——————————————
Του Μανώλη Γλέζου
Ήταν την ώρα της περισυλλογής
τότες, που όλες οι μνήμες
στριφογυρνούν στις στενάχωρες θύρες του μυαλού
στις ωκεάνιες δίνες της συνείδησης.
Τότες ήρθες να με βρεις
να με ρωτήσεις: γιατί;
Κλαίω. Γιατί ξέρω το αίτιο
και δεν μπορώ να το σταματήσω.
Θρηνώ, μικρό παιδί, για τα χρόνια της ζήσης
που έχασες
για τις χαρές της ζωής που δεν πρόλαβες.
Οδύρομαι για τα ολοκαυτώματα στο Άουσβιτς
στο Ματχάουζεν, στο Μπίρκεναου
για όλα τα εκατομμύρια των εβραίων.
Κι όσο σκέφτομαι και θρηνώ και κλαίω
το αιμάτινο λύθρον
που σφραγίζει όλες τις σελίδες της ιστορίας
τόσο και δεν αντέχω
της γενιάς σου άνθρωποι
να μιμούνται τους δολοφόνους σου.
(Γράφτηκε στις 31/5/2010, τότε που οι Ισραηλινοί επιτέθηκαν στο “ένα πλοίο για τη Γάζα” και σκότωσαν τους ακτιβιστές)
Σχετικά με το ποίημα του Μανώλη Γλέζου
(της Μ.Δημητροκάλη)
Με το Μιθριδατισμό που έχουμε πάθει, συνηθίσαμε ν’ ακούμε τις
ειδήσεις της φρίκης, ξαπλωμένοι νωχελικά στην πολυθρόνα μας, μασουλώντας
ξηρούς καρπούς, ξεροτηγανισμένα πατατάκια, ή και το δείπνο μας ακόμη,
χωρίς να μας κόβουν την όρεξη οι εκατόμβες των νεκρών, τα στυγερά
εγκλήματα, ή οι γκράν γκινιόλ εικόνες.
Τούτη η είδηση όμως, άφησε μετέωρο το κουταλάκι με τη νουγκατίνα,
ανάμεσα στο πιατάκι και στα χείλη μας. Τούτη η είδηση, πάγωσε το αίμα
μας. Τούτη η είδηση μας θύμισε ότι ο κόσμος εξελίχθηκε ραγδαία τα
τελευταία χρόνια, αλλά η θηριωδία των ανθρώπων παρέμεινε στα επίπεδα των
ναζιστών του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στο Στόλο της Ελευθερίας, επέβαιναν ακτιβιστές, άοπλοι, με τρόφιμα,
φάρμακα, νερά και γάλατα, για να τα πάνε στο βασανισμένο λαό της
Παλαιστίνης. Κι εκείνοι, οι σύγχρονοι ναζιστές, έκαναν ρεσάλτο και τους
σκότωσαν!
Και βέβαια η κατακραυγή, ήταν παγκόσμια. Και βέβαια βγήκαν οι πολιτικοί
και εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους. Με κείνη όμως τη ξύλινη,
ομοιόμορφη, παγερή γλώσσα των πολιτικών. Και χρησιμοποίησαν όλοι τις
ίδιες λέξεις. Που αν τις βάλεις σε μια κληρωτίδα και τις ανακατέψεις,
μπορείς μετά να τις αποδώσεις, σ’ όποιον θέλεις, και δεν θα έχεις πέσει
έξω.
Βγήκε όμως και ένας πολιτικός, ο ένας, ο μοναδικός, ο Μανώλης, ο δικός
μας Μανώλης, ο πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης, που πήρε θέση και κατέθεσε
την αντίθεσή του, με ένα ποίημα .(«Αυγή» 1.6.2010).
Όσα χρόνια είμαι βουτηγμένη στην πολιτική, τέτοιο πράγμα δεν θυμάμαι να
έχει ξανασυμβεί. Δεν θυμάμαι μέσα σε λίγους στίχους να κλείστηκαν έξι
εκατομμύρια αθώα θύματα μιας φυλής. Δεν θυμάμαι ποτέ, στίχοι να
σηματοδοτούσαν κραυγές αγωνίας για το πολιτικό γίγνεσθαι. Δε θυμάμαι
πολιτικός, να έστησε το σκηνικό της θέσης και αντίθεσης για ένα τόσο
τραγικό γεγονός, με τη γραφίδα του ποιητή-πολιτικού.
Κι εγώ, που είμαι οσμομνήμων, αισθάνθηκα τη μυρωδιά του αίματος, όταν
μικρό παιδί, είδα να σφάζουν μια πάπια, αισθάνθηκα τη μυρωδιά των
«αιμάτινων λύθρων» στις μάντρες των εκτελέσεων, αισθάνθηκα τη μυρωδιά
από τα βρώμικα και αποστεωμένα παιδικά κορμάκια που τέλειωσαν τη ζωή
τους μέσα στους φούρνους, αλλά και αισθάνθηκα (συγχωρέστε μου την
παρομοίωση) κάτι σαν απαλό άρωμα από Μαχάτμα Γκάντι.
Είναι γεγονός, ότι δεν ζούμε στην εποχή της ποίησης, αλλά της οίησης.
Όμως για να δικαιολογήσω, την αισιοδοξία, που οφείλουμε να έχουμε για να
μπορέσουμε να πάμε μπροστά, θα παραφράσω τους στίχους του Μανώλη
Αναγνωστάκη και θα πω ότι: Όσο μιλούν οι αλλοτινοί, οι συγκαιρινοί και
οι μελλούμενοι ποιητές, τίποτα δεν θα πεθάνει!
No comments:
Post a Comment