Tuesday 29 May 2012

Κάρολου Ντιλ: «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»

Το αληθινό Βυζάντιο
Έργο-σταθμός του Κάρολου Ντιλ
για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Απεικόνιση της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους
Απεικόνιση της κατάληψης της Κων/πολης
από τους σταυροφόρους
«Η σύγχρονη Ελλάδα οφείλει πολύ περισσότερα στο χριστιανικό Βυζάντιο παρά στην Αθήνα του Περικλή και του Φειδία», έγραφε στις αρχές του 20ού αιώνα ο γάλος ιστορικός και ακαδημαϊκός Κάρολος Ντιλ (1859-1944), ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους της εποχής του, καθηγητής στα πανεπιστήμια του Νανσί, του Παρισιού και του Χάρβαρντ που, με βιβλία και τη διδασκαλία του, άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του βυζαντινού πολιτισμού. Σ' αυτόν χρωστάμε την κλασική πλέον «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», έργο-αναφοράς πολύτιμο για την εθνική μας αυτογνωσία.
«Δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι στα χίλια χρόνια που επέζησε, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο ακολούθησε μια συνεχή πορεία προς την καταστροφή. Τις κρίσεις στις οποίες παραλίγο να υποκύψει, ακολούθησαν πολλές φορές περίοδοι ασύγκριτης λάμψης», διευκρινίζει ο Ντιλ στις εισαγωγικές σελίδες της «Ιστορίας...» του. Κι ευθύς εξαρχής επισημαίνει τη σωτήρια για την Ευρώπη στρατιωτική αξία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την άνθιση στους κόλπους της του «πιο εκλεπτυσμένου πολιτισμού του Μεσαίωνα» και την «παντοδύναμη» πνευματική επιρροή της τόσο στη Δύση όσο και στην σλαβική και ασιατική Ανατολή.

Πλούσια εικονογράφηση
Όπως παραδέχεται ο γάλος ιστορικός, «Θα 'ταν παιδιάστικο ν' αποκρύψουμε τα ελαττώματα αυτού του κράτους. Γνώρισε πολύ συχνά επαναστάσεις των ανακτόρων και στρατιωτικές στάσεις. Αγάπησε με πάθος τα παιχνίδια του ιπποδρόμου και ακόμη περισσότερο τις θεολογικές έριδες. Παρά την κομψότητα του πολιτισμού του, τα ήθη του ήταν συχνά σκληρά και βάρβαρα, και παρήγαγε σε μεγάλη αφθονία μέτριους χαρακτήρες και κακές ψυχές. Αλλά ό,τι κι αν ήταν, αυτό το κράτος υπήρξε μεγάλο...
Κι όσο μακρινή κι αν φαίνεται η ιστορία του, δεν είναι καθόλου μια ιστορία νεκρή που πρέπει να ξεχαστεί».

Ο πρώτος τόμος του έργου δίνει μια συνοπτική εικόνα της εξέλιξης του Βυζαντίου, από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330 έως την πτώση της το 1453. Πλούσια εικονογραφημένος με χάρτες, βυζαντινές εικόνες, νομίσματα και ψηφιδωτά -όπως και οι υπόλοιποι άλλωστε- είναι χωρισμένος σε οχτώ μεγάλα κεφάλαια που δίνουν το στίγμα της πολιτικής και των κρίσεων που αντιμετώπισαν από τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό και τον Ηράκλειο, έως τους Ισαύρους, τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους.
Στον δεύτερο τόμο, ο Ντιλ αναλύει σε βάθος τα αίτια του μεγαλείου αλλά και της παρακμής της αυτοκρατορίας στη μακρόχρονη πορεία της, εστιάζοντας στον χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, στην οργάνωση και τα επιτεύγματα του στρατού, στην κοινωνική και πολιτική διαφθορά, στις συνέπειες του βυζαντινού ιμπεριαλισμού κ.ά. Η κίνηση των ιδεών και τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα εξετάζονται και στον τρίτο τόμο, όπου αποτυπώνεται η θέση του Βυζαντίου στον Μεσαίωνα κι αναδεικνύονται τα προβλήματα της αυτοκρατορίας σε πολιτικό, θρησκευτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και διοικητικό επίπεδο. Ενώ στους δύο τόμους που ακολουθούν, ο Κάρολος Ντιλ ανιχνεύει τους καρπούς των επαφών που αναπτύχθηκαν από τον 10ο αιώνα έως και τα μέσα του 15ου μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, δίνοντας μια σειρά από γλαφυρά πορτρέτα γυναικείων, κυρίως, βυζαντινών μορφών.
Στην πινακοθήκη που φιλοτεχνεί ο Ντιλ, θα συναντήσουμε γυναίκες έντιμες και λιγότερο έντιμες, ευλαβικές ή φιλόδοξες, γυναίκες ωραίες σαν κι αυτές που «έσερνε πίσω του ο βυζαντινός Δον Ζουάν Ανδρόνικος Κομνηνός», υπάρξεις μοιραίες όπως η «Μεγάλη αμαρτωλή» Θεοφανώ. Κι ακόμα, βυζαντινές πριγκίπισσες που έφυγαν από την πρωτεύουσα του Βοσπόρου για ν' ανεβούν σε δυτικούς θρόνους, αλλά και πριγκίπισσες της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας που «μεταφυτεύτηκαν» στην Ανατολή, βιώνοντας στο πετσί τους την «έλλειψη συνεννόησης που χώριζε πάντα αυτούς τους δύο εχθρικούς κόσμους, παρά τις προσπάθειές τους να πλησιάσουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλον», όπως σημειώνει ο γάλλος ιστορικός. *

 [...] Μου ζήτησαν, με υποχρεωτική επιμονή, να γράψω ένα βιβλίο -που έλειπε ακόμη στη χώρα μας-, ένα συνοπτικό εγχειρίδιο βυζαντινής ιστορίας. Δεν θεώρησα περιττό κάτι τέτοιο. Πρόσφατα επιχείρησα, σε ένα τόμο, να παρουσιάσω τον συνθετικό πίνακα του Βυζαντίου, να εξηγήσω τα βαθύτερα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής του, να δείξω τις διακεκριμένες υπηρεσίες που πρόσφερε στον πολιτισμό. Αυτό το βιβλίο θα προσφέρει στον αναγνώστη μια αναλυτικότερη έκθεση της χιλιετούς ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Προσπάθησα να δείξω τις ιδέες που κυριάρχησαν στην εξέλιξη αυτής της ιστορίας, να παρουσιάσω τα βασικά γεγονότα, προτιμώντας αντί να περιοριστώ στη χρονολογική λεπτομέρεια, να τα συγκεντρώσω σε αρκετά μεγάλες περιόδους που θα αποδώσουν ίσως καλύτερα το νόημα και την εμβέλεια των γεγονότων. Οι πίνακες στο τέλος του Α΄τόμου θα επιτρέψουν εύκολα στον αναγνώστη να ταυτίσει χρονολογικά τα σημαντικότερα γεγονότα. Θεώρησα όμως ότι το έργο μου θα ήταν ακόμη πιο ωφέλιμο για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια γενική γνώση αυτού του χαμένου κόσμου, αν σημείωνα στο βιβλίο, χωρίς να παραλείψω καμία απαραίτητη λεπτομέρεια, τις γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τις κατευθυντήριες ιδέες της ιστορίας και του πολιτισμού του Βυζαντίου. [...]
(από τον πρόλογο του βιβλίου)

ΝΤΗΛ ΚΑΡΟΛΟΣ*  Ο Κάρολος Ντηλ (Charles Diehl, 1859-1944), διαπρεπής Γάλλος βυζαντινολόγος, γεννήθηκε στο Στρασβούργο της Αλσατίας. Σπούδασε στο Παρίσι στην École Normale Supérieure και στη συνέχεια έμεινε για δύο χρόνια στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με τη ρωμαϊκή και βυζαντινή αρχαιολογία. Έγινε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νανσί και στη συνέχεια καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και αργότερα εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Επισκέφτηκε πολλές χώρες στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική, και δίδαξε δύο εξάμηνα στο Harvard. Ο Ντιλ καλλιέργησε όλους τους κλάδους της Βυζαντινολογίας και με τα βιβλία και τη διδασκαλία του άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του βυζαντινού πολιτισμού. Τα κείμενά του ξεχωρίζουν κυρίως για την ακρίβεια και τη σαφήνειά τους, καθώς και για το ύφος τους. Τα πιο γνωστά έργα του είναι η Θεοδώρα, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η Βυζαντινή κοινωνία στην εποχή των Κομνηνών.

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki