Πέθανε η συγγραφέας Ζωρζ Σαρή
Το
μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή Ε. Π. (1995) αναφέρεται στη σχολική ζωή και
ειδικότερα στη φιλία της με τη συμμαθήτριά της Άλκη (Ζέη), με την οποία
από τότε είχαν αποφασίσει ότι θα είναι Ε[νωμένες] Π[άντα]. Στο
συγκεκριμένο απόσπασμα, όλες οι συμμαθήτριες της Σχολής Θηλέων
επιστρέφουν από τις καλοκαιρινές διακοπές, σχολιάζουν τις εντυπώσεις και
τις εμπειρίες που έζησαν και, μέσα σε κλίμα αισιοδοξίας και χαράς,
ξεκινούν τη νέα σχολική χρονιά.
Η τάξη γιορτάζει τη χαρά
της πρώτης μέρας. Αγκαλιές, φιλιά, γέλια, φωνές και ψίθυροι, μικρά και
μεγάλα μυστικά, φρεσκοσιδερωμένες ποδιές, καινούρια παπούτσια,
καινούριες τσάντες, μαλλιά κοντά, μαλλιά μακριά, κοτσιδάκια, κοτσίδες,
πιαστράκια, μπαρέτες, χτενάκια, κορδέλες. Μάτια λαμπερά γεμάτα θάλασσες
και βουνά, γεμάτα παιχνίδια, γεμάτα τρέλες. Η τάξη ξεχείλισε από τις
καλοκαιριάτικες αναμνήσεις. Η κάθε μαθήτρια έχει να λέει για το δικό της
καλοκαίρι.
Η Λένα πήγε στην Κηφισιά, έμενε σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο, το «Σεμίραμις»... Έτρωγε μεσημέρι βράδυ στο εστιατόριο...
Η Ίντα πήγε στο νησί των Ιπποτών, στη Ρόδο...
Η Αθηνούλα πήγε στο σπίτι της γιαγιάς, στο Παλιοσέλι της Κόνιτσας.
— Η γιαγιά μού έκανε όλα τα χατίρια.
(Ο πατέρας της και η μητριά της πήγαν πάλι στην Ευρώπη...)
Η Άλκη στο αιώνιο Μαρούσι με τις βόλτες του.
— ... και το βράδυ πηγαίναμε με τη Λενιώ στον κινηματογράφο...
Η Αννούλα στο Φάληρο με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι, να μην κρυολογήσει το παιδί...
— Αχ!
Η Ζωρζ ξυπόλυτη στο Καβούρι.
— Φεύγαμε με τη Ρενέ πρωί, πολύ πρωί, να προλάβουμε τη θάλασσα λάδι, και γυρίζαμε για φαγητό περασμένες δύο. Τα βράδια...
— Πού πήγες διακοπές; ρώτησα τη Λίλη.
Κι αυτή, δίχως να χρωματίσει τη λέξη, απάντησε:
— Στο Παρίσι.
— Και πώς είναι ο Παρίσι;
— Πώς θες να 'ναι; Παρίσι.
Η Κική πήγε στη Μάνη.
— Ε, και να βλέπατε τον πύργο των παππούδων μου! Στους τοίχους κρέμονται οι πρόγονοί μας, και στο σκαλιστό μακρόστενο τραπέζι κάθονται είκοσι τέσσερα άτομα, και πάνω από το τραπέζι έχει έναν πολυέλαιο μπρούντζινο με είκοσι τέσσερις λαμπτήρες...
Η φαντασμένη. Άντε να ξεχωρίσεις, όταν μιλάει, το ψέμα από την αλήθεια...
Η Αθηνά πήγε στην Κερασιά, στο σπίτι της γιαγιάς. Διάβαζε, έγραφε στις φίλες της, έγραφε στίχους.
Η Όλγα πήγε -πού αλλού;- στο Χιλιομόδι. Η Πόπη στο Λουτράκι, η Τίλδα στη Γλυφάδα, έχουν δικό τους σπίτι εκεί...
Η Ποζέλι δε θα 'ρθει φέτος στο σχολείο. Πέρσι κουράστηκε πολύ, να ξυπνάει νωρίς για να προλαβαίνει τα μαθήματα. Πώς να ταιριάζει το νυχτερινό τραγούδι με τη Σχολή Θηλέων; Άλλωστε, τώρα το όνομά της μπήκε με μεγάλα γράμματα έξω από τη Μάντρα του Αττίκ. Γύρω του, τη νύχτα, αναβοσβήνουν πολύχρωμα λαμπιόνια. Αντίο, Ποζελάκι...
— Πώς σε λένε; ρώτησαν την καινούρια οικότροφο.
— Μαριάννα Κωβαίου.
— Σε ποιο σχολείο πήγαινες;
— Στη Θεσσαλονίκη... Τώρα οι γονείς μου μ' έστειλαν εδώ.
Αδύνατη, μικροκαμωμένη, με το κεφάλι γεμάτο μπούκλες και μπουκλάκια. Ομορφούλα.
Παρ' ολίγο να μην έρθει ούτε η Μίνα.
— Ήθελε ο μπαμπάς μου να με στείλει στο Τορόντο, σ' έναν αδερφό του που δεν έχει παιδί, πολύ πλούσιο... Εγώ δεν ήθελα, φοβόμουν να φύγω, και η μαμά έμπηξε τις φωνές: «Δε δίνω σε κανέναν τα παιδιά μου, τα θέλω όλα κοντά μου...».
Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια.
Και η Άλμπα, η λιγομίλητη, τους είπε πως πήγε στην Αίγινα και πως τα είχε περάσει πολύ ωραία.
(Δεν τους είπε πως ο Αιμίλιος, ο αδερφός της Μαρίνας, την τελευταία μέρα του καλοκαιριού τής γλίστρησε κι ένα ραβασάκι μέσα στην τσέπη. «Σ' αγαπώ», της έγραφε, κι εκείνη δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Τώρα τον σκέφτεται...)
— Η Αίγινα είναι το πιο όμορφο νησί του κόσμου.
Δεν πρόλαβε να πει άλλα. Η Ζωρζ την έκοψε:
— Μα κι εγώ έχω πάει στην Αίγινα, στη Βαγία. Έκανα γαϊδουροκαβαλαρία, κι ο ναός της Αφαίας ήταν πάνω από το κεφάλι μας. Ο Παναγιώτης, ο φίλος μου...
— Τα ξέρουμε... τα ξέρουμε, μας τα 'χεις ξαναπεί! φώναξαν οι φίλες της.
Κι ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο πανηγύρι.
Όταν μπήκε στην τάξη η κυρία Ερασμία, με το ράσο της και τις μαύρες παντόφλες, όλες οι μαθήτριες ήταν αναψοκοκκινισμένες.
— Αγαπηταί μαθήτριαι, σας εύχομαι καλήν πρόοδον... Η δεσποινίς Κλάρα θα σας ανακοινώσει το πρόγραμμα.
Μόλις απομακρύνθηκε η κυρία Διευθύντρια, έγινε χαλασμός από τα πολλά χειροκροτήματα. Η αγαπημένη καθηγήτρια ανέβηκε στην έδρα -ήταν όμορφη, πιο όμορφη από πέρσι. Καινούριο ταγεράκι, μπλε με άσπρες κουκκίδες, και μπλε γρα-βάτα. Μούρλια! Ευχαρίστησε για την υποδοχή και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Τους είπε:
— Καλές μου φίλες, με πολλή χαρά σάς ξαναβρίσκω. Πιστεύω πως φέτος θα πούμε πολλά, πιο πολλά από πέρσι... Δε χρειάζεται να φωνάξω κατάλογο. Μόνο μια καινούρια μάς ήρθε. Καλώς όρισες, Μαριάννα... Φέτος, συνέχισε η δεσποινίς Κλάρα, θα δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στη γλώσσα. Θα διαβάσουμε κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, και, φυσικά, ποίηση. Θα είμαι πολύ απαιτητική στην έκθεση. Θα συζητάμε κάθε συντακτικό λάθος, ως και τη στίξη. Η φαντασία του κειμένου θα είναι προσωπική σας επιλογή. Θα είσθε ελεύθερες να γράφετε σωστά, το τονίζω, σωστά, ό,τι προτιμάτε... Και, για να κάνουμε καλή αρχή, σας παρακαλώ για την ερχόμενη Πέμπτη να γράψετε μια έκθεση με θέμα: Το καλοκαίρι μου.
Οι μαθήτριες ενθουσιάστηκαν. Ήταν η έκθεση που ταίριαζε στο κοντινό τους χτες. Η κάθε μαθήτρια θα είχε τα δικά της να πει. Δεκαεννιά ξεχωριστά καλοκαίρια. Η δεσποινίς Κλάρα είχε διαλέξει Το θέμα!
Πριν ακόμη χτυπήσει το κουδούνι, δίχως μολύβι και χαρτί, έτσι στον αέρα, η καθεμιά είχε ξεκινήσει την έκθεσή της. «Πρέπει η δική μου να είναι η καλύτερη...», σκεφτόταν η Ζωρζ. Ήθελε να ξεπλύνει την περσινή ντροπή της αντιγραφής. Αν τα κατάφερνε να πάρει άριστα ή έστω ένα λίαν καλώς, τότε θα ομολογούσε στη δεσποινίδα Κλάρα την απάτη και θα της ζητούσε συγγνώμη. Δε θα δυσκολευόταν να γράψει την έκθεση, είχε τόσα και τόσα ζήσει στο Καβούρι της! Θα τα έγραφε όλα, για την καφασωτή παράγκα, τη θάλασσα στα πόδια τους, τις βουτιές από τον ψηλό βράχο και τα τραγούδια της παρέας στην ακρογιαλιά με την πανσέληνο που ανατέλλει. Αχ, πώς να περιγράψει αυτή την ασημένια γραμμή που σκίζει στα δυο την ασάλευτη θάλασσα!
Να σταματήσει το χρόνο πάνω σε μια κόλλα χαρτί, να ζήσει για πάντα την ομορφιά του καλοκαιριού της! Όταν σαν θεά Αθηνά κατέβαινε το λοφάκι, με το σεντόνι άσπρη χλαμύδα και με το χρυσαφί κοντάρι, το ξύλο που είχε βάψει η χρυσοχέρα η Ρενέ! Κυρίαρχος του κόσμου!
— Έι, τη σκούντηξε η Άλκη, χάζεψες; Ας κατεβούμε στην αυλή.
Στην αυλή μεγάλες και μικρές μαθήτριες έκοβαν βόλτες, κουβέντιαζαν, κι ήταν τα λόγια τους άσπρα πουλιά που φτερούγιζαν γύρω τους.
Η Λένα πήγε στην Κηφισιά, έμενε σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο, το «Σεμίραμις»... Έτρωγε μεσημέρι βράδυ στο εστιατόριο...
Η Ίντα πήγε στο νησί των Ιπποτών, στη Ρόδο...
Η Αθηνούλα πήγε στο σπίτι της γιαγιάς, στο Παλιοσέλι της Κόνιτσας.
— Η γιαγιά μού έκανε όλα τα χατίρια.
(Ο πατέρας της και η μητριά της πήγαν πάλι στην Ευρώπη...)
Η Άλκη στο αιώνιο Μαρούσι με τις βόλτες του.
— ... και το βράδυ πηγαίναμε με τη Λενιώ στον κινηματογράφο...
Η Αννούλα στο Φάληρο με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι, να μην κρυολογήσει το παιδί...
— Αχ!
Η Ζωρζ ξυπόλυτη στο Καβούρι.
— Φεύγαμε με τη Ρενέ πρωί, πολύ πρωί, να προλάβουμε τη θάλασσα λάδι, και γυρίζαμε για φαγητό περασμένες δύο. Τα βράδια...
— Πού πήγες διακοπές; ρώτησα τη Λίλη.
Κι αυτή, δίχως να χρωματίσει τη λέξη, απάντησε:
— Στο Παρίσι.
— Και πώς είναι ο Παρίσι;
— Πώς θες να 'ναι; Παρίσι.
Η Κική πήγε στη Μάνη.
— Ε, και να βλέπατε τον πύργο των παππούδων μου! Στους τοίχους κρέμονται οι πρόγονοί μας, και στο σκαλιστό μακρόστενο τραπέζι κάθονται είκοσι τέσσερα άτομα, και πάνω από το τραπέζι έχει έναν πολυέλαιο μπρούντζινο με είκοσι τέσσερις λαμπτήρες...
Η φαντασμένη. Άντε να ξεχωρίσεις, όταν μιλάει, το ψέμα από την αλήθεια...
Η Αθηνά πήγε στην Κερασιά, στο σπίτι της γιαγιάς. Διάβαζε, έγραφε στις φίλες της, έγραφε στίχους.
Η Όλγα πήγε -πού αλλού;- στο Χιλιομόδι. Η Πόπη στο Λουτράκι, η Τίλδα στη Γλυφάδα, έχουν δικό τους σπίτι εκεί...
Η Ποζέλι δε θα 'ρθει φέτος στο σχολείο. Πέρσι κουράστηκε πολύ, να ξυπνάει νωρίς για να προλαβαίνει τα μαθήματα. Πώς να ταιριάζει το νυχτερινό τραγούδι με τη Σχολή Θηλέων; Άλλωστε, τώρα το όνομά της μπήκε με μεγάλα γράμματα έξω από τη Μάντρα του Αττίκ. Γύρω του, τη νύχτα, αναβοσβήνουν πολύχρωμα λαμπιόνια. Αντίο, Ποζελάκι...
— Πώς σε λένε; ρώτησαν την καινούρια οικότροφο.
— Μαριάννα Κωβαίου.
— Σε ποιο σχολείο πήγαινες;
— Στη Θεσσαλονίκη... Τώρα οι γονείς μου μ' έστειλαν εδώ.
Αδύνατη, μικροκαμωμένη, με το κεφάλι γεμάτο μπούκλες και μπουκλάκια. Ομορφούλα.
Παρ' ολίγο να μην έρθει ούτε η Μίνα.
— Ήθελε ο μπαμπάς μου να με στείλει στο Τορόντο, σ' έναν αδερφό του που δεν έχει παιδί, πολύ πλούσιο... Εγώ δεν ήθελα, φοβόμουν να φύγω, και η μαμά έμπηξε τις φωνές: «Δε δίνω σε κανέναν τα παιδιά μου, τα θέλω όλα κοντά μου...».
Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια.
Και η Άλμπα, η λιγομίλητη, τους είπε πως πήγε στην Αίγινα και πως τα είχε περάσει πολύ ωραία.
(Δεν τους είπε πως ο Αιμίλιος, ο αδερφός της Μαρίνας, την τελευταία μέρα του καλοκαιριού τής γλίστρησε κι ένα ραβασάκι μέσα στην τσέπη. «Σ' αγαπώ», της έγραφε, κι εκείνη δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Τώρα τον σκέφτεται...)
— Η Αίγινα είναι το πιο όμορφο νησί του κόσμου.
Δεν πρόλαβε να πει άλλα. Η Ζωρζ την έκοψε:
— Μα κι εγώ έχω πάει στην Αίγινα, στη Βαγία. Έκανα γαϊδουροκαβαλαρία, κι ο ναός της Αφαίας ήταν πάνω από το κεφάλι μας. Ο Παναγιώτης, ο φίλος μου...
— Τα ξέρουμε... τα ξέρουμε, μας τα 'χεις ξαναπεί! φώναξαν οι φίλες της.
Κι ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο πανηγύρι.
Όταν μπήκε στην τάξη η κυρία Ερασμία, με το ράσο της και τις μαύρες παντόφλες, όλες οι μαθήτριες ήταν αναψοκοκκινισμένες.
— Αγαπηταί μαθήτριαι, σας εύχομαι καλήν πρόοδον... Η δεσποινίς Κλάρα θα σας ανακοινώσει το πρόγραμμα.
Μόλις απομακρύνθηκε η κυρία Διευθύντρια, έγινε χαλασμός από τα πολλά χειροκροτήματα. Η αγαπημένη καθηγήτρια ανέβηκε στην έδρα -ήταν όμορφη, πιο όμορφη από πέρσι. Καινούριο ταγεράκι, μπλε με άσπρες κουκκίδες, και μπλε γρα-βάτα. Μούρλια! Ευχαρίστησε για την υποδοχή και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Τους είπε:
— Καλές μου φίλες, με πολλή χαρά σάς ξαναβρίσκω. Πιστεύω πως φέτος θα πούμε πολλά, πιο πολλά από πέρσι... Δε χρειάζεται να φωνάξω κατάλογο. Μόνο μια καινούρια μάς ήρθε. Καλώς όρισες, Μαριάννα... Φέτος, συνέχισε η δεσποινίς Κλάρα, θα δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στη γλώσσα. Θα διαβάσουμε κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, και, φυσικά, ποίηση. Θα είμαι πολύ απαιτητική στην έκθεση. Θα συζητάμε κάθε συντακτικό λάθος, ως και τη στίξη. Η φαντασία του κειμένου θα είναι προσωπική σας επιλογή. Θα είσθε ελεύθερες να γράφετε σωστά, το τονίζω, σωστά, ό,τι προτιμάτε... Και, για να κάνουμε καλή αρχή, σας παρακαλώ για την ερχόμενη Πέμπτη να γράψετε μια έκθεση με θέμα: Το καλοκαίρι μου.
Οι μαθήτριες ενθουσιάστηκαν. Ήταν η έκθεση που ταίριαζε στο κοντινό τους χτες. Η κάθε μαθήτρια θα είχε τα δικά της να πει. Δεκαεννιά ξεχωριστά καλοκαίρια. Η δεσποινίς Κλάρα είχε διαλέξει Το θέμα!
Πριν ακόμη χτυπήσει το κουδούνι, δίχως μολύβι και χαρτί, έτσι στον αέρα, η καθεμιά είχε ξεκινήσει την έκθεσή της. «Πρέπει η δική μου να είναι η καλύτερη...», σκεφτόταν η Ζωρζ. Ήθελε να ξεπλύνει την περσινή ντροπή της αντιγραφής. Αν τα κατάφερνε να πάρει άριστα ή έστω ένα λίαν καλώς, τότε θα ομολογούσε στη δεσποινίδα Κλάρα την απάτη και θα της ζητούσε συγγνώμη. Δε θα δυσκολευόταν να γράψει την έκθεση, είχε τόσα και τόσα ζήσει στο Καβούρι της! Θα τα έγραφε όλα, για την καφασωτή παράγκα, τη θάλασσα στα πόδια τους, τις βουτιές από τον ψηλό βράχο και τα τραγούδια της παρέας στην ακρογιαλιά με την πανσέληνο που ανατέλλει. Αχ, πώς να περιγράψει αυτή την ασημένια γραμμή που σκίζει στα δυο την ασάλευτη θάλασσα!
Να σταματήσει το χρόνο πάνω σε μια κόλλα χαρτί, να ζήσει για πάντα την ομορφιά του καλοκαιριού της! Όταν σαν θεά Αθηνά κατέβαινε το λοφάκι, με το σεντόνι άσπρη χλαμύδα και με το χρυσαφί κοντάρι, το ξύλο που είχε βάψει η χρυσοχέρα η Ρενέ! Κυρίαρχος του κόσμου!
— Έι, τη σκούντηξε η Άλκη, χάζεψες; Ας κατεβούμε στην αυλή.
Στην αυλή μεγάλες και μικρές μαθήτριες έκοβαν βόλτες, κουβέντιαζαν, κι ήταν τα λόγια τους άσπρα πουλιά που φτερούγιζαν γύρω τους.
Ζ. Σαρρή, Ε.Π., Πατάκης
digitalschool
Τα μπουκλάκια
Πρώτη Οκτωβρίου, αρχή της σχολικής χρονιάς, και το καλοκαίρι δε λέει
να φύγει. Γαντζώνεται στις τριανταφυλλιές, στις γκλισίνες, στην
αγράμπελη, στον πλατύφυλλο βασιλικό. Μια βροχή, βροχούλα, ξέπλυνε τα
φύλλα των δέντρων, μοσχοβόλησε η γη, μοσχοβόλησε ο κήπος της Αννούλας,
μοσχοβόλησε ως και το πεζοδρόμιο. Πολύχρωμες κορδέλες οι μέρες του
καλοκαιριού, όλες οι μέρες, που δεν πρόλαβαν να γίνουν αναμνήσεις, στα
μαλλιά των κοριτσιών που κόβουν βόλτες στην αυλή περιμένοντας την ώρα
του αγιασμού. Τα στόματα κελαηδούν, και λέει η Άλκη:
— Τούτη
τη φορά δεν πήγα στο Μαρούσι, πήγα στο Μάτι, μισή ώρα με το ποδήλατο
ως το Καβούρι της Ζωρζ, και πάλι ο μπαμπάς είπε το «όχι» του...
Η Λίλη πήγε στη Γερμανία. Τη ρωτούν:
— Και πώς ήταν το Βερολίνο;
— Πώς θέλετε να είναι; Σαν Βερολίνο, απαντάει, λες και είναι το Βερολίνο παγωτό χωνάκι...
Η Αθηνά πήγε στα Μέθανα,...
σε ξενοδοχείο, για να κάνει η μαμά της ιαματικά λουτρά, και τα πέρασε πολύ ωραία:
σε ξενοδοχείο, για να κάνει η μαμά της ιαματικά λουτρά, και τα πέρασε πολύ ωραία:
— Είχε κι άλλα κορίτσια και κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, περνάει περνάει η μέλισσα...
Η Τίλδα έμεινε στην Αθήνα:
— Κάθε βράδυ πήγαινα σινεμά κι έτρωγα παγωτό κασάτο κι όλη την άλλη μέρα διάβαζα Στέφαν Τσβάιχ, Ντελύ, τον «Αρχισιδηρουργό» του Ονέ, του Ζωρζ Ονέ...
Δεν είπε στις φίλες της πως, διαβάζοντας τον «Αρχισιδηρουργό», έκλαιγε κι ορκίστηκε να γίνει κι εκείνη συγγραφέας.
Η Κική πήγε πάλι στη Μάνη, στα μεγαλεία των προγόνων της, η φαντασία της καλπάζει:
— Έκανα ιππασία...
— Πες καλύτερα γαϊδουροκαβαλαρία... την πείραξε η Αλκη.
Η Μίνα —άκουσον, άκουσον!— οι δικοί της είπαν να την παντρέψουν μ' έναν πολύ πλούσιο, λίγο μεγαλούτσικο...
— Να μην τελειώσω καν το γυμνάσιο;
Και δώσ' του τύλιγε τα μαλλιά της με κουρελάκια...
Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια, τρεις αδερφούς κι οχτώ αδερφές, όλες ανύπαντρες...
Η Μαριάννα πήγε στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα πήγε στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, στην Κασσάνδρα, κι ήταν η αμμουδιά απέραντη, κι ήταν η θάλασσα διάφανη, κι εκείνη τόσο έρημη...
— Όλη μέρα ψηνόμουν μοναχή στον ήλιο και διάβαζα του κόσμου τα βιβλία...
-— Γι' αυτό μοιάζεις με φραντζολάκι που μόλις βγήκε από το φούρνο... της, λέει η Ζωρζ, πού πολύ την αγαπάει.
Η Πόπη μάζευε μασημένες τσίχλες. Θύμωναν οι γονείς της. Την έντυναν, τη στόλιζαν...
— Με το ζόρι μ' έσερναν στις βεγκέρες τους...
Κι εκείνη το μυαλό της το είχε στον Κολοκοτρώνη.
Η Αθηνούλα—αχ, η Αθηνούλα!— πήγε στην Ελβετία.
— Σκαρφαλώναμε με το Σπύρο στα ψηλά βουνά, καταπράσινα, κι ήταν κάτι σαλέ με τζάκια και πουπουλένια παπλώματα, κι εγώ νοσταλγούσα τον κοιτώνα μου...,
Η Αννούλα στο Φάληρο, με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι,
να μην κρυολογήσει το παιδί...
Η Άλμπα, η τυχερή, πήγε στην Ιταλία.
Η Ίντα πήγε στην Αβησσυνία, στο παλάτι του Χαϊλέ Σελασιέ.
Ακούει η Ζωρζ και ζηλεύει.
— Μόνο την κάμαρά μου να βλέπατε! Ένα κρεβάτι με ουρανό και κουνουπιέρες
αραχνοΰφαντες, κι όταν τρώγαμε, πάντα με το βασιλιά, οι δούλοι με τις μεταξωτές
κελεμπίες γύρω από το τραπέζι, κι όλα άστραφταν, τα πιάτα ασημένια, χρυσά τα ποτήρια!
Κι η Λένα, πού πήγε η Λένα;
— Μαντέψτε, λέει στις φίλες της.
— Στην Αμερική, βελάζει η Όλγα, που έκοψε την κοτσίδα της και μοιάζει με πρόβατο.
— Στην Κηφισιά, πού αλλού; Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Στο Σεμίραμις ήταν μια ορχήστρα που έπαιζε ταγκό, και ξέρετε με ποιον χόρευα;
Μαντέψτε!
Οι φίλες δε μαντεύουν, κι εκείνη συνεχίζει:
— Με τον Τάυρον Πάουερ, δηλαδή με τον Πετρίδη, τον απόφοιτο των Αρρένων, με το Γιάννη Πετρίδη, που είναι ωραίος σαν τον Τάυρον Πάουερ και χορεύει σαν θεός. Κι ύστερα από μια βδομάδα έφυγε, κι έμεινα εγώ μπουκάλα να κλαίω τη μοίρα μου...
Καλοκαιριάτικο πυροτέχνημα ο Πετρίδης.
Η Ζωρζ λέει τα πιο πολλά:
— Η παράγκα μας γέμισε κόσμο, μια αδερφή της μαμάς από τη Σενεγάλη μαζί με τη φίλη της, μια Λέα Παλ, μια όμορφη, μια εξαντρίκ, μια δημοσιογράφο που μας χτένιζε σαν να ήμασταν αρχαίες Ελληνίδες κι όλο τραβούσε φωτογραφίες, κι ο μπαμπάς γελούσε, του άρεσε η Λέα Παλ, και ήταν στην πλαϊνή παράγκα μια οικογένεια με δυο αγόρια, οι Σβώλοι, μεγάλοι, πάνε στο πανεπιστήμιο, που είχαν γραμμόφωνο, και τα βράδια πηγαίναμε στη βεράντα τους και χορεύαμε «το ταγκό, το ωραιότερο του κόσμου είναι αυτό-που χορέψαμε μαζί...»
Τραγουδάει η Ζωρζ, και χτυπάει ο κώδων. Η ώρα του αγιασμού.
Η κυρα-Μάρθα με τον μπαρμπα-Στάθη είχαν κατεβάσει ένα τραπέζι, το είχαν σκεπάσει μ' ένα άσπρο σεντόνι, και η κυρα- Μάρθα είχε κόψει από τη γλάστρα της ένα μάτσο βασιλικό για το ράντισμα, κι όλοι περίμεναν.
Ο πάτερ Ανδρέας μπροστά, με την αγιαστούρα, το σταυρό, με τα χρυσοστόλιστα άμφια, και πίσω του η κυρία Ερασμία.
Οι μαθήτριες, με το πρόσταγμα της γυμνάστριας, μπήκαν ανά τρεις σε δυο σειρές και περίμεναν ν' αρχίσουν οι ψαλμοί.
Η φωνή του πάτερ Ανδρέα ζεστή, βαθιά, δε βιάζεται.
— Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε. Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Τρεις φορές κάνει το σταυρό του. Σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό.
— Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αλήθεια σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μην εισέλθεις εις κρίσην μετά τον δούλον σου...
(Μια μεγάλη ανάσα, και)
Ότι δικαιωθήσεται ενώπιον σον πας ζων...
Όταν τέλειωσε ο αγιασμός, όταν όλες οι μαθήτριες, στη σειρά, μία μία, φίλησαν το σταυρό κι ύστερα το χέρι του πάτερ Ανδρέα, η κυρία Ερασμία από τον εξώστη έβγαλε λόγο.
Καλωσόρισε τις μαθήτριες με ύφος λες κι έφταιξαν πριν ακόμη προλάβουν να κάνουν την αταξία. Τους είπε:
— Το σχολικόν έτος να σταθεί σταθμός εις τον πολιτισμόν των Ελλήνων με οδηγητήν τον Αρχηγόν, τον Ιωάννην Μεταξά. Εσείς αι μαθήτριαι πρέπει να κρατήσετε την δάδα αυτού του πολιτισμού αναμμένη. Η κοσμιότης είναι το πρώτιστον καθήκον, ως εκ τούτου απαγορεύονται τα μπουκλάκια...
Κι έτσι, ξεκάρφωτα, συνέχισε:
— Από αύριο καταργούνται. Αν δεν τα καταργήσετε μόνες σας, θα τα καταργήσει το ψαλίδι μου.
Οι μαθήτριες που είχαν μπουκλάκια πάγωσαν. Δηλαδή, σκέφτηκε η Μίνα, δε θα ξανατυλίξω τα μαλλιά μου με κουρελάκια και θα 'ρχομαι στο σχολείο με τα πράσα μου; Και δεν παντρεύομαι καλύτερα; Έκλαιγε όλη την ημέρα, μούσκεψε το τετράδιο της ιχνογραφίας. Έκλαιγαν και οι άλλες, όσες είχαν μπουκλάκια. Ήταν μια Κόκαλη, μια μεγάλη της Πέμπτης, που κάθε βράδυ κατσάρωνε το μαλλί της με καυτό ψαλίδι. Ήταν και τα μπουκλάκια της Μαριάννας, όμως όλοι ήξεραν πως το μαλλί της ήταν μπουκλωτό από φυσικού του. Έπεφτε στο κρεβάτι, ξυπνούσε, σηκωνόταν, ούτε που χτενιζόταν, το μαλλί της έμενε κατσαρό. Τα μπουκλάκια πλαισίωναν το πρόσωπο της, το ομόρφαιναν. «Δώρο Θεού» έλεγε η μαμά της. Η Κική, με τα φτωχά κοτσιδάκια της, ζήλευε, η Αλκή ήθελε τόσο πολύ να κόψει το μαλλί της κοντό και να το σγουραίνει με ψαλίδι, όμως ο μπαμπάς της δεν την άφηνε. Όσο για τη Ζωρζ, δεν είχε να ζηλέψει. Το
μαλλί της,κοντό, αλά γκαρσόν, ήταν όλο σκάλες. Έτσι, οι μαθήτριες της Γ' Γυμνασίου, έξω από τη Μίνα, που όλο έκλαιγε, δεν ανησυχούσαν. Δεν τους είχαν αλλάξει τάξη, είχαν ξαναβρεί τους ξεθωριασμένους ήρωες του '21, το Χριστό να κρέμεται σαν πέρσι, σαν πρόπερσι, με την κόκκινη καρδιά στο χέρι, και προπαντός είχαν ξαναβρεί τους αγαπημένους δασκάλους: την Α.Κ, τον Παπαδόπουλο, τον καλοκάγαθο Κουμαράτο, τον κουφό Καλιμάνη που ποτέ δεν τις μάλωνε...
Η μόνη καινούρια δασκάλα ήταν η δεσποινίς Τσαπαρούχα. Μια σχεδόν γριά με κόκκινα βαμμένα μαλλιά, πολύ αραιά. Έβλεπες μέσα από τις σχολαστικά χτενισμένες τρίχες της το ροδαλό της κρανίο.
Πίστευε πως ήταν μεγάλη ζωγράφος κι έλεγε πως η ζωγραφική της προπορευόταν της εποχής της. Ύστερα από πολλά χρόνια θα αναγνώριζαν την αξία της. Προς το παρόν, για έναν πενιχρό μισθό, αναγκαζόταν να διδάσκει σχέδιο στα σχολεία. Τις άρεσαν οι θάλασσες, τα βουνά, τα ηλιοβασιλέματα, ένα καΐκι με πανί να στέκει ασάλευτο στη μέση του τοπίου. Έτσι λοιπόν, εκείνη τη Δευτέρα, επειδή ο Κουμαράτος ήταν άρρωστος, έκανε εκείνη μάθημα στην Γ' Γυμνασίου.
Ήταν η πρώτη γνωριμία με τη δεσποινίδα Τσαπαρούχα.
Η Ζωρζ, με το μυαλό της στα πρωινά λόγια της κυρίας Ερασμίας, σήκωσε το χέρι:
— Δεσποινίς, δεσποινίς, μπορούμε να διαλέξουμε το θέμα που θα ζωγραφίσουμε;
Η δεσποινίς Τσαπαρούχα χάρηκε με το ενδιαφέρον της μικρής.
— Και ποιο θέμα προτείνεις, παιδί μου;
Η Ζωρζ ήταν προετοιμασμένη:
— Ένα κεφάλι με μπουκλάκια...
Δηλαδή; παραξενεύτηκε η δεσποινίς Τσαπαρούχα, που δεν κατάλαβε.
Το κεφάλι του Ερμή;
|
— Να ζωγραφίσουμε το κεφάλι της Μαριάννας.
— Και ποια είναι η Μαριάννα;
— Εγώ, φώναξε η Μαριάννα, και σηκώθηκε όρθια.
Ομορφούλικο αυτό το κεφάλι με τα μπουκλωτά μαλλιά.
Γιατί να φέρει αντίρρηση η καθηγήτρια;
— Αν η Μαριάννα δέχεται να κάνει το μοντέλο, ν' ανέβει στην έδρα. Είσαστε όλες
σύμφωνες;
— Ναίαιαι! απάντησε με μια φωνή η τάξη.
Η Μαριάννα ανέβηκε στην έδρα, στάθηκε ακίνητη, και οι συμμαθήτριές της άρχισαν
να ζωγραφίζουν: ένα στρογγυλό πρόσωπο με μάτια αμυγδαλωτά, με μυτούλα σηκωμένη, με καρδούλα στόμα και γύρω γύρω μπούκλες και μπουκλάκια. Δεν ήταν
δα και τόσο δύσκολο. Όλες λίγο πολύ τα κατάφερναν. Η δεσποινίς Τσαπαρούχα
έσκυβε από πάνω από τα σκίτσα κι ένιωθε πανευτυχής. Μοίραζε γενναιόδωρα
τα μπράβο της κι αναλογιζόταν πώς θα μπορούσε να στήσει μέσα στο σχολείο,
στην αίθουσα μουσικής και ρυθμικής, μια έκθεση με τα έργα των μαθητριών της.
Οι γονείς θα έρχονταν να τα θαυμάσουν και να τη συγχαρούν. Το γερασμένο της
πρόσωπο έλαμπε.
Τι ήταν, Χριστέ μου, να μπει εκείνη τη στιγμή η κυρία Ερασμία; Ποιος διάβολος την έσπρωξε; Μπήκε, χοντρή, κοντή, μαυροφορούσα, και ρώτησε:
— Τι κάνετε;
— Πολύ καλά, ευχαριστούμε, εσείς πώς είστε; της απάντησε η δεσποινίς Τσαπαρούχα.
— Θέλω να πω, τι ζωγραφίζετε;
Και γύρισε και κοίταξε τη Μαριάννα, που στεκόταν μαρμαρωμένη στην έδρα.
Η δεσποινίς Τσαπαρούχα εξήγησε:
— Ζωγραφίζουμε το «κεφάλι με τα μπουκλάκια», και συνέχισε:
— Κυρία Δελαπόρτα, σας συγχαίρω για τις μαθήτριές σας, έχουν όλες ταλέντο, και A PROPOS σκεφτόμουν...
Θύμωσε η κυρία Ερασμία:
— A PROPOS, ποιος διάλεξε το θέμα;
Δεν κατάλαβε η δεσποινίς Τσαπαρούχα ούτε θυμόταν ποια μαθήτρια το είχε διαλέξει.
— Δηλαδή τι εννοείτε;
— Εννοώ πως τα μπουκλάκια απαγορεύονται. Η Κωβαίου έπρεπε να δώσει το καλό παράδειγμα. Κωβαίου, στο διάλειμμα να έλθεις στο γραφείο μου!
Οι μαθήτριες παράτησαν τα χρωματιστά μολύβια τους. Η Μαριάννα δεν κατάλαβε γιατί έπρεπε να πάει στο γραφείο της κυρίας Ερασμίας. Σε τι είχε φταίξει;
Το κεφάλι με τα μπουκλάκια έμεινε ανολοκλήρωτο.
No comments:
Post a Comment