστιάτικη και η κυρά της νυχτιάς φεγγαρόλουζε την πλάση.
Ωραία η ώρα αυτή, η ώρα που όλα γαληνεύουν.
«Βάλε μεζέ και έλα να πιούμε και να τα πούμε», είπε και ακούμπησε στο τραπέζι επιδεικτικά και με καμάρι, μια ιδρωμένη καράφα με κόκκινο, κρασί. 
Απίθωσε το χοντρό του σακάκι, φορεμένο ανάρριχτα κατά το συνήθειο των τζομπάνηδων, σε μια καρέκλα και στρογγυλοκάθισε στην άλλη.
Ήρθε το πιατάκι με τα μεζεδάκια, κέρασε ο μπάρμπα-Νώντας το μπρούσκο στα ποτηράκια και σώπασε.

«Το κρασί υπέροχο, από τ' αμπέλι σου είναι; Γλυκόπιοτο και ό,τι πρέπει γι' αυτή την ώρα», είπε η "ξένη", για να σπάσει τη σιωπή. Αμίλητος ο Επαμεινώντας, η "αλογόμυγα"...
Έτσι τον είχε βαφτίσει μέσα της, μιας και όλο το χωριό την είχε πληροφορήσει ότι στασό δεν έχει, ότι το μόνο που κάνει είναι να τους συγχύζει με κάτι ακαταλαβίστικα που τους έλεγε, που τους ρώταγε συνέχεια, ολημερίς και ολονυχτίς.
Κάτι θέλει να μου πει, δεν υπάρχει περίπτωση, σκέφτηκε η "πρωτευουσιάνα"
«Έλα αρχίνα» του είπε, «κάτι καινούργιο έχεις από μέσα σου να βγάλεις...»

    «Σα τα κρασιά είν' οι αθρώποι...
Οι γονέοι είναι φυτευτάδες, Εσύ, να πούμε... Φύτεψες τα κλήματά σου, κατάλαβες τι λέω, έτσι δεν είναι;
Τα κληματάκια σου τον έχουνε πάρει τον ύπνο μέσα 
για καλά, καλιώρα τους...
Τα ποτίζεις, τα περιποιγιέσαι, τα κορφολογάς, τα κλαδεύεις, ξεβοτανίσεις κάθε τόσο το χώμα 'ποκάτω τους... και όλ' αυτά στην ώρα τους... και  περιμένεις να πάρεις κρασί, καλό κρασί, σαν έρθει η ώρα, σα θα μεστώσουνε. 
Έτσι κάνεις, όπως εγώ στ' αμπέλι μου...»
Πάλι σώπασε για καμπόση ώρα ο Νώντας, ο αγράμματος θυμόσοφος του ορεινού χωριού που 'ναι χωμένο σε μια κλεισούρα του Μαινάλου.
«Μετά, πώς θα το τρυγίσεις (π
ήρε φόρα ο τζομπάνης) σε τι βαγένι θα το βάλεις... που θα τ' απιθώσεις και για πόσο....
Θέλει χρόνο, χρόνο το καλό κρασί για να γενεί... χρόνο και πομονή

Και σε τρώνε μέσα εδώ, στα φυλλοκάρδια, οι έγνοιες:  
Θα βρέξει όντας πρέπει άραγες;
Θα 'ναι ο καιρός ζεστός, θα 'ναι ο πρεπούμενος;
Μη και πέσει περονόσπορος, σα που θυμάμαι στα μικράτα μου -Θιός φυλάξοι-;

Και 'ρχεται η ώρα η καλή να πάρεις το κρασί.
Σα τα κρασιά 'ναι οι αθρώποι...
Άλλη γεύση, άλλη θωριά, άλλες χάρες, άλλα κουσούρια ο καθένας.
Βλέπεις κάποιονα... χαλασμένο κρασί τονε λες, αυτό που το πετάς...
Μεστό μπρούσκο ο άλλος, να τόνε χαίρεται η ψυχή σου
Μοσχοφίλερο η καλή γειτόνισσα, με τον καλό λόγο για τον καθένα.
Ξινισμένο η παραδίπλα η φτονερή, η αγέλαστη...

Πολλών ειδώνε τα κρασά, σα τους ανθρώπους.
Στυφό αυτό, αλλά γλυκόπιοτο
Διαμάντι στο χρώμα το άλλο, μα στη γεύση να το φτύσεις, άμεστο κι αγίνωτο.
Αψύ το άλλο, σαν το καλοπιείς παίρνεις φωτιά, μπουρλότο γίνεσαι, θέλει τη ρέγουλά του...

Και σαν τα κρασιά έτσι και οι αθρώποι δεν ταιργιάζουνε με όλα τα φαγιά... το καθένα πάει και μ' άλλο. Να, τούτο δω που σου 'φερα δεν έναι για τα ψαρικά. Τα χαλάει και χαλιέται και δαύτο...

Άκου με που σου τα λέω και βάλε το καλά μες στο τσερβέλο σου, συ που 'σαι μικρομάνα:
Σα τα κρασά 'ναι οι αθρώποι
Έτσι κάνεις, όπως εγώ στ' αμπέλι μου. 
Και συ, σα και μένανε, ίδια τα ανατρέφεις τα κληματάκια σου, μα αλλότερο κρασί θα γένει το καθένα. Η έγνοια σου να 'ναι τα τέσσερά σου τα κρασιά να γένουνε καλά, καλόπιοτα, και να μοσχοβολάνε...

Και... μάθε τα από τώρα, τα κούτσικα... όποιο καλό κρασί κι αν γένουνε να του ρίχνουνε και λίγο νεράκι μέσα πότε πότε...
Δύσκολη 'ναι η δουλειά σου απ' τη δικιά μου πιότερο...
Άιντε και φχαριστώ για το μεζέ και π' άκουσες τις παλαβομάρες μου.»

«Καλό ξημέρωμα μπάρμπα-Νώντα...»

    Έρριξε πάνω του το χοντροσάκακο και ροβόλησε τον κατήφορο.
Και με βρήκε η αυγή να ανασκαλεύω τα λόγια του, που σε κανένα βιβλίο δεν τα διάβασε και που τώρα τα γράφω για να τιμήσω τη μνήμη του Επαμεινώντα, της δικιά μου "αλογόμυγας"...

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki