την όμορφη την Άγια αυτή βραδιά,
το δέντρο του Χριστούλη μας να δούμε
που δώρα έχει γεμάτα τα κλαδιά.
Στη ρίζα μια σπηλιά, γύρω το χιόνι
και μέσα σε μια φάτνη γελαστός
στη Παναγιά τα χέρια του θ’ απλώνει
ο τόσο δα μικρούλης μας Χριστός.
♦ ΓΙΟΡΤΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Γιορτινά τραγούδια ηχούνε φα λα λα…
τη χαρά παντού σκορπούνε φα λα λα..
λάμπει ο ουρανός κι η πλάση φα λα λα…
τ΄ άγιο θαύμα να γιορτάσει φα λα λα…
Στα βουνά χιονιάς σφυρίζει φα λα λα…
κι η φωτιά στο τζάκι τρίζει φα λα λα…
Την καρδιά ζεσταίνει η ελπίδα φα λα..
σαν χρυσόφωτη ηλιαχτίδα φα λα λα…
Τα Χριστούγεννα σιμώνουν φα λα λα…
την καρδιά μου τη φτερώνουν φα λα..
φάτνη θα την ετοιμάσω φα λα λα…
το Χριστό για να θρονιάσω φα λα λα…
♦ ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΘΕΩ»!
Τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια
τῆς Σιὼν τὰ βιβλικὰ
θεία μουσικὴ ἀπόψε
‘ὡσαννά’ ἀντιλαλοῦν.
Δόξα, δόξα ἐν ὑψίστοις,
Δόξα, δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ!
Ἔκθαμβοι
βοσκοὶ κινοῦνε
μὲς στὴ νύχτα γιὰ νὰ βροῦν
τὸ νιογέννητο Σωτήρα
καὶ τὸ βρέφος προσκυνοῦν.
Ἄκου, Βηθλεὲμ ἀπόψε
τραγουδᾶ ὁ οὐρανός,
σὲ μικρὸ χωριὸ σὲ φάτνη
θρόνο στήνει ὁ Θεός.
♦ ΕΙΣΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ!
Σὲ λάτρευα ἀπὸ μικρὸ παιδί,
ἀγάπαγα κάθε Σου στιγμή,
ἤσουν ὁ Θεὸς τῶν μικρῶν παιδιῶν,
ὁ Βασιλιᾶς τῶν οὐρανῶν.
Ἤσουν τιμωρὸς μὰ ἀγαπητός,
Μοῦ χάριζες τὸ δικό Σου φῶς.
Μεγάλωνα, μεγάλωνες κι Ἐσύ,
ὁ λόγος Σου αἰώνια τροφή,
ἤσουν ὁ Θεὸς τῶν ἀγωνιστῶν,
ὁ Βασιλιὰς τῶν ποιητῶν.
Τὸ τραγούδι μου ὕψωνα σὲ Σέ,
Τὰ ἴχνη Σου πόθησα, Χριστέ.
Ὁ Κύριος θὰ γεννηθεῖ ξανά,
ζητᾶ μιὰ φάτνη νὰ ‘βρει ζεστασιά,
θλίψη, παγωνιὰ θἆναι μακριά,
γιατί θὰ γεννηθεῖ μὲς στὴν καρδιά.
Ὦ Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιά μου χαρά,
τὰ χείλη μου ψάλλουν ὡσαννά!
μια αστροφεγγιά, μια ξαστεριά
κι ήταν θαρρείς αδελφωμένα
άνθρωποι, δέντρα και θεριά.
Είχε κινήσει κι ένα αστέρι
από τη βαθιά ανατολή
και ουρανοδρόμιζε να φέρει
στη γης το φέγγος το πολύ.
Ένα γαλήνιο καραβάνι
τρεις μάγοι πάνε βιαστικά
σμύρνα χρυσάφι και λιβάνι
κρατούσανε ευλαβικά.
Στη Βηθλεέμ έχουνε φθάσει
από πορεία μακρινή
βρίσκουν αλλιώτικη την πλάση,
είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
με τα δέντρα και τα δώρα τα πολλά,
ψάλλουν όλα τ’ αγγελούδια
όμορφα γλυκά τραγούδια.
Χαίρομαι διπλά κι εγώ
γελαστά χοροπηδώ.
Σήμερα γιορτάζω
και τα γιορτινά μου βάζω.
Με λαχτάρα περιμένω
καθαρό και στολισμένο
χίλια δώρα στη γιορτή μου
και ευχές για προκοπή μου.
χτύπα καμπάνα μου χρυσή,
Χριστούγεννα γιορτάζει ο κόσμος όλος,
σήμαινε σήμερα και συ.
Χτύπα καμπάνα να σ’ ακούσουν,
και κάθε Χριστιανός να ‘ρθεί,
ένα κεράκι για ν’ ανάψει,
εις του Χριστού μας τη γιορτή.
εορτή μεγάλη
και το δέντρο του Χριστού
άνθισε και πάλι.
Δέντρο μ’ άσπρα τα κλαδιά
με χρυσά στολίδια
ελάτε πάρετε παιδιά
γιορτινά παιχνίδια.
Ο Χριστός μας πάντοτε
τα καλά μας φέρνει
με αγάπη σήμερα
όλα αυτά μας στέλνει.
♦ ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ
(Ἦχος δ')
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί,
ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν
ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετὰ τῶν Μάγων
Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν,
ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν,
ὠδὴν ἐπάξιον.
Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες,
τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι,
ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ Θεοτόκου,
ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τί θαυμάζεις Μαριάμ, τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί; Ὅτι ἄχρονον υἱόν χρόνῳ ἐγέννησα, φησί, τοῦ τικτομένου τήν σύλληψιν μή διδαχθεῖσα. Ἄνανδρος εἰμί, καί πῶς τέξω υἱόν; ἄσπορον γονήν τίς ἑώρακε; ὅπου Θεός γάρ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας.
Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν. Ἄσαρκος γάρ ὤν, ἐσαρκώθη ἐκών. Καί γέγονεν ὁ ὤν, ὅ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς. Καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. ∆ιπλοῦς ἐτέχθη Χριστός, τόν ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι.
στο σχολειό μας γιορτινά.
Να οι Αγγέλοι να οι Μάγοι,
οι τσομπάνηδες, τ’ αρνιά.
Αχ, των Μάγων το χρυσάφι
που θα βρούμε τάχα τώρα
το λιβάνι και τα μύρα
να σου φέρουμε για δώρα;
Σου στολίσαμε τη φάτνη
στο σχολειό μας γιορτινά!
Και για δώρα όπως οι Μάγοι
να η μικρή μας η καρδιά!
κόπηκε στη μέση
κι έλιωσαν τα κρύσταλλα
πάνω στα νερά.
Τα πουλιά ζεστάθηκαν
μέσα στη φωλιά τους
και τα ουράνια σκίρτησαν
από τη χαρά.
Ο Χριστός γεννήθηκε
Θεία καλοσύνη
θ’ απλωθεί σ’ ολόκληρη
την καημένη γη.
Ο Χριστός γεννήθηκε
επί γης ειρήνη
σωτηρίας μυστική
γλυκιά φέγγει αυγή.
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Μᾶς προσκαλοῦν οἱ καμπάνες
στὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ,
νὰ προσκυνήσουμε ὅλοι,
τὸν βασιλιᾶ τῆς Ἐδέμ.
Μὲς στὴν ἀνάστερη
κρύα νυχτιά,
μᾶς περιμένει ζεστή ἐκκλησιά.
Πᾶμε νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει,
θείας στοργῆς ζεστασιά.
Στὸ θεῖο Βρέφος οἱ μάγοι
φέρνουν ἀγάπης χρυσό
καὶ τῆς ἐλπίδας τὴ σμύρνα
καὶ πίστης λιβανωτό.
Πάνω στὴ φάτνη ἀγγέλων χοροί
σκύβουν καὶ ψάλλουν
γλυκά στὸ Παιδί:
Δόξα ἐν ὑψίστοις,
χαῖρε εἰρήνη στὴ γῆ».
Λάμπει τῶν μάγων τ’ ἀστέρι
στὴ σκοτεινή μου καρδιά,
τοῦ παραδείσου τ’ ἀγέρι
ἄνθη κι ἐλπίδες σκορπᾶ.
Γεννιέται μέσα μου ἕνας Θεὸς
καὶ ξαναγίνομαι πάλι ναός.
Μὲς στῆς ψυχῆς μου τὰ βάθη,
θρονιάζεται ὁ Χριστός.
γεμάτη από μυστήρια,
φθάσαν οι μάγοι στη σπηλιά
με κόπους και μαρτύρια.
Πλούσια δώρα στο Χριστό
γονατιστοί προσφέρουν,
και τη χαρά τους δεν μπορούν
να δείξουν όσο θέλουν.
ταπεινά και προσκυνούν,
κι αγγέλοι φτερουγίζουν,
και με χάρη τραγουδούν.
«Ωσαννά εν τοις υψίστοις»,
τ’ ουρανού και γης ο κτίστης,
εγεννήθηκε στη γη,
μεσ’ στης νύχτας τη σιγή.
Ας χαρεί ο κάθε πιστός,
εγεννήθει ο Χριστός.
♦ ΠΥΡΓΟΣ ΓΥΑΛΙΝΟΣ
Πύργος γυάλινος στὰ χιόνια
μοιάζει τὸ καμπαναριό,
πάλλευκη εἶναι ἡ ἐκκλησούλα
ζωγραφιὰ εἶναι τὸ χωριό.
Κι ἡ καμπάνα, ποὺ σημαίνει
σὰν ἀνθρώπινη φωνή,
τὸ «ὡσαννά λέει τῶν ἀγγέλων,
ποῦ ὑμνοῦν οἱ οὐρανοὶ.
Κάθε νοῦς καὶ κάθε στόμα,
λέει βουβὴ μία προσευχὴ
κι ἕνας χωριανὸς στὸν ἄλλο
μίαν ἀπόκρυφη εὐχή.
Κι
ὅλοι μὲς στὴν ἐκκλησούλα
σὰν τοὺς μάγους προσκυνοῦν
καὶ στὶς ράχες τὰ κοπάδια
φεύγουν πιὰ καὶ δὲ βοσκοῦν.
♦ ΣΑΝ ΦΑΤΝΗ
Σὰν φάτνη εἶν’ ἡ καρδιά μου
ταπεινὴ
στῆς Βηθλεὲμ τὸν στάβλο χάμου.
Ἀγάπη ποὺ σὲ ψάλλουν οἱ οὐρανοὶ
ἔλα νὰ γεννηθεῖς
μὲς στὴν καρδιάμου.
Νὰ νιώσω θέλω πάλι τὴ χαρά,
τὸν δυνατὸ παλμὸ τῆς πίστης,
καὶ κάτω ἀπ’ τῶν ἀγγέλων
τὰ φτερὰ νὰ πῶ κι ἐγὼ
τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις».
Νὰ μπῶ μέσα στὸ ἄφωτο στρατὶ,
νὰ μὲ φωτίσει ξάφνου τ’ἄστρο,
νὰ βρῶ καὶ νὰ ντυθῶ τὴν ἀρετή,
νὰ στυλωθῶ σὰν ἄπαρτο
ἕνα κάστρο.
Ἀγάπη ποὺ προσκύνησαν βοσκοί,
μὲς στὴν καρδιά μου ξαναγύρνα.
Λατρείας προσφορὰ εὐλαβικὴ
σοῦ φέρνω γιὰ λιβάνι
καὶ γιὰ σμύρνα.
φέραν μάγοι και βοσκοί
δώρα από την καρδιά μας
ο Χριστούλης καρτερεί.
Κι έχω πέντε στρατιωτάκια
και μπισκότα τρία κουτιά
και για τα φτωχά αδελφάκια
έχω αγάπη στην καρδιά.
Όλα θα τους τα χαρίσω
σήμερα τρανή γιορτή
κι ο Χριστούλης μες στη φάτνη
πόσο – πόσο θα χαρεί!
Πόσο σε νιώθω στην καρδιά μου!
Δε βρίσκω λόγια να στο πω,
φως είσαι και παρηγοριά μου.
Τη γέννησή σου με χαρά,
γιορτάζουμε όλα τα παιδιά.
Φορούμε ολόλευκα φτερά,
κι όλα μαζί σαν αγγελάκια.
Πετούμε γύρω απ’ τη σπηλιά,
στην αχυρένια σου την κλίνη,
και τραγουδάμε σαν πουλιά:
Δόξα σε της γης ειρήνη!
τη δόξα σου Χριστέ
ψηλά στα ουράνια αγάλλονται
αγγέλων στρατιαί.
Η κάθε ανθρώπινη φωνή
κάθε θνητού λαλιά
τη γέννησή σου ψάλλουνε
μεγάλε βασιλιά.
Το Άγιο φως σου δω στη γη
θα ζει παντοτινά
και την αγάπη στις καρδιές
αιώνια θα σκορπά.
γεννιέται ο Χριστούλης σε στάβλου γωνιά.
Μαζί μονιασμένοι και με μια καρδιά
στον κόσμο να φέρουμε πάλι χαρά.
Τα χέρια σας δώστε αδέλφια ξανά
να δούμε τον ήλιο να χαμογελά.
την θλίψη να διώξουμε από την ψυχή
κι αγάπη να φέρουμε σ’ όλη τη γη.
στον ουρανό εφάνει
για το Χριστούλη έφεγγε
που ήταν σε μια στάνη.
Σαν έλαμψε διέλυσε
αμέσως το σκοτάδι
κι ήταν σαν όνειρο γλυκό
το μαγεμένο βράδυ.
να μπορούσα να σε φτάσω
στο μικρό μου το χεράκι
δυνατά να σε χουφτιάσω!
Κι έπειτα να σε κρεμάσω
στο σαλόνι ή στη βεράντα
κι όταν κόβεται το ρεύμα
άστρο εσύ θα φέγγεις πάντα!
♦ ΧΑΙΡΕ Η ΓΗ κι οι ουρανοί
Χαῖρε
ἡ γῆ κι οἱ οὐρανοί,
γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Κάθε ψυχή ἂς τὸν ὑποδεχτεῖ,
παντοῦ
σκορπᾶ τὸ φῶς (δίς),
τὸ φῶς, παντοῦ σκορπᾶ τὸ φῶς.
Δόξα παιδιά στὸν
Λυτρωτή,
ποὺ ἦρθε ΄δῶ στὴ γῆ.
Πελάγη καὶ λίμνες,
κοιλάδες καὶ βουνά,
σκιρτῆστε μὲ χαρά
(δίς),
χαρά, σκιρτῆστε μὲ χαρά.
Γύρω τὴ Χάρη Του
σκορπᾶ,
τοῦ κόσμου ὁ βασιλιᾶς.
Εἰρήνη φέρνει σὰ θεῖο Θησαυρό,
κι ἀγάπη στὸ λαό (δίς),
λαό κι ἀγάπη στὸ λαό.
♦ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ἦρθαν Χριστούγεννα,
Θεέ μου, στεῖλε τὸν ἥλιο, (δὶς)
ὦ Θεέ μου, στεῖλε τὸν ἥλιο. (δὶς)
Νὰ λειώσει ὁ πάγος μέσα
ἀπ’ τὶς καρδιές μας, (δὶς)
ὦ Θεέ μου, κι ἀνάστησέ μας. (δὶς)
Σὰν τοὺς ποιμένες
μ’ ἁπλότητα πάντα νὰ ζοῦμε, (δὶς)
στὸ ἔργο Σου ν’ ἀγρυπνοῦμε. (δὶς)
Τ’ ἄστρο τῶν μάγων, Θεέ μου,
νὰ μᾶς φωτίζει, (δὶς)
ὦ Θεέ μου, νὰ μᾶς φωτίζει. (δὶς)
Στὰ χνάρια Σου νὰ πατοῦμε
μέσα στὸ χιόνι (δὶς)
κι ἡ ἀπιστία νὰ λειώνει. (δὶς)
Δόξα στὸ νέο παιδὶ
ποῦ ‘ρθε στὴ φάτνη, (δὶς)
ὦ Θεέ μου, ποῦ ‘ρθὲ στὴ φάτνη(δὶς)
χαρούμενα η καμπάνα που χτυπά:
Γεννήθηκε ο Χριστός! Η Παναγία
γερμένη πάνωθέ του τον κοιτά.
Να το φυλάξουν απ’ την παγωνιά
σκεπάσματα δεν έχει το μωρό
και μόνο απ’ τα δοκάρια της σκεπής
κρέμοντ’ αράχνες γύρω του σωρό.
Το χιόνι την καλύβα τριγυρνά
μα στη σκεπή ανοίγει ο ουρανός
και κάτασπρα αγγελούδια τραγουδούν:
Γεννήθηκε ο Χριστός μας! Ο Χριστός!
μεγάλη εορτή
χαρά σ’ όλο τον κόσμο
χαρά σ’ όλη τη γη.
Στο δέντρο του Χριστού μας
ολόχαρα παιδιά
εμπρός ας τραγουδούμε
μ’ αγάπη στην καρδιά.
σωρός είναι το χιόνι
κρύο πολύ και τσουχτερό
τη γη την περιζώνει.
Μα ξάφνου μέσα στη νυχτιά
γλυκά χτυπά η καμπάνα
«Χριστός γεννάται σήμερον»
φωνάζει και η μάνα.
Κι ευθύς ο κάθε χριστιανός
ντύνεται και κινάει
μέσα στην άγρια νυχτιά
στην εκκλησιά να πάει.
Την Παναγιά ευχαριστεί
τη χαιρετά με πίστη
γιατί αυτή εγέννησε
του σύμπαντος τον Κτίστη.
του Δεκεμβρίου βράδυ
κι ένα ψυχρό χιονόνερο
φέρνει το αγιοκέρι.
Τι κι αν στο μαύρο ουρανό
απλώνεται σκοτάδι
πάνω απ’ τη φάτνη ασύγκριτο
φεγγοβολά ένα αστέρι.
μεγάλη εορτή
χαρά σ’ όλο τον κόσμο
χαρά σ’ όλη τη γη.
Απόψε Χριστούλη
στη φάτνη μπροστά
εγώ το μικρούλι
σου ψάλλω γλυκά.
απόψε θα σημαίνουν
κι οι χριστιανοί στην εκκλησιά
με πίστη θα πηγαίνουν.
Θα προσκυνήσουν το Χριστό
μ’ ευλάβεια μεγάλη
και θα ιδούν το Άγιο φως
που από παντού προβάλει.
Μες στην ψυχή θα νιώσουμε
θάρρος και καλοσύνη
και θ’ απλωθεί σ’ όλη τη γη
αγάπη και γαλήνη.
η φύση όλη χαίρεται.
Χριστούγεννα μας ήρθανε
τα σήμαντρα χτυπούν.
Χριστούλη μου στη φάτνη σου
μπροστά σου γονατίζουμε.
Χριστούλη μου χαιρόμαστε
για ‘σένανε κι εμείς.
μεγάλη είναι γιορτή,
χαρά σ’ όλο τον κόσμο,
χαρά σ’ όλη τη γη.
Τη δόξα του Χριστού μας,
ολόχαρα παιδιά,
εμπρός ας τραγουδούμε,
μ’ αγάπη στην καρδιά.
δίχως μάνα και πατέρα
τριγυρίζει το φτωχό
στους δρόμους νύχτα – μέρα
τρέμει, τουρτουρίζει
και όλο μουρμουρίζει:
«Μανούλα μου γλυκιά,
όλοι με περιφρονούνε,
με κλωτσούν, με αδικούνε!
που’ ναι τα δικά σου τα φιλιά;
Δες, μανούλα, τι παιχνίδια!
Τι πανέμορφα στολίδια!
Ποιος εμένα θα μου πάρει
μια μικρή – μικρή κουκλίτσα
να την έχω συντροφιά
μες στην έρημη μοναξιά;»
πέφτει ψιλό – ψιλό το χιόνι
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου
λες και απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό,
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά – τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
♦ Χριστουγεννιάτικο
Να ψάλλω γλυκά αλληλούια
τη νύχτα αυτή τη λαμπρή
που οι άγγελοι μ’ ένα τραγούδι
τα ουράνια δείξαν στη γη (2).
Φωνές παιδικές μες στα χιόνια
ζεσταίνουν την κάθε καρδιά
γεννιέτ’ ο Χριστός τραγουδάνε
γεμίστε θνητοί με χαρά (2).
Και έγινε η νύχτα σαν μέρα
με ήλιο ένα βρέφος θεϊκό
και την υδρόγειο σφαίρα
τυλίγει με ειρήνης ιστό
τυλίγει με ειρήνης ιστό
την υδρόγειο σφαίρα.
Μυριάδες φώτα στη γη μας
μα το σκοτάδι πυκνό
αστράφτουν στολίδια στα δέντρα
μα μες στην ψυχή ένα κενό(2)
Από τ΄ αστέρι των μάγων
μια αχτίδα στείλε Χριστέ
κι εγώ να κινήσω για να ‘βρω
τη στράτα που φέρνει σε Σε (2).
με τα κεράκια τα πολλά
τι θα μου φέρεις για παιχνιδάκι
απ’ τα πολλά σου τα καλά;
Παιδιά κοιτούν τα χρυσά σου κάλλη
καθένα τόσο λαχταρά
για να μοιράσεις τα δώρα πάλι
να τους χαρίσεις τη χαρά.
Μικρό δεντράκι αγαπημένο
τέτοια ομορφιά έχει κανείς;
Με τι λαχτάρα περιμένω
κάθε χρονιά για να φανείς!
την όμορφη, την Άγια αυτή βραδιά
μια τέτοια χρυσοφώτιστη γιορτή
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι’ έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι’ ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ό Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι’ ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
πού διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πώς θειο Παιδί για μας εδόθη,
π’ όλοι θα βρουν σ’ Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.
Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
-Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.
κρεμαστές μικρές χαρούλες,
και μπαμπάκι αντί για χιόνια
στα μικρά του δέντρου κλώνια.
κι αναμμένα φαναράκια
και παιχνίδια κι αγγελούδια
κι άλλα χίλια δυο καλούδια.
μάγοι και βοσκοί έχουν φτάσει,
και προς της κορφής τα μέρη
φέγγει λαμπερό ένα αστέρι.
– Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
– Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
– Κι ο Πλάτανος τι τόφταιγε του Θόδωρου πατέρα;
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
– Τον εύρηκα στην ποταμιά, στον πόρο του Τζοβάρα
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
– Α, νάτος κι ο Καρκάντζαλος, στον ώμο του έχει πάρει
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
– Ταχ’ από πού το κουβαλάει ο χριστογεννημένος;
– Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
– Ο Δίπλας πάλι ο μορφονιός πουθ’ έρχεται εδώ κάτου;
– Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
– Ρίχνετε ακόμα στη φωτιά κλαρούδια, ρίχνε Χρήστο
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβύστο
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
Και τι καιρός θα κάνει.
– Κυρ Γάκη, ξεφεγγάρωσε και με τα χιόνια τώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
Τα ζωντανά μες στο μαντρί κλειστά καταλαγιάζουν,
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
– Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
Και τούτο ακουρμαστείτε το – δεν είναι παραμύθι –
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
Τι έμαθαν τον αφέντη μας απόγλυφαν στα γέννα
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί, το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κερασιά σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Από τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπεις,
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
– Να ζήσετε χρόνια πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
– Να ζας και συ Πατέρα!
τώρα Χριστός γεννιέται
κι οπόχει μάνα κίνησε
κι όλον τον κόσμο αρνιέται.
Στο παραγώνι του τζακιού
μια θέση που ήταν άδεια,
ευκές και γέλια γιόμισε
και στρώθηκε με χάδια.
Κ’ η Παναγιά απ’ το κόνισμα
σα σπιτικιά χαιρόταν
σα μάνα καλωσόριζε
σαν στον καιρό της, όταν…
απόψε τα μεσάνυχτα, και τ’ άστρα
στο λίκνο του Χριστού θα γονατίσουν.
Κι οι ταπεινοί ποιμένες χιονισμένοι
τα δώρα τους στα πόδια Του θ’ αφήσουν.
της νύχτας η γλυκόλαλη φωνή σας,
σάλπισμα πανανθρώπινο να γίνει,
χαρούμενα κάθε καρδιά να ψάλει
με τους αγγέλους: «Και επί γης ειρήνη».
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ‘βλεπαν το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλεια θα’ τρεμαν…Αστέρι σε ποια χώρα
του απέραντου ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσαι αθάνατο και συ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ’ άστρα, αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννα μας θα μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες του μες την ψυχή μου λάμπουν.
θα συνέβαινε ό,τι τώρα φωτίζει την νύχτα;
Ο Θεός δες , που πάνω από νεφέλες οργιζόταν
μαλακώνει κι έρχεται, μέσα σου, στον κόσμο.
Τον φαντάστηκες τάχα πιο μεγάλον;
Μέγεθος τί είναι; Δύναμη μέσα απ’ όλα τα μέτρα,
που ξεπερνώντας τα ,την ίδια της ακολουθεί κλήρα.
Δρόμο παρόμοιο δεν έχει ουδέ κι αστέρι
Βλέπεις; οι βασιλιάδες τούτοι είναι μεγάλοι
και σου φέρνουνε προς τα γόνατα σου
θησαυρούς που μεγίστους τους θεωρούσαν
κι εσύ εκπλήσσεσαι , ίσως μπρος σε σωρόν τέτοιον
μα μια ματιά, μες στου μανδύα σου τις πτυχώσεις
ρίξε όπου Εκείνος, τα ξεπέρασε όλα κιόλας
το κεχριμπάρι που μακριά το ταξιδεύουν
κάθε χρυσαφικό και κάθε μύρο
που φευγαλέα την αίσθησην υγραίνει
γρήγορη συντομία , τά’πλασεν όλα τούτα
και στο τέλος, κανείς το μετανοιώνει
Αλλά (θα δεις): Αυτός, νοιώθει ευφροσύνη.
που ‘χει δεντράκια τόσα πολλά,
άλλα μικρούτσικα, άλλα μεγάλα
και σ’ όλα κρέμονται δώρα, γλυκά.
λαμπίτσες κόκκινες, ζαχαρωτά,
σοκολατένιοι νάνοι, μπαλόνια,
χρυσά κουτάκια με παγωτά!
ποιος με παιχνίδια ολόμορφα θα ‘ρθει να σε γεμίσει;
κι όλόγυρά θα κρέμονται κουκλίτσες και μπαλόνια.
αυτό που στη φτωχή σπηλιά τους Μάγους είχε φέρει.
κι από χαρά κι ουράνιο φως όλα θα πλημμυρίσουν.
κάτι από τα δωράκι σου τα χιλιοπλουμισμένα…
τ’ αναμμένο τζάκι.
στο παραθυράκι.
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας
που ευωδιά και κόψε.
καρτερεί να ‘ρθεις.
για να ζεσταθείς.
καλώντας τους χριστιανούς για τον εσπερινό
και μια κοπέλα λιγερή με πρόσωπο φεγγάρι
σκουπίζ’ απ’ τα ματάκια της το δάκρυ το στερνό.
Παιδόπουλα με όργανα τις γειτονιές γυρίζουν
«Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη…»
χίλιες γλυκές ανάμνησες στη σκέψη φτερουγίζουν,
κι απ’ το ποτήρι της χαράς θε να μεθύσουν όλοι.
Κι η κόρη μπρος στην Παναγιά, παρακαλώντας λέει:
- Δέσποινα Συ, Καλή Κυρά, λυπήσου με, Παρθένα,
δως τη χαρά σε μια καρδιά που μέρα νύχτα κλαίει
και τον λεβέντη π’ αγαπώ, αχ φέρτονε σε μένα!
Η Οικουμένη προσκυνά, Χριστούλη μου, μ’ ελπίδα
την Φάτνη που γεννήθηκες, η φύση εορτάζει
οι ταπεινοί προσμένουνε μια σπλαχνική αχτίδα
και μόνο στην καρδούλα μου ριζώνει το μαράζι.
Κι ενώ σωριάζεται στη γη η κόρη πικραμένη
τα δάκρυα ποτίζουνε τα ροδομάγουλά της.
Μα, να! Η πόρτα διάπλατη, χωρίς να το προσμένει
και σε λιγάκι βρίσκεται ο νιος στην αγκαλιά της.
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
No comments:
Post a Comment