Λίγο προτού πέσει σε κώµα, το παιδί έδωσε τη δική του εξήγηση: «Ο µπαµπάς µου χτυπάει εµένα και τη µαµά µου...»
.
.
Εκστρατεία κατά της Παιδικής κακοποίησης |
.
Αυξάνονται ραγδαία τα κρούσµατα κακοποίησης και παραµέλησης των παιδιών από τους ίδιους τους γονείς
.
.
|||||||| Ο πατέρας-δυνάστης
Οταν δεν υπάρχουν αντικειµενικά ευρήµατα, η τεκµηρίωση θα είναι
αναγκαστικά αποτέλεσµα επιτόπιας κοινωνικής «έρευνας»· κάποιος ειδικός
(π.χ. κοινωνικός λειτουργός) πρέπει να µπει στο σπίτι για να διαγνώσει
τη δυσλειτουργία του. Ο Κ.Ν., παιδίατρος στα βόρεια πρόαστια της
Αθήνας, καταθέτει την εµπειρία του από επισκέψεις κατ’ οίκον: « Αυτό που συνήθως ανιχνεύω είναι ο πατέραςδυνάστης. Θυµάµαι σε ένα σπίτι στην Κηφισιά, µίλαγα στο παιδί και εκείνο κοίταζε στα µάτια τον πατέρα προτού απαντήσει. Καταλάβαινα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησα εµµέσως να τον συµβουλέψω ως προς την ανατροφή του παιδιού αλλά δεν του πολυάρεσε. Η µητέρα στεκόταν δίπλα βουβή ». Η Ι.Π., εκπαιδευτικός, υπογραµµίζει τις επιπτώσεις της πλέον «αόρατης» µορφής κακοποίησης, της ψυχολογικής, « όταν µια µαµά λέει µε το στόµα ή µε τά µάτια “Είσαι άχρηστος” ή “Πάλι δεν τα κατάφερες”. Αυτή η κακοποίηση είναι κοινωνικά αποδεκτή. Θα τη συναντήσεις και σε σαλόνι ».
|||||||| Το ίδρυμα, η έσχατη λύση
Οι ειδικοί επιµένουν ότι το ίδρυµα πρέπει να είναι η ύστατη λύση. « Η τοπική κοινότητα έχει ευθύνη να στηρίξει, όχι όµως µε την έννοια της καταγγελίας » τονίζει η κυρία Ελένη Αγάθωνος, ψυχολόγος, επιστηµονική υπεύθυνη του ξενώνα «Ελίζα»: «Οταν η κακοποίηση προβάλλεται ως πρόβληµα “κακούργων γονιών”, οι διάφορες οργανώσεις παίρνουν τον ρόλο του “καλού γονιού” που παίρνουν µέσω εισαγγελέα τα παιδιά για τα βάλουν για όλη τους τη ζωή σε ιδρύµατα ή σε σπίτια. Και όµως το παιδί θέλει πάνω απ’ όλα οικογένεια, αυτή πρέπει να στηρίξουµε».
Χαρακτηριστική η περίπτωση ενός σοβαρά κακοποιηµένου παιδιού, που
επέστρεψε στους γονείς του, στους οποίους βέβαια είχε στο µεταξύ
προσφερθεί ψυχοθεραπεία. Οι γονείς αυτοί µάλιστα είχαν τόσο µεγάλη
ανάγκη για αναπλήρωση που έγιναν ανάδοχοι και για ένα κακοποιηµένο
παιδί από άλλη οικογένεια. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι κάθε
κακοποιητικό περιβάλλον µπορεί πραγµατικά να αλλάξει. «Υπάρχουν γονείς, οι οποίοι δυνητικά ποτέ δεν θα µπορέσουν να βελτιωθούν» τονίζει η κυρία Αγάθωνος. « Σε αυτή την περίπτωση το παιδί πρέπει µε νοµικό τρόπο να αποµακρυνθεί από την πρώτη στιγµή που θα γίνει η διάγνωση της οικογένειας και να µη γυρίσει ποτέ ».
Το «κακοποιητικό» θεσµικό πλαίσιο
Τώρα που χάθηκε η κοινωνική συνοχή δεν υπάρχει κανένα δίχτυ ασφαλείας
«Η οικονοµική κρίση βρίσκει αυτή τη χώρα τελείως απροπαράσκευη στον τοµέα της παιδικής προστασίας » τονίζει ο κ. Νικολαΐδης. « Ο βασικότερος λόγος είναι ότι στην ελληνική κοινωνία λειτουργούσε ο αυτοµατισµός και οι ανάγκες κοινωνικά ευάλωτων οµάδων (π.χ. το ορφανό, ο ηλικιωµένος κ.λπ.) καλύπτονταν από την τοπική κοινωνία. Ετσι δεν δηµιουργήθηκαν ποτέ αρµόδιες υπηρεσίες. Τώρα όµως που χάθηκε η κοινωνική συνοχή, δεν υπάρχει τίποτε ». Η έλλειψη ενός ενιαίου θεσµικού πλαισίου «ευτελίζει» τις ίδιες τις καταγγελίες. « Παίζει ρόλο πώς θα διατυπωθεί η καταγγελία και σε ποια υπηρεσία (στην Αστυνοµία, στην Εισαγγελία, σε µια κοινωνική υπηρεσία δήµου κτλ.), σε ποια περιοχή της χώρας, ποιες διαφορετικές ειδικότητες επαγγελµατιών θα εµπλακούν ». Το αποτέλεσµα είναι ένα διάτρητο και χρονοβόρο «σύστηµα»: « Εγώ πηγαίνω ακόµη σήµερα µάρτυρας σε δικαστήρια για υποθέσεις που άρχισαν το 2002 » λέει ο κ. Νικολαΐδης. « Συχνά µάλιστα, συναντάµε τα ίδια περιστατικά. Για παράδειγµα, µια οικογένεια που απασχόλησε την υπηρεσία µας τη δεκαετία του ‘80, φέρνοντας ένα κακοποιηµένο βρέφος, ξαναήρθε την τελευταία δεκαετία, µε άλλα παιδιά να παραµελούνται, να θυµατοποιούνται σεξουαλικά κτλ. ».
ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Κακούργοι γονείς υπό προστασία
Υπάρχουν και οι καταγγελίες που δεν θα γίνουν ποτέ. Όπως αναφέρει ηκυρία Ιωάννα Λαγουµιτζή, κοινωνική
λειτουργός, υπεύθυνη της Εθνικής Τηλεφωνικής Γραµµής Για τα Παιδιά
SΟS1056 (µε 56.000 κλήσεις ετησίως για περιστατικά
κακοποίησης-παραµέλησης), « φτάνουµε να µαθαίνουµε ότι πέθανε ένα παιδί επειδή κανείς δεν µίλησε. Φοβούνται ή δεν θέλουν να µπλέξουν. Είναι πολύ συχνό να δεχόµαστε κλήσεις έπειτα από τέτοια τραγικά περιστατικά. Μας λένε: “Σας τηλεφώνησα για να µην έχω τύψεις”». Η κυρία Α.Π., 73 ετών, συνταξιούχος από το Περιστέρι, περιγράφει τη δική της συνειδητή απόφαση «να µην µπλέξει»:
« Είναι µια γειτόνισσά µου µε ένα κοριτσάκι επτά ετών. Από τα τέσσερά του το βάζει και κάνει τις δουλειές του σπιτιού, τού λέει: “Φέρε µου το µπουρνούζι µου”, “Πρόσεχε τον µικρό αδελφό σου” κτλ. Το βρίζει τόσο άσχηµα που µια φορά ο άντρα της τής φώναζε: “∆εν είναι δικό σου το παιδί; Πώς του φέρεσαι έτσι;”. Το παιδί ως τα πέντε δεν µιλούσε, το πήγανε σε ειδικό. Προσπάθησα να της πω να µην ξεσπάει τα νεύρα της πάνω του. Ενας γείτονας αστυνοµικός είπε να την καταγγείλει, εγώ όµως τον αποθάρρυνα. ∆εν θέλω να µπλέξω, γιατί σίγουρα η γειτόνισσα εµένα θα βάλει στο µάτι ».
Παρ’ ότι τους επιβάλλεται από τον νόµο, οι ίδιοι οι επαγγελµατίες γύρω από το παιδί (εκπαιδευτικοί, κοινωνικοί λειτουργοί κτλ.) διστάζουν πολλές φορές να καταγγείλουν (οι επώνυµες καταγγελίες στη γραµµή 1056 έπεσαν από το 5% στο 3%). Ο κ. Κώστας Γιαννόπουλος , πρόεδρος στο «Χαµόγελο του παιδιού», αναφέρει την περίπτωση µιας παιδιάτρου που κατήγγειλε έναν πατέρα για την κακοποίηση της κόρης του.
«Ο πατέρας καταδικάστηκε αλλά όταν βγήκε από τη φυλακή πέρασε τη γυναίκα αυτή και την οικογένειά της από µαρτύρια ».
No comments:
Post a Comment