Ήθελε να είναι εκεί μαζί τους, δεν μπορούσε να τους αφήσει, μάλλον δεν ήθελε! Ήταν εκεί στη μέση του πουθενά, χωρίς τίποτα, μονάχα για να είναι μαζί τους. Όσο και να της έλεγαν να κάνει καριέρα μεγαλογιατρού κάνοντας μια «δυναμική επιστροφή» στην Ελλάδα, εκείνη έλεγε πεισματικά όχι.
Κάθε βράδυ αποκαμωμένη και μονάχη, μάζευε δυνάμεις για την επόμενη μέρα κοιτάζοντας τον ουρανό και τα αστέρια που έλαμπαν, πατώντας ξυπόλυτη στη γη που έκαιγε. Πολλές φορές έπιανε το νου της να ταξιδεύει πίσω στην Ελλάδα… «Και εκεί το χώμα καίει τα καλοκαίρια…», σκεφτόταν την ώρα που οι μύγες έκαναν βόλτες στο ιδρωμένο της κορμί και ήξερε πολύ καλά πως νερό για ξόδεμα δεν υπήρχε.
Ξυπνούσε χαράματα και πήγαινε να τους δει έναν έναν. Την περασμένη βδομάδα πέθαναν τρεις, την προπερασμένη άλλοι πέντε. Έπρεπε να τους σώσει, μα ήξερε πως ήταν γιατρός και όχι Θεός. Το πρώτο πράγμα που έκανε πάντα ήταν να πάρει τη μικρή Φαντέ στην αγκαλιά της, ήξερε πως το άρρωστο μωράκι εκτός από φάρμακα είχε ανάγκη και από στοργή. Ξεκινούσε πάντα με τη Φαντέ και τη φρόντιζε σχεδόν σαν να ‘τανε δικό της μωρό. Έτσι ήθελε, δεν θα την άφηνε ποτέ μόνη της! Αφού τη φρόντιζε όσο έπρεπε, συνέχιζε με τους υπόλοιπους ασθενείς. Τους έβλεπε έναν έναν προσεκτικά, δεν έπρεπε να λείψει από κανέναν τίποτα και για κανένα λόγο. Βέβαια, συχνά δεν έφταναν οι γάζες, το βαμβάκι και πολλά άλλα και τότε εκείνη αυτοσχεδίαζε και έβρισκε εναλλακτικές λύσεις.
Τελειώνοντας όσα είχε να κάνει πάντα γυρνούσε στη μικρή Φαντέ, πάντα! Μια μέρα μια από τις νοσοκόμες τη ρώτησε: «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Αφού θα πεθάνει!». Εκείνη, χάιδεψε στοργικά το κεφαλάκι της, την αγκάλιασε πιο δυνατά και απομακρύνθηκαν μαζί σχεδόν σαν μητέρα και κόρη. Βγήκαν έξω μαζί και άρχισε να τη νανουρίζει, ώσπου αποκοιμήθηκε νιώθοντας ασφάλεια και ηρεμία μέσα στην αγκαλιά της. Ήταν αλήθεια, ήξερε καλά πως σύντομα η Φαντέ θα πεθάνει, όμως δεν θα την άφηνε…
Κάθε βράδυ αποκαμωμένη και μονάχη, μάζευε δυνάμεις για την επόμενη μέρα κοιτάζοντας τον ουρανό και τα αστέρια που έλαμπαν, πατώντας ξυπόλυτη στη γη που έκαιγε. Πολλές φορές έπιανε το νου της να ταξιδεύει πίσω στην Ελλάδα… «Και εκεί το χώμα καίει τα καλοκαίρια…», σκεφτόταν την ώρα που οι μύγες έκαναν βόλτες στο ιδρωμένο της κορμί και ήξερε πολύ καλά πως νερό για ξόδεμα δεν υπήρχε.
Ξυπνούσε χαράματα και πήγαινε να τους δει έναν έναν. Την περασμένη βδομάδα πέθαναν τρεις, την προπερασμένη άλλοι πέντε. Έπρεπε να τους σώσει, μα ήξερε πως ήταν γιατρός και όχι Θεός. Το πρώτο πράγμα που έκανε πάντα ήταν να πάρει τη μικρή Φαντέ στην αγκαλιά της, ήξερε πως το άρρωστο μωράκι εκτός από φάρμακα είχε ανάγκη και από στοργή. Ξεκινούσε πάντα με τη Φαντέ και τη φρόντιζε σχεδόν σαν να ‘τανε δικό της μωρό. Έτσι ήθελε, δεν θα την άφηνε ποτέ μόνη της! Αφού τη φρόντιζε όσο έπρεπε, συνέχιζε με τους υπόλοιπους ασθενείς. Τους έβλεπε έναν έναν προσεκτικά, δεν έπρεπε να λείψει από κανέναν τίποτα και για κανένα λόγο. Βέβαια, συχνά δεν έφταναν οι γάζες, το βαμβάκι και πολλά άλλα και τότε εκείνη αυτοσχεδίαζε και έβρισκε εναλλακτικές λύσεις.
Τελειώνοντας όσα είχε να κάνει πάντα γυρνούσε στη μικρή Φαντέ, πάντα! Μια μέρα μια από τις νοσοκόμες τη ρώτησε: «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Αφού θα πεθάνει!». Εκείνη, χάιδεψε στοργικά το κεφαλάκι της, την αγκάλιασε πιο δυνατά και απομακρύνθηκαν μαζί σχεδόν σαν μητέρα και κόρη. Βγήκαν έξω μαζί και άρχισε να τη νανουρίζει, ώσπου αποκοιμήθηκε νιώθοντας ασφάλεια και ηρεμία μέσα στην αγκαλιά της. Ήταν αλήθεια, ήξερε καλά πως σύντομα η Φαντέ θα πεθάνει, όμως δεν θα την άφηνε…
Ήθελε να ξέρει πως η μικρούλα θα ήταν ευτυχισμένη μέχρι την τελευταία στιγμή, μια και η ίδια ήξερε καλά τι σημαίνει πόνος.
No comments:
Post a Comment