Sunday, 8 January 2017

Μια «αγκαλιά» για ασυνόδευτα προσφυγόπουλα

ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΕΠΑΝΕΝΩΘΟΥΝ ΜΕ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ Ε.Ε.
ΑΘΗΝΑ
Τα αποκαλούν «τα παιδιά μας». Και πώς να μην τα αισθάνονται ως δικά τους, όταν για δύο μήνες έζησαν μαζί τους, τα φρόντισαν, τους πρόσφεραν οικογενειακή θαλπωρή. Ο λόγος για μια οικογένεια Ελλήνων, που άνοιξε το σπίτι της για να φιλοξενήσει δύο ασυνόδευτα προσφυγόπουλα από τη Συρία.

Η προσωρινή φιλοξενία ασυνόδευτων παιδιών από οικογένειες που ζουν μόνιμα στην Ελλάδα υλοποιείται από τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση «ΜΕΤΑδραση». 
Από τον Φεβρουάριο του 2016, οπότε ξεκίνησε η φιλοξενία ασυνόδευτων ανηλίκων, μέχρι σήμερα 13 παιδιά έχουν φιλοξενηθεί σε δέκα οικογένειες στην Αθήνα. Τα παιδιά που επωφελούνται από τη δράση είναι κορίτσια μέχρι 18 ετών και αγόρια μέχρι 15 ετών, τα οποία παραμένουν συνήθως στην Ελλάδα προσωρινά μέχρι να επανενωθούν με μέλος της οικογένειάς τους σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Ήδη πέντε από τα παιδιά που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα έχουν επανενωθεί με συγγενείς τους.
Ο Ο.Π. και η Ε.Χ. είναι μία από τις οικογένειες που φιλοξένησαν ασυνόδευτα παιδιά. Κατά τη συνέντευξη επέλεξαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, όχι γιατί κρύβονται, όπως εξηγούν στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αλλά γιατί θεωρούν ότι δεν έκαναν κάτι σπουδαίο. «Είναι μια αυτονόητη ανθρώπινη κίνηση», λένε.
«Βλέπαμε στη Μυτιλήνη να βγαίνουν βάρκες με πρόσφυγες. Άδειαζαν οι βάρκες, έφευγαν οι οικογένειες για κάποιο κέντρο φιλοξενίας, ωστόσο κάποια παιδιά έμεναν πίσω μόνα τους», θυμούνται και συνεχίζουν: «Είχαμε μεγάλο σπίτι, οπότε σκεφτήκαμε ότι προκειμένου τα παιδιά να μένουν σε κελιά ή ξενώνες, καλύτερα να φιλοξενήσουμε εμείς κάποια».
Την ίδια περίοδο ξεκινούσε ...
πιλοτικά το πρόγραμμα της «ΜΕΤΑδρασης». «Ήρθαμε σε επαφή με την οργάνωση και ζητήσαμε να φιλοξενήσουμε δύο αδέλφια, ώστε να έχουν το ένα το άλλο και να μην αισθάνονται ανασφάλεια και μοναξιά. Ο μόνος όρος που βάλαμε ήταν να μην έχουν κάποιο πένθος τα παιδιά, να μην έχουν χάσει τους γονείς τους σε ναυάγιο, γιατί δεν θα ξέραμε πώς να διαχειριστούμε αυτό το βίωμα», εξηγούν. Έπειτα από μια διαδικασία αξιολόγησης της καταλληλότητάς του ζευγαριού, διάρκειας περίπου ενός μήνα, δόθηκε η εισαγγελική άδεια για να φιλοξενήσουν δύο αδέλφια από τη Συρία, ένα 14χρονο κορίτσι και τον 10χρονο αδελφό της, μέχρι αυτά να επανενωθούν με τον πατέρα τους στη Γερμανία.
«Τα βασικά κριτήρια ένταξης των οικογενειών στο πρόγραμμα περιλαμβάνουν λευκό ποινικό μητρώο, νόμιμη διαμονή στη χώρα, τη δυνατότητα να υποστηρίξουν οικονομικά τις ανάγκες της οικογένειάς τους και να έχουν ένα κατάλληλο χώρο κατοικίας. Επίσης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι τα κίνητρα της οικογένειας είναι παιδοκεντρικά και ότι θέλουν να προσφέρουν στο ασυνόδευτο ανήλικο θαλπωρή, φροντίδα και ένα ασφαλές και σταθερό οικογενειακό περιβάλλον», τονίζει η κοινωνική λειτουργός του προγράμματος, Κική Κουρτίδη.
Προτεραιότητα δίνεται επιπλέον σε οικογένειες που προέρχονται από χώρες καταγωγής ίδιες με αυτές των παιδιών ή που μοιράζονται το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα παιδιά θα μπορούν να επικοινωνήσουν ευκολότερα μαζί τους. Η περίπτωση των Ο.Π. και Ε.Χ. ήταν μία από τις πρώτες, στις οποίες δεν υπήρχε κανένα κοινό, γλωσσικό ή πολιτισμικό, υπόβαθρο. Την πρώτη μέρα, που τα δύο αδέλφια μετακόμισαν στο σπίτι της προσωρινής οικογένειάς τους, χρειάστηκαν τη βοήθεια του διαδικτύου για να μεταφράζουν τις βασικές λέξεις συνεννόησης. Στη συνέχεια αξιοποιήθηκε η γλώσσα του σώματος και σκόρπιες λέξεις στα αγγλικά. Μέσα σε δέκα ημέρες, όπως θυμάται και η κοινωνική λειτουργός, το γλωσσικό πρόβλημα σχεδόν λύθηκε. «Επικοινωνούσαν με πάρα πολλούς τρόπους και είχαν βρει ένα δίαυλο επικοινωνίας πρωτόγνωρο για εμάς», παρατηρεί η κ. Κουρτίδη. Οι γονείς έμαθαν κάποιες λέξεις στα αραβικά και τα δύο αδέλφια μέσα σε δύο μήνες έμαθαν ελληνικά.
Όπως εξηγεί η κοινωνική λειτουργός, «οι κύριες δυσκολίες όταν τοποθετούμε παιδιά σε μια οικογένεια είναι η γλώσσα, το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και οι θρησκευτικές διαφορές. Πρέπει να υπάρχει η διάθεση από την πλευρά της οικογένειας, ώστε να μπορέσει να προσαρμόσει κάποια δεδομένα της στις ανάγκες του παιδιού. Στην περίπτωση της οικογένειας αυτής, είδαμε λοιπόν πως όταν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον. Όταν υπάρχει αγάπη, προσφορά και διάθεση από την οικογένεια να δώσει ό,τι καλύτερο στα παιδιά, τότε τα κενά γεφυρώνονται».
Η θαλπωρή με την οποία περιέβαλαν τα παιδιά, τα βοήθησε να ξεπεράσουν τα ψυχικά τραύματα που τους είχε αφήσει ο πόλεμος και η μετέπειτα μετακίνηση μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα. «Τα παιδιά δεν είχαν βιώσει την παιδικότητά τους και αυτό φαινόταν και στην καθημερινότητα», θυμάται η κ. Κουρτίδη. «Δεν ήξεραν ότι έχουν δικαίωμα να είναι παιδιά, ότι έχουν δικαίωμα να παίξουν και η οικογένεια αυτό τους το προσέφερε απλόχερα και το βλέπαμε καθημερινά, υπήρχε μια ηρεμία, μια γαλήνη στα πρόσωπά τους», προσθέτει. «Έχει αποδειχθεί ότι η καλύτερη λύση για το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών είναι η φιλοξενία σε οικογενειακό περιβάλλον γιατί προσφέρεται στα παιδιά η ασφάλεια και η ηρεμία, βιώνουν την εξατομικευμένη φροντίδα, τη θαλπωρή που τους παρέχει το οικογενειακό πλαίσιο», παρατηρεί η κοινωνική λειτουργός του προγράμματος.
Το ζευγάρι εξηγεί πως, ήδη, από πριν αρχίσουν να φιλοξενούν τα παιδιά, είχαν οργανώσει την ένταξή τους στο σπίτι. «Τα γράψαμε σε σχολείο και προσπαθήσαμε να τα βάλουμε σε δραστηριότητες, χορό και αθλητισμό. Θέλαμε να τους δείξουμε τι μπορεί να περιμένει ένα παιδί από τη ζωή στη Δύση. Πήγαμε μαζί σινεμά, ήταν η πρώτη φορά που πήγαιναν σε κινηματογράφο, επισκεφθήκαμε μουσεία, παίξαμε πινγκ πονγκ, η κοπέλα έκανε μαθήματα ζούμπα και το αγόρι έπαιζε ποδόσφαιρο», θυμούνται. Οι δύο «γονείς» δεν ήταν οι μόνοι που πρόσφεραν ζεστασιά στα παιδιά. Φίλοι, συγγενείς, δάσκαλοι, συμμαθητές, συνάδελφοι, όλος ο περίγυρός τους αγκάλιασε τα δύο παιδιά, περιγράφουν.
Η φιλοξενία κράτησε δύο μήνες, μέχρι που εγκρίθηκε η επανένωσή τους με τον πατέρα τους και τα υπόλοιπα αδέλφια τους στη Γερμανία. Ο Ο.Π. πήρε την απόφαση όχι μόνο να τα συνοδεύσει στο αεροπλάνο, αλλά και να τα παραδώσει ο ίδιος στον πατέρα τους. Οι πρώτες ημέρες του αποχωρισμού ήταν δύσκολες, όπως θυμάται.
«Όταν έφτασε η στιγμή της επανένωσης, επειδή είχαν αναπτυχθεί αρκετά ισχυροί δεσμοί με την οικογένεια φιλοξενίας για να γίνει ομαλά ο αποχωρισμός και η μετάβαση των δύο παιδιών στη νέα ζωή, χρειάστηκε στήριξη και από την ψυχολόγο του προγράμματος και από εμάς», εξηγεί η κοινωνική λειτουργός.
Γρήγορα, βέβαια, τα παιδιά άρχισαν να προσαρμόζονται. «Έχω φτάσει στο σπίτι μου», έλεγε ο μικρός στο πρώτο του τηλεφώνημα στον πατέρα που τον φιλοξένησε.
Και οι ίδιοι οι «γονείς» πώς βίωσαν τον αποχωρισμό, τους ρωτάμε. «Από την αρχή ξέραμε ότι όλο αυτό είχε ημερομηνία λήξης. Και όταν έφυγαν ανακουφιστήκαμε που η περιπέτειά τους έφτανε στο τέλος της και θα ξαναέβρισκαν την οικογένειά τους. Σήμερα μάς έχει μείνει η αίσθηση ότι κάναμε το σωστό», καταλήγουν.

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki