Κάπου δεκατέσσερα χρόνια πριν, αγόρασα για τα Χριστούγεννα ένα μικρό αληθινό έλατο σε γλάστρα και όταν πέρασαν οι γιορτές, με τη βοήθεια του κηπουρού που υπήρχε τότε, το βγάλαμε προσεκτικά από τη γλάστρα ώστε να μην κοπούν οι ρίζες και να μπορέσουμε να το φυτέψουμε.
- Τζάμπα ο κόπος μας, είπε ο κηπουρός μόλις το βγάλαμε από τη γλάστρα.
- Γιατί; τον ρωτάω.
- Δεν βλέπεις που δεν έχει καθόλου ρίζες, δεν πρόκειται να πιάσει.
- Όχι, θα το φυτέψουμε, επέμενα εγώ. Θα του μιλάω κάθε μέρα και θα πιάσει.
- Χα, χα, χα… γέλασε ο κηπουρός ειρωνικά.
Έλα ρε «Παραμυθά», αυτά να τα λες στις ιστορίες που λες στα παιδιά, αλλά όχι και ν’ αρχίσεις να τα πιστεύεις κι ο ίδιος.
- Δεν μου λες; τον ρωτάω. Εσύ που ‘σαι και κηπουρός, έχεις διαβάσει ένα βιβλίο που λέγεται: «Η μυστική ζωή των φυτών»;
- Έλα τώρα… Χρειάζεται να διαβάσω αυτά τα «ούφο» που διαβάζεις εσύ για να ξέρω ότι ένα δεντράκι από γλάστρα χωρίς ρίζες, δεν πρόκειται να πιάσει;
Αδιαφόρησα για την άποψή του και τον έβαλα να το φυτέψει.
- Σε καμιά δεκαριά μέρες θα έχει μαραθεί, μου είπε με αυτοπεποίθηση και το φύτεψε.
Από κείνη την ημέρα άρχισα κάθε μέρα να ποτίζω ο ίδιος το ελατάκι και να του… μιλάω.
Του έλεγα ότι είμαστε φίλοι κι ότι αν πεθάνει θα στενοχωρηθώ πολύ. Κάποιες φορές του χάιδευα την κορφή του, ενώ άλλοτε το αγκάλιαζα. Ναι, τι γελάτε; Μου έφτανε τότε μέχρι τη μέση μου και χωρούσε όλο στην αγκαλιά μου.
Στις δέκα μέρες δεν είχε μαραθεί, όπως είχε προφητέψει ο κηπουρός. Και όχι μόνο στις δέκα μέρες, αλλά ούτε στις δέκα εβδομάδες, ούτε στους δέκα μήνες. Τώρα πια δεν του μιλούσα κάθε μέρα – αυτό το είχα κάνει τον πρώτο μήνα μόνο – αλλά το είχα στο νου μου συνέχεια και που και που πήγαινα και του χάιδευα κάποιο κλαρί.
- Να το σκίσεις το δίπλωμα του γεωπόνου σαχλαμάρα, πείραζα τον κηπουρό που ήταν και σπουδαγμένος όχι μόνο εμπειρικός κηπουρός.
- Τι να σου πω βρε παιδάκι μου, έλεγε με απορημένο βλέμμα, πρώτη φορά πέφτω έξω. Αλλά δεν έχει να κάνει με το που του μιλάς…
- Ναι, μωρέ – απαντούσα εγώ ειρωνικά – είναι επειδή το χώμα είναι πολύ καλό…
Να, όμως, που στο χρόνο πάνω ο κηπουρός βρήκε την ευκαιρία να θριαμβεύσει: η κορφή του έλατου μαράθηκε!
- Ε, τώρα πάει, μου είπε χαιρέκακα ο κηπουρός δεν υπάρχει περίπτωση έλατο που μαραίνεται η κορφή του να ζήσει.
Πήγα να σκάσω από τη στενοχώρια μου. Σαν να αρρώστησε το παιδί μου.
Κάθε πρωί πριν φύγω το πότιζα και το χάιδευα και τα απογεύματα του μιλούσα: «Γιατί βρε μωρό μου; Τι σ’ έπιασε τώρα και θέλεις να μαραθείς;»
- Να το ξεριζώσω, να βάλω αυτή τη λεύκα που έφερα, με ρώτησε μετά από καμιά εβδομάδα ο κηπουρός, καθώς είχε το έλατο αρχίσει να μαραίνεται όλο και πιο κάτω.
- Τη λεύκα να τη βάλεις εκεί που ξέρεις, του είπα.
Κι άρχισα να μιλάω πιο πολύ στο ελατάκι και να το χαϊδεύω. Ύστερα από καμιά εβδομάδα, πρόσεξα ότι είχε σταματήσει να κατεβαίνει η αρρώστια της κορφής προς τα κάτω.
Και κοιτάζοντας προσεκτικά τις επόμενες μέρες, πρόσεξα ότι άρχισαν να βγαίνουν μικρές τρυφερές πράσινες βελόνες στον κορμό. Σε μία εβδομάδα οι ανοιχτοπράσινες βελόνες είχαν γίνει ένα τρυφερό κλαράκι. Το έλατο, λες και έκανε μόνο του «μπάι πας», έφτιαξε μια άλλη κορφή. Και ακόμα και σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά, όταν προσέξεις από μια ορισμένη πλευρά τον κορμό του, θα δεις ότι από ένα σημείο και μετά είναι σαν να στραβώνει και μετά συνεχίζει προς τα πάνω, λίγα χιλιοστά πιο ‘κει.
Ο κηπουρός ακόμα δεν μπορεί να το χωνέψει και δεν θέλει να παραδεχτεί ότι έπαιξαν ρόλο τα χάδια μου, οι κουβέντες και οι αγκαλιές που έκανα στο δέντρο, για να φτιάξει μια καινούργια κορφή και να ζήσει.από whitehour
No comments:
Post a Comment