Tuesday, 19 September 2017

Μέσα στις κλειστές πόρτες «ήσυχων οικογενειών»

Το αγόρι βρισκόταν στο δωμάτιό του και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ο αδελφός του κι εκείνος είχε κλείσει απαλά τα μάτια του. Από τη χαραμάδα της πόρτας παρατηρούσε την ταραγμένη μορφή της μητέρας του να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω στο σαλόνι, η ψυχή της διακατεχόταν από έντονη ανησυχία.
Σκεφτόταν το γάμο της, ήταν μικρό κοριτσάκι όταν έδεσε τη ζωή της με τον άνθρωπο που αγαπούσε, άφησε πίσω της σπουδές, ξεγνοιασιά και χαρές της νιότης, όλες εκείνες τις μικρές εφηβικές χαρές. Αλλά ήταν εκείνος ο έρωτας που φτερούγιζε στην καρδιά της και ποθούσε διακαώς την ένωση της ζωής της με εκείνον που αγαπούσε.

Και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς αυτός ο ευτυχισμένος γάμος που ονειρευόταν δεν ήρθε ποτέ, πώς έφτασαν ως εδώ τα πράγματα;
Πώς έφτασε στο σημείο αντί για ευτυχισμένες μέρες και στιγμές να μετράει μώλωπες και χτυπήματα που άφηναν σημάδια όχι μόνο στο κορμί, αλλά περισσότερο την ίδια την ψυχή.
Δεν ξέρω πού έφταιξα, σκεφτόταν, εγώ όλα περιποιημένα, τακτοποιημένα ήθελα να τα έχω. Τον αγαπάω, είναι η ζωή μου, δεν ξέρω γιατί με μισεί, δεν ξέρω γιατί με πληγώνει τόσο πολύ.’’
Το αγόρι ήταν ένα παιδί που δε χαμογελούσε εύκολα, οι συμμαθητές του τον περιέγραφαν ως έναν κλειστό, αλλά καλόκαρδο χαρακτήρα. Πολλές φορές διεπόταν από μία ανεξήγητη επιθετικότητα προς άλλους μαθητές, ακόμη και σε καθηγητές. 
Δεν ανοιγόταν, μία αδιόρατη μελαγχολία καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του. Ίσως και να σκεφτόταν την ώρα που το κουδούνι θα χτυπήσει, θα επιστρέψει σπίτι και θα δει τη μητέρα του με μώλωπες για ακόμη μία φορά.
Η μητέρα του συνήθως του έλεγε «χτύπησα στο μπάνιο αγάπη μου», προσπαθώντας να ηρεμήσει την ταραγμένη του ψυχή. Αλλά εκείνος ήξερες, δεν πίστευε πια εύκολες δικαιολογίες...
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Το αγόρι επέστρεψε ξανά στο σαλόνι και η γυναίκα κάπως ηρέμησε. Μπήκε μέσα ένας άνδρας, μάλλον θα είχε βγει για να πάρει τσιγάρα. Χτύπησε τόσο δυνατά την πόρτα που κόντεψε να σπάσει, όπως κι εκείνη η καρδιά του, βλέποντας εκείνο το άγριο βλέμμα που τον προέτρεψε να τρέξει ξανά στο δωμάτιο.
Για να δει από εκείνη τη χαραμάδα εκείνο το χέρι του να σηκώνεται με οργή και τη μητέρα του να πέφτει με δύναμη στο πάτωμα, για να αρχίσει να ξεσπάει μετά την οργή του σε αντικείμενα πια, αναθεματίζοντας και βρίζοντας τη μοίρα, την τύχη, το θεό, τα παιδιά και τη γυναίκα του για το κατάντημά του.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και κατηγορούσε τον εαυτό του: 

«Φταίω εγώ; Άρα είμαι λίγος; Ίσως αν ήμουν καλύτερος μαθητής, καλύτερο παιδί, αν δεν ήμουν κι εγώ μερικές φορές τόσο αντιδραστικός έφηβος να με αγαπούσε λίγο ο πατέρας μου, μερικές φορές με μισώ που ζητιανεύω αυτή την αγάπη του.»

Η γυναίκα δεν κοιμήθηκε, ξάπλωσε στο κρεβάτι και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν στο μαξιλάρι, όπως τόσες και τόσες φορές. 
Πόσες φορές έκλαψε , αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με βλέμματα οργής συγγενών γιατί «ήθελε να χαλάσει το σπίτι της». Πόσες φορές αισθάνθηκε ενοχές, τύψης, αναξιότητας για εκείνα τα όνειρα ευτυχίας που σβήστηκαν από εκείνους τους μώλωπες στο κορμί και τα σημάδια στην ψυχή. 
Έπρεπε να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό της, να καταλάβει ότι δεν ήταν αδύναμη, απλά έπεισε τον εαυτό της ότι είναι.

Για τη βία που βρίσκεται δίπλα μας, γύρω μας. 
Μέσα στις κλειστές πόρτες «ήσυχων οικογενειών». Ας δώσουμε ένα τέλος στη βία, πρέπει. 
Κι όπως έλεγε και ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις: 
«Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, έχει αρχίσει να του μοιάζει..»

Μαρία Σκαμπαρδώνη
Ο Κλόουν

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki