Στην αρχαία Ρώμη δεν υπήρχε μενού. Υπήρχε πείνα. Και εκεί, στις φτωχικές εστίες των απλών ανθρώπων, γεννήθηκε μια σούπα χωρίς συνταγή. Έριχνες στο καζάνι ό,τι είχες: λάχανο, ρεβίθια, φασόλια, λίγο σκόρδο, κρεμμύδι, κάνα κομμάτι καρότο, αν υπήρχε.
Κι αν όχι, απλώς λίγο νερό και φακές. Το έλεγαν pulte, ένας χυλός από αλεύρι και νερό, ενισχυμένος με ό,τι περίσσευε.
Ήταν το φαγητό της επιβίωσης, της ανάγκης, της φτώχειας.
Οι Ρωμαίοι το αναβάθμισαν με τον καιρό. Έφτιαξαν τη δική τους εκδοχή, τη polus. Έριχναν μέσα φάβα, φάρο, ρεβίθια, σκόρδο, μυρωδικά. Και κάποτε και λίπος ή κρασί, για να αποκτήσει γεύση.
Οι Ρωμαίοι το αναβάθμισαν με τον καιρό. Έφτιαξαν τη δική τους εκδοχή, τη polus. Έριχναν μέσα φάβα, φάρο, ρεβίθια, σκόρδο, μυρωδικά. Και κάποτε και λίπος ή κρασί, για να αποκτήσει γεύση.
......
Αλλά ο κόσμος ήθελε απλότητα. Ήθελε θερμίδες. Κάτι που να κρατάει την κοιλιά γεμάτη και το σώμα όρθιο.
Έτσι άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά αυτό που σήμερα λέμε μινεστρόνε. Η λέξη σημαίνει «κάτι που σερβίρεται». Κυριολεκτικά. Minestrare σημαίνει «σερβίρω». Και είναι συγγενικό με τη λέξη administer, το ίδιο ρήμα που χρησιμοποιούμε για τα φάρμακα. Γιατί αυτή η σούπα ήταν θεραπεία. Για τη φτώχεια, για την πείνα, για την καθημερινότητα.
Δεν είχε ποτέ συγκεκριμένη συνταγή. Ήταν η σούπα των αποφάσεων της στιγμής. Ό,τι είχε μείνει, έμπαινε. Φασόλια, κριθαράκι, λάχανο, κολοκύθα, πράσο, μερικές φορές κρέας, άλλες φορές πέστο. Στην Τοσκάνη έμπαιναν χοντρές ντομάτες. Στη Γένοβα πέστο βασιλικού. Στον νότο ρεβίθια και πικάντικα μυρωδικά. Κάθε σπίτι είχε τη δική του εκδοχή. Και κάθε καζάνι ήταν ένα μικρό οικογενειακό μυστικό.
Χρειάστηκαν δυο χιλιάδες χρόνια για να περάσει από την κουτάλα των χωρικών στο πορσελάνινο μπολ του εστιατορίου.
Αλλά ο κόσμος ήθελε απλότητα. Ήθελε θερμίδες. Κάτι που να κρατάει την κοιλιά γεμάτη και το σώμα όρθιο.
Έτσι άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά αυτό που σήμερα λέμε μινεστρόνε. Η λέξη σημαίνει «κάτι που σερβίρεται». Κυριολεκτικά. Minestrare σημαίνει «σερβίρω». Και είναι συγγενικό με τη λέξη administer, το ίδιο ρήμα που χρησιμοποιούμε για τα φάρμακα. Γιατί αυτή η σούπα ήταν θεραπεία. Για τη φτώχεια, για την πείνα, για την καθημερινότητα.
Δεν είχε ποτέ συγκεκριμένη συνταγή. Ήταν η σούπα των αποφάσεων της στιγμής. Ό,τι είχε μείνει, έμπαινε. Φασόλια, κριθαράκι, λάχανο, κολοκύθα, πράσο, μερικές φορές κρέας, άλλες φορές πέστο. Στην Τοσκάνη έμπαιναν χοντρές ντομάτες. Στη Γένοβα πέστο βασιλικού. Στον νότο ρεβίθια και πικάντικα μυρωδικά. Κάθε σπίτι είχε τη δική του εκδοχή. Και κάθε καζάνι ήταν ένα μικρό οικογενειακό μυστικό.
Χρειάστηκαν δυο χιλιάδες χρόνια για να περάσει από την κουτάλα των χωρικών στο πορσελάνινο μπολ του εστιατορίου.
Σήμερα, στις μοντέρνες trattorie του Μιλάνο και της Ρώμης, την πληρώνεις 10, 12, ακόμα και 15 ευρώ. Τη λες comfort food, τη βγάζεις στο Instagram, τη συνοδεύεις με κρασί από το Πιεμόντε και μαύρο ψωμί με ξινή προζύμη. Αλλά η ρίζα της είναι ίδια: πείνα με αξιοπρέπεια.
Σήμερα, είναι μόδα. Τότε, ήταν ανάγκη. Και όπως όλα όσα έρχονται από την cucina povera, έτσι κι αυτή η σούπα κουβαλάει μαζί της το βάρος μιας κοινωνίας που έφτιαχνε γκουρμεδιές χωρίς να το ξέρει — απλώς και μόνο για να ζήσει άλλη μια μέρα.
Σήμερα, είναι μόδα. Τότε, ήταν ανάγκη. Και όπως όλα όσα έρχονται από την cucina povera, έτσι κι αυτή η σούπα κουβαλάει μαζί της το βάρος μιας κοινωνίας που έφτιαχνε γκουρμεδιές χωρίς να το ξέρει — απλώς και μόνο για να ζήσει άλλη μια μέρα.
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment