Ζωρζ Σαρή Τα μπουκλάκια
Πρώτη Οκτωβρίου, αρχή της σχολικής χρονιάς, και το καλοκαίρι δε λέει να φύγει. Γαντζώνεται στις τριανταφυλλιές, στις γκλισίνες, στην αγράμπελη, στον πλατύφυλλο βασιλικό. Μια βροχή, βροχούλα, ξέπλυνε τα φύλλα των δέντρων, μοσχοβόλησε η γη, μοσχοβόλησε ο κήπος της Αννούλας, μοσχοβόλησε ως και το πεζοδρόμιο. Πολύχρωμες κορδέλες οι μέρες του καλοκαιριού, όλες οι μέρες, που δεν πρόλαβαν να γίνουν αναμνήσεις, στα μαλλιά των κοριτσιών που κόβουν βόλτες στην αυλή περιμένοντας την ώρα του αγιασμού. Τα στόματα κελαηδούν, και λέει η Άλκη:
— Τούτη τη φορά δεν πήγα στο Μαρούσι, πήγα στο Μάτι, μισή ώρα με το ποδήλατο ως το Καβούρι της Ζωρζ, και πάλι ο μπαμπάς είπε το «όχι» του...
Η Λίλη πήγε στη Γερμανία. Τη ρωτούν:
— Και πώς ήταν το Βερολίνο;
— Πώς θέλετε να είναι; Σαν Βερολίνο, απαντάει, λες και είναι το Βερολίνο παγωτό χωνάκι...
Η Αθηνά πήγε στα Μέθανα,... σε ξενοδοχείο, για να κάνει η μαμά της ιαματικά λουτρά, και τα πέρασε πολύ ωραία:
— Είχε κι άλλα κορίτσια και κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, περνάει περνάει η μέλισσα...
Η Τίλδα έμεινε στην Αθήνα:
— Κάθε βράδυ πήγαινα σινεμά κι έτρωγα παγωτό κασάτο κι όλη την άλλη
μέρα διάβαζα Στέφαν Τσβάιχ, Ντελύ, τον «Αρχισιδηρουργό» του Ονέ,
του Ζωρζ Ονέ...
Δεν είπε στις φίλες της πως, διαβάζοντας τον «Αρχισιδηρουργό», έκλαιγε
κι ορκίστηκε να γίνει κι εκείνη συγγραφέας.
Η Κική πήγε πάλι στη Μάνη, στα μεγαλεία των προγόνων της, η φαντασία της
καλπάζει:
— Έκανα ιππασία...
— Πες καλύτερα γαϊδουροκαβαλαρία... την πείραξε η Αλκη.
Η Μίνα —άκουσον, άκουσον!— οι δικοί της είπαν να την παντρέψουν μ' έναν πολύ πλούσιο, λίγο μεγαλούτσικο...
— Να μην τελειώσω καν το γυμνάσιο;
Και δώσ' του τύλιγε τα μαλλιά της με κουρελάκια...
Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια, τρεις αδερφούς κι οχτώ αδερφές, όλες ανύπαντρες...
Η Μαριάννα πήγε στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα πήγε στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, στην Κασσάνδρα, κι ήταν η αμμουδιά απέραντη, κι ήταν η θάλασσα διάφανη, κι εκείνη τόσο έρημη...
— Όλη μέρα ψηνόμουν μοναχή στον ήλιο και διάβαζα του κόσμου τα βιβλία...
-— Γι' αυτό μοιάζεις με φραντζολάκι που μόλις βγήκε από το φούρνο... της, λέει η Ζωρζ, πού πολύ την αγαπάει.
Η Πόπη μάζευε μασημένες τσίχλες. Θύμωναν οι γονείς της. Την έντυναν, τη στόλιζαν...
— Με το ζόρι μ' έσερναν στις βεγκέρες τους...
Κι εκείνη το μυαλό της το είχε στον Κολοκοτρώνη.
Η Αθηνούλα—αχ, η Αθηνούλα!— πήγε στην Ελβετία.
— Σκαρφαλώναμε με το Σπύρο στα ψηλά βουνά, καταπράσινα, κι ήταν κάτι σαλέ με τζάκια και πουπουλένια παπλώματα, κι εγώ νοσταλγούσα τον κοιτώνα μου...,
Η Αννούλα στο Φάληρο, με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι, να μην κρυολογήσει το παιδί...
Η Άλμπα, η τυχερή, πήγε στην Ιταλία.
Η Ίντα πήγε στην Αβησσυνία, στο παλάτι του Χαϊλέ Σελασιέ.
Ακούει η Ζωρζ και ζηλεύει.
— Μόνο την κάμαρά μου να βλέπατε! Ένα κρεβάτι με ουρανό και κουνουπιέρες αραχνοΰφαντες, κι όταν τρώγαμε, πάντα με το βασιλιά, οι δούλοι με τις μεταξωτές κελεμπίες γύρω από το τραπέζι, κι όλα άστραφταν, τα πιάτα ασημένια, χρυσά τα ποτήρια!
Κι η Λένα, πού πήγε η Λένα;
— Μαντέψτε, λέει στις φίλες της.
— Στην Αμερική, βελάζει η Όλγα, που έκοψε την κοτσίδα της και μοιάζει με πρόβατο.
— Στην Κηφισιά, πού αλλού; Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Στο Σεμίραμις ήταν μια ορχήστρα που έπαιζε ταγκό, και ξέρετε με ποιον χόρευα; Μαντέψτε! Οι φίλες δε μαντεύουν, κι εκείνη συνεχίζει:
— Με τον Τάυρον Πάουερ, δηλαδή με τον Πετρίδη, τον απόφοιτο των Αρρένων, με το Γιάννη Πετρίδη, που είναι ωραίος σαν τον Τάυρον Πάουερ και χορεύει σαν θεός. Κι ύστερα από μια βδομάδα έφυγε, κι έμεινα εγώ μπουκάλα να κλαίω τη μοίρα μου...
Καλοκαιριάτικο πυροτέχνημα ο Πετρίδης.
Η Ζωρζ λέει τα πιο πολλά:
— Η παράγκα μας γέμισε κόσμο, μια αδερφή της μαμάς από τη Σενεγάλη μαζί με τη φίλη της, μια Λέα Παλ, μια όμορφη, μια εξαντρίκ, μια δημοσιογράφο που μας χτένιζε σαν να ήμασταν αρχαίες Ελληνίδες κι όλο τραβούσε φωτογραφίες, κι ο μπαμπάς γελούσε, του άρεσε η Λέα Παλ, και ήταν στην πλαϊνή
παράγκα μια οικογένεια με δυο αγόρια, οι Σβώλοι, μεγάλοι, πάνε στο πανεπιστήμιο, που είχαν γραμμόφωνο, και τα βράδια πηγαίναμε στη βεράντα τους και χορεύαμε «το ταγκό, το ωραιότερο του κόσμου είναι αυτό-που χορέψαμεμαζί...»
Τραγουδάει η Ζωρζ, και χτυπάει ο κώδων. Η ώρα του αγιασμού.
Η κυρα-Μάρθα με τον μπαρμπα-Στάθη είχαν κατεβάσει ένα τραπέζι, το είχαν σκεπάσει μ' ένα άσπρο σεντόνι, και η κυρα- Μάρθα είχε κόψει από τη γλάστρα της ένα μάτσο βασιλικό για το ράντισμα, κι όλοι περίμεναν.
Ο πάτερ Ανδρέας μπροστά, με την αγιαστούρα, το σταυρό, με τα χρυσοστόλιστα άμφια, και πίσω του η κυρία Ερασμία.
Οι μαθήτριες, με το πρόσταγμα της γυμνάστριας, μπήκαν ανά τρεις σε δυο σειρές και περίμεναν ν' αρχίσουν οι ψαλμοί.
Η φωνή του πάτερ Ανδρέα ζεστή, βαθιά, δε βιάζεται.
— Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε. Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Τρεις φορές κάνει το σταυρό του. Σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό.
— Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αλήθεια σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μην εισέλθεις εις κρίσηνμετά τον δούλον σου...
(Μια μεγάλη ανάσα, και)
Ότι δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων...
Όταν τέλειωσε ο αγιασμός, όταν όλες οι μαθήτριες, στη σειρά, μία μία, φίλησαν το σταυρό κι ύστερα το χέρι του πάτερ Ανδρέα, η κυρία Ερασμία από τον εξώστη έβγαλε λόγο.
Καλωσόρισε τις μαθήτριες με ύφος λες κι έφταιξαν πριν ακόμη προλάβουν να κάνουν την αταξία. Τους είπε:
— Το σχολικόν έτος να σταθεί σταθμός εις τον πολιτισμόν των Ελλήνων με οδηγητήν τον Αρχηγόν, τον Ιωάννην Μεταξά. Εσείς αι μαθήτριαι πρέπει να κρατήσετε την δάδα αυτού του πολιτισμού αναμμένη. Η κοσμιότης είναι το πρώτιστον καθήκον, ως εκ τούτου απαγορεύονται τα μπουκλάκια...
Κι έτσι, ξεκάρφωτα, συνέχισε:
— Από αύριο καταργούνται. Αν δεν τα καταργήσετε μόνες σας, θα τα καταργήσει το ψαλίδι μου.
Οι μαθήτριες που είχαν μπουκλάκια πάγωσαν. Δηλαδή, σκέφτηκε η Μίνα, δε θα ξανατυλίξω τα μαλλιά μου με κουρελάκια και θα 'ρχομαι στο σχολείο με τα πράσα μου; Και δεν παντρεύομαι καλύτερα; Έκλαιγε όλη την ημέρα, μούσκεψε το τετράδιο της ιχνογραφίας.
Έκλαιγαν και οι άλλες, όσες είχαν μπουκλάκια. Ήταν μια Κόκαλη, μια μεγάλη της Πέμπτης, που κάθε βράδυ κατσάρωνε το μαλλί της με καυτό ψαλίδι. Ήταν και τα μπουκλάκια της Μαριάννας,
όμως όλοι ήξεραν πως το μαλλί της ήταν μπουκλωτό από φυσικού του. Έπεφτε στο κρεβάτι, ξυπνούσε, σηκωνόταν, ούτε που χτενιζόταν, το μαλλί της έμενε κατσαρό.
Τα μπουκλάκια πλαισίωναν το πρόσωπο της, το ομόρφαιναν. «Δώρο Θεού» έλεγε η μαμά της. Η Κική, με τα φτωχά κοτσιδάκια της, ζήλευε, η Αλκή ήθελε τόσο πολύ να κόψει το μαλλί της κοντό και να το σγουραίνει με ψαλίδι, όμως ο μπαμπάς της δεν την άφηνε. Όσο για τη Ζωρζ, δεν είχε να ζηλέψει. Το μαλλί της, κοντό, αλά γκαρσόν, ήταν όλο σκάλες.
Έτσι, οι μαθήτριες της Γ' Γυμνασίου, έξω από τη Μίνα, που όλο έκλαιγε, δεν ανησυχούσαν. Δεν τους είχαν αλλάξει τάξη, είχαν ξαναβρεί τους ξεθωριασμένους ήρωες του '21, το Χριστό να κρέμεται σαν πέρσι, σαν πρόπερσι, με την κόκκινη καρδιά στο χέρι, και προπαντός είχαν ξαναβρεί τους αγαπημένους δασκάλους: την Α.Κ, τον Παπαδόπουλο, τον καλοκάγαθο Κουμαράτο, τον κουφό Καλιμάνη που ποτέ δεν τις μάλωνε...
Η μόνη καινούρια δασκάλα ήταν η δεσποινίς Τσαπαρούχα. Μια σχεδόν γριά με κόκκινα βαμμένα μαλλιά, πολύ αραιά. Έβλεπες μέσα από τις σχολαστικά χτενισμένες τρίχες της το ροδαλό της κρανίο.
Πίστευε πως ήταν μεγάλη ζωγράφος κι έλεγε πως η ζωγραφική της προπορευόταν της εποχής της. Ύστερα από πολλά χρόνια θα
αναγνώριζαν την αξία της. Προς το παρόν, για έναν πενιχρό μισθό, αναγκαζόταν να διδάσκει σχέδιο στα σχολεία. Τις άρεσαν οι θάλασσες, τα βουνά, τα ηλιοβασιλέματα, ένα καΐκι με πανί να στέκει ασάλευτο στη μέση του τοπίου.
Έτσι λοιπόν, εκείνη τη Δευτέρα, επειδή ο Κουμαράτος ήταν άρρωστος, έκανε εκείνη μάθημα στην Γ' Γυμνασίου.
Ήταν η πρώτη γνωριμία με τη δεσποινίδα Τσαπαρούχα.
Η Ζωρζ, με το μυαλό της στα πρωινά λόγια της κυρίας Ερασμίας, σήκωσε το χέρι:
— Δεσποινίς, δεσποινίς, μπορούμε να διαλέξουμε το θέμα που θα ζωγραφίσουμε;
Η δεσποινίς Τσαπαρούχα χάρηκε με το ενδιαφέρον της μικρής.
— Και ποιο θέμα προτείνεις, παιδί μου;
Η Ζωρζ ήταν προετοιμασμένη:
— Ένα κεφάλι με μπουκλάκια...
Δηλαδή; παραξενεύτηκε η δεσποινίς Τσαπαρούχα, που δεν κατάλαβε.
Το κεφάλι του Ερμή;
|
- Να ζωγραφίσουμε το κεφάλι της Μαριάννας.
— Και ποια είναι η Μαριάννα;
— Εγώ, φώναξε η Μαριάννα, και σηκώθηκε όρθια.
Ομορφούλικο αυτό το κεφάλι με τα μπουκλωτά μαλλιά. Γιατί να φέρει αντίρρηση η καθηγήτρια;
— Αν η Μαριάννα δέχεται να κάνει το μοντέλο, ν' ανέβει στην έδρα. Είσαστε όλες σύμφωνες;
— Ναίαιαι! απάντησε με μια φωνή η τάξη.
Η Μαριάννα ανέβηκε στην έδρα, στάθηκε ακίνητη, και οι συμμαθήτριές της άρχισαν να ζωγραφίζουν: ένα στρογγυλό πρόσωπο με μάτια αμυγδαλωτά, με μυτούλα σηκωμένη, με καρδούλα στόμα και γύρω γύρω μπούκλες και μπουκλάκια. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο. Όλες λίγο πολύ τα κατάφερναν. Η δεσποινίς Τσαπαρούχα
έσκυβε από πάνω από τα σκίτσα κι ένιωθε πανευτυχής. Μοίραζε γενναιόδωρα τα μπράβο της κι αναλογιζόταν πώς θα μπορούσε να στήσει μέσα στο σχολείο, στην αίθουσα μουσικής και ρυθμικής, μια έκθεση με τα έργα των μαθητριών της. Οι γονείς θα έρχονταν να τα θαυμάσουν και να τη συγχαρούν. Το γερασμένο της πρόσωπο έλαμπε.
Τι ήταν, Χριστέ μου, να μπει εκείνη τη στιγμή η κυρία Ερασμία; Ποιος διάβολος την έσπρωξε; Μπήκε, χοντρή, κοντή, μαυροφορούσα, και ρώτησε:
— Τι κάνετε;
— Πολύ καλά, ευχαριστούμε, εσείς πώς είστε; της απάντησε η δεσποινίς Τσαπαρούχα.
— Θέλω να πω, τι ζωγραφίζετε;
Και γύρισε και κοίταξε τη Μαριάννα, που στεκόταν μαρμαρωμένη στην έδρα.
Η δεσποινίς Τσαπαρούχα εξήγησε:
— Ζωγραφίζουμε το «κεφάλι με τα μπουκλάκια», και συνέχισε:
— Κυρία Δελαπόρτα, σας συγχαίρω για τις μαθήτριές σας, έχουν όλες ταλέντο, και A PROPOS σκεφτόμουν...
Θύμωσε η κυρία Ερασμία:
— A PROPOS, ποιος διάλεξε το θέμα;
Δεν κατάλαβε η δεσποινίς Τσαπαρούχα ούτε θυμόταν ποια μαθήτρια το
είχε διαλέξει.
— Δηλαδή τι εννοείτε;
— Εννοώ πως τα μπουκλάκια απαγορεύονται. Η Κωβαίου έπρεπε να δώσει το καλό παράδειγμα. Κωβαίου, στο διάλειμμα να έλθεις στο γραφείο μου!
Οι μαθήτριες παράτησαν τα χρωματιστά μολύβια τους. Η Μαριάννα δεν
κατάλαβε γιατί έπρεπε να πάει στο γραφείο της κυρίας Ερασμίας. Σε τι είχε
είχε φταίξει;
Το κεφάλι με τα μπουκλάκια έμεινε ανολοκλήρωτο.
No comments:
Post a Comment