Έτρωγε πατάτες, χυλό, δαμάσκηνα, ψωμί, φασόλια, σούπα, μακαρόνια και παγωτό- κι αυτό ήταν μόνο το πρωινό του.
Ο Μπίλι έτρωγε εφτά φορές την μέρα- και τσιμπούσε και κάτι στα ενδιάμεσα. Όλοι λέγανε ότι ο Μπίλι είναι το πιο λαίμαργο μωρό που είχαν δει. Οι κακόμοιροι οι γονείς του δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μόλις ο Μπίλι έμαθε να πιάνει, δεν τολμούσαν να τον πάρουν μαζί τους όταν πήγαιναν για ψώνια.
Μόλις ο Μπίλι άρχισε να μπουσουλάει, έβαλαν ένα λουκέτο στο ψυγείο. Και
από τότε που έμαθε να περπατάει, έβαλαν τα τρόφιμα στο πιο ψηλό ράφι του
ντουλαπιού.
Στο τέλος του φαγητού δεν τολμούσαν να πουν «Δεν έχει άλλο». Δεν περνούσαν λίγα λεπτά, κι ο Μπίλι άρχιζε να μασουλάει ένα περιοδικό ή λουλούδια απ΄ το κήπο.
Στο τέλος του φαγητού δεν τολμούσαν να πουν «Δεν έχει άλλο». Δεν περνούσαν λίγα λεπτά, κι ο Μπίλι άρχιζε να μασουλάει ένα περιοδικό ή λουλούδια απ΄ το κήπο.
Μια μέρα ο κύριος Μπουζόνι ήρθε από τον κήπο και είπε στην κυρία
Μπουζόνι:
«Ξέρεις ότι το κουνελάκι όσο πάει κι αδυνατίζει. Μπορείς να μαντέψεις ποιος τρώει το φαγητό του;»Στο τέλος άρχισαν να ανησυχούν τόσο, που πήγαν τον Μπίλι στο νοσοκομείο. Όμως την ώρα που μιλούσαν στο γιατρό, ο Μπίλι όρμησε στην κουζίνα του νοσοκομείου. Πολλοί ασθενείς έμειναν νηστικοί εκείνη τη μέρα..
Ο Μπίλι έτρωγε τα πάντα και δεν άφηνε τίποτα και η οικογένειά του κόντευε
να μείνει στο δρόμο. Η κυρία Μπουζόνι χάζευε τα άδεια ντουλάπια της
κουζίνας. Στα ράφια είχε μείνει μόνο ένα φύλλο μαρούλι. Κι ένα μακαρόνι.
Και δεν τους είχε μείνει δεκάρα. Τι θα ‘καναν;
Τότε λοιπόν, πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ, είδαν μια αφίσα:
Για μια στιγμή οι Μπουζόνι σκέφτηκαν: «Τι ανοησίες!» Ξαφνικά όμως κοίταξαν ο ένας τον άλλον και φώναξαν μαζί:
«Θα φέρουμε το Μπίλι στο διαγωνισμό!»
Τότε λοιπόν, πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ, είδαν μια αφίσα:
Για μια στιγμή οι Μπουζόνι σκέφτηκαν: «Τι ανοησίες!» Ξαφνικά όμως κοίταξαν ο ένας τον άλλον και φώναξαν μαζί:
«Θα φέρουμε το Μπίλι στο διαγωνισμό!»
Αμέσως την άλλη μέρα ξεκίνησαν την προπόνηση του Μπίλι. Δύσκολη δουλειά
για τη μαμά και τον μπαμπά, αλλά για τον Μπίλι ήταν η καλύτερή του- έτρωγε
το ένα γεύμα μετά το άλλο!
Στα ενδιάμεσα τον πήγαν μακρινούς περιπάτους για να του ανοίγει η όρεξη. Και μετά από κάθε γεύμα, όταν ο Μπίλι έδειχνε πως είχε τελειώσει, αντί να λένε «Γρήγορα! Να κρύψουμε ότι έχει απομείνει για να μην το δει!» τον παρακαλούσαν:
«Έλα, Μπίλι, φάε άλλη μία μπουκίτσα!»
«Παράξενο», αναρωτήθηκε ο Μπίλι. «Γιατί έχουμε πάλι τηγανίτες για βραδινό;»
Στα ενδιάμεσα τον πήγαν μακρινούς περιπάτους για να του ανοίγει η όρεξη. Και μετά από κάθε γεύμα, όταν ο Μπίλι έδειχνε πως είχε τελειώσει, αντί να λένε «Γρήγορα! Να κρύψουμε ότι έχει απομείνει για να μην το δει!» τον παρακαλούσαν:
«Έλα, Μπίλι, φάε άλλη μία μπουκίτσα!»
«Παράξενο», αναρωτήθηκε ο Μπίλι. «Γιατί έχουμε πάλι τηγανίτες για βραδινό;»
Έφτασε η μέρα του διαγωνισμού. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Ο κακομοίρης ο Μπίλι δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Ο κύριος και η κυρία Μπουζόνι τον έβαλαν να καθίσει στο τραπέζι. Κι επιτέλους άκουσαν το διαιτητή να λέει:
«Εμπρός, λοιπόν. Δεν ξεκουραζόμαστε. Δεν κλέβετε. Πρέπει να τρώτε συνέχεια. Έτοιμοι… Εμπρός…. Αρχίστε να τρώτε!»
Η παραφουσκωμένη Σίνθια ξεκίνησε καλά χώνοντας στο στόμα της τέσσερις τηγανίτες κάθε φορά.. Και ο τεράστιος Μπομπ τις κατέβαζε με μπίρα.. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Οι μάγειροι έφερναν συνέχεια και άλλες τηγανίτες…
Μα τι έγινε; Ο τεράστιος Μπομπ άρχισε να τρώει πιο αργά. Και τη Σίνθια άρχισε να την παίρνει ο ύπνος!
«Ελάτε τώρα!» φώναζε ο κόσμος. «Μη σταματάτε! Πρέπει να νικήσετε. Έχουμε βάλει στοιχήματα!»
Όμως ο τεράστιος Μπομπ δεν έδειχνε καλά.
«Ωχ η κοιλιά μου», μούγκριζε. «Νοιώθω άρρωστος. Δεν μπορώ να φάω άλλο- αλλά αυτό το μωρό μπορεί!»
Ο κύριος Μπουζόνι χαμογελούσε στη γυναίκα του και ψιθύριζε:
«Συνέχισε να μασουλάς, Μπιλ».
Ο κόσμος μέτραγε τις τηγανίτες που εξαφανίζονταν η μία μετά την άλλη.
«Εκατόν δύο; Δεν είναι δυνατόν! Διακόσιες τέσσερις; Και θέλει και άλλες!»
Ο διαιτητής σηκώθηκε.
«Μπορεί να είναι μωρό ακόμα και στα πρώτα του βήματα», είπε, «αλλά ο Μπίλι Μπουζόνι είναι ο νικητής!»
Ο κύριος και η κυρία Μπουζόνι αγκάλιασαν σφιχτά το Μπίλι- και πολύ προσεκτικά. Ο διαιτητής τους έδωσε μια επιταγή για χίλια πεντακόσια ευρώ. Ρώτησε τους Μπουζόνι τι θα κάνουν με τα λεφτά. Θα πήγαιναν διακοπές; Θα αγόραζαν καινούργιο αυτοκίνητο;
Ο κύριος Μπουζόνι απάντησε:
«Μπορεί να αγοράσουμε ένα δυο πραγματάκια, αλλά με τα περισσότερα λεφτά του βραβείου θα αγοράσουμε φαγητό για το μωρό!»
Το ίδιο βράδυ, οι Μπουζόνι πήγαν στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης για να το γιορτάσουν. Παραγγείλανε το πιο ακριβό γεύμα που υπήρχε- φρέσκο αστακό, ροσμπίφ, παγωτό βατόμουρο, τούρτα και τυρί.
Και ο Μπίλι ο κακομοίρης δεν μπορούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα του.
---------------
Πηγή: Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Συγγραφέας: ΓΟΥΕΝΤΙ ΚΟΥΛΙΝΓΚ
ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ: Παραμύθια που διαβάζονται σε 2 λεπτά
No comments:
Post a Comment