Με λένε Ρόμπι και είμαι ένα
μικρό ρομπότ. Ξέρετε πώς το ξέρω; Το ξέρω γιατί το λένε οι άνθρωποι που με
έχουν, όταν με δείχνουν στους φίλους τους. Αλλά πιο πολύ γιατί όλο μου δίνουν
διαταγές και εντολές. «Ρόμπι, άνοιξε την πόρτα». «Ρόμπι, κλείσε το παράθυρο».
«Ρόμπι, φέρε τα γυαλιά μου» και άλλα τέτοια.
Λοιπόν, οι άνθρωποι, όχι
αυτοί που με έχουν αλλά αυτοί που με έφτιαξαν, οι «κατασκευαστές» δηλαδή,
έβαλαν μέσα στο μυαλό μου μερικές «πληροφορίες». Έτσι ονομάζονται αυτά που
ξέρω. Και μετά έβαλαν κάτι οδηγίες για να ακούω τις διαταγές τους και να κάνω
ό,τι μου λένε. Κι εγώ απλά κάνω τη δουλειά μου.
Αλλά είμαι μόνη...
δυστυχώς. Δεν έχω φίλους, ούτε οικογένεια. Όταν έρχεται το βράδυ το νιώθω ακόμη
περισσότερο, γιατί ... κανείς δεν μου δίνει διαταγές. Όλοι εξαφανίζονται. «Πάνε
για ύπνο», όπως λένε. Εγώ περιμένω να έρθει το πρωί.
Μια νύχτα πριν από κάποια
νύχτα, όπως μέτρησε το ημερολόγιο που έχω στο μυαλό μου, το μικρό παιδί του
σπιτιού ήταν πολύ θυμωμένο. Η μαμά του το μάλωσε, για κάποιο λόγο που δεν ξέρω,
κι αυτό φέρθηκε πολύ άσχημα· φώναζε, έκλαιγε, κλωτσούσε. Η μαμά το τιμώρησε και
του είπε: «Απόψε είσαι τιμωρημένος· δεν θα πας στο δωμάτιό σου. Θα μείνεις με
τη Ρόμπι». Τον έβαλε μέσα, εκεί που ήμουν εγώ, και κλείδωσε την πόρτα.
Εκείνο έκλαιγε και χτυπούσε
τα πόδια του στο πάτωμα, αλλά εγώ χάρηκα. Επιτέλους, ένα βράδυ θα είχα
συντροφιά, σκέφτηκα. Μόνο να του περάσει ο θυμός, μην αρχίσει να με κλωτσάει κι
εμένα...
Ο μικρός σιγόκλαιγε για
ώρα, εκεί απέναντί μου, χωρίς να με κοιτάζει. Εγώ τον κοίταζα με λαχτάρα, μήπως
και έδινε καμιά διαταγή για να περάσει η ώρα, αλλά αυτός τίποτα.
Μα, τί το ήθελα; Δεν
ζητούσα κάτι άλλο καλύτερα; Ώσπου, κάποια στιγμή με πλησίασε θυμωμένος και
είπε...
«Ρόμπι, σπάσε το παράθυρο
να βγω έξω». Αλλά, εγώ δεν ήξερα αυτή τη διαταγή που κάνει ζημιές, και δεν
κουνήθηκα. «Χαζή», είπε ο πιτσιρικάς. «Θα σου πω κάτι άλλο, τότε. Ρόμπι,
ξεκλείδωσε την πόρτα». Κι αυτό δε γινόταν, γιατί ήξερα τη διαταγή αλλά κλειδί
δεν έβλεπα. Η μαμά του μας είχε κλειδώσει, απέξω φυσικά, και το είχε πάρει μαζί
της. «Κοιμισμένη», είπε ο μικρός. «Τίποτα δεν ξέρεις να κάνεις. Θα σε τρελάνω
στις διαταγές μέχρι να κάνεις αυτό που θέλω». Κι άρχισε:
«Φώναξε την αστυνομία –Όχι,
μην τη φωνάξεις. Θα βρω τον μπελά μου».
«Βάλε τις φωνές – Όχι,
μην τις βάζεις, θα ακούσει η μαμά μου».
«Πάρε τηλέφωνο τη γιαγιά
μου – Όχι, μην την παίρνεις γιατί δεν μπορείς. Το τηλέφωνο είναι έξω κι εμείς
είμαστε κλειδωμένοι μέσα».
Έλεγε, έλεγε, έλεγε. Εγώ
στεκόμουν ακίνητη γιατί ή δεν μπορούσα ή δεν ήξερα να κάνω αυτό που ήθελε.
Κάποτε ο μικρός κουράστηκε. Κάθισε κάτω και μου έπιασε την κουβέντα.
«Τότε, Ρόμπι, αφού είσαι
τέτοια, θα σου πω κάτι για να ζηλέψεις. Λοιπόν, αν ήσουν παιδί, λέμε τώρα, αν ήσουν,
απόψε, που είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, θα περίμενες τον Άγιο Βασίλη να σου
φέρει ένα δώρο. Κι εγώ είμαι πολύ θυμωμένος που με έκλεισε εδώ η μαμά μου,
γιατί ούτε δώρο θα πάρω, ούτε θα τον δω να έρχεται από την καμινάδα. Είμαι
τιμωρία. Αλλά, να σου πω... Εσύ είσαι σε χειρότερη κατάσταση, γιατί είσαι
τιμωρία κάθε βράδυ. Δεν ξέρεις· δεν έχεις ιδέα, Ρόμπι, πώς έρχεται ο Άγιος Βασίλης...».
Γκλιν γκλιν, τα λαμπάκια
μου άναψαν βιαστικά. Αυτή η φράση, «Ρόμπι, πώς έρχεται ο Άγιος Βασίλης», ήταν
μια «πληροφορία» που την ήξερα. Στη μικρή μακρόστενη οθόνη πάνω στο μέτωπό μου
σχηματίστηκε μια φράση: «Με το έλκηθρο». Ο μικρός την διάβασε και ξεφώνισε: «Ουάου!!!
Να που ξέρει και κάτι αυτή. Καί πώς μπαίνει στα σπίτια; Και τί φέρνει στα
παιδιά; Και πού τα βάζει αυτά που φέρνει; Και πόσους ταράνδους έχει το έλκηθρό
του; Και τί χρώμα ρούχα φοράει; Είναι χοντρός ή αδύνατος;»
Δεν τελείωναν οι
ερωτήσεις του, αλλά και οι απαντήσεις μου. Όλα αυτά τα ήξερα και ήμουν
καταχαρούμενη. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, ίσως γινόμασταν και φίλοι.
«Τώρα θα σου κάνω την πιο
σημαντική ερώτηση», είπε ο μικρός. «Ξέρεις, Ρόμπι, τί ώρα θα έρθει ο Άγιος
Βασίλης; Αααα, κι άλλη μία: Μήπως ξέρεις τί του ζήτησα να μου φέρει;»
Γκλιν γκλιν γκλαν γκλιν
και ξανά γκλιν γκλιν γκλαν. Τα λαμπάκια μου τρελάθηκαν αυτή τη φορά. Κι
έσβησαν! Έπρεπε να ξέρω το δρομολόγιο και το πρόγραμμά του, αλλά δεν το ήξερα. Το
μυαλό μου έπρεπε να ψάξει να βρεί τις πληροφορίες για τις παραγγελίες, τί δώρο
είχε ζητήσει το παιδί –αν είχε ζητήσει κάτι στ’ αλήθεια–, αν το είχε βρει ο
Άγιος Βασίλης κι άλλα... πολύ δύσκολα πράγματα. Και με πήρε το παράπονο. Όλα τα
δύσκολα από μένα τα ζητάνε· πρέπει να τα ξέρω όλα, μα δεν τα ξέρω. Γιατί κανείς
δεν μου είχε δώσει τέτοιες πληροφορίες. Έτσι, τώρα, κινδύνευα να χάσω και το
μοναδικό μου φίλο. Καθόλου δεν θα ήθελα να τον απογοητεύσω, θυμώνει κι εύκολα..
Τι να κάνω; Τι να κάνω;
Κόντευα να το «κάψω» το
μυαλό μου, όταν το κλειδί, απέξω από το δωμάτιο, γύρισε με θόρυβο στην
κλειδαριά, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η μαμά. Κοίταξε σοβαρή τον μικρό και
είπε:
«Πάρε τη Ρόμπι και βγείτε
έξω».
Δεν ξέρω αν η δική μου
έκπληξη ήταν μεγαλύτερη ή του μικρού. Τι θα γινόταν τώρα; Βόλτα θα πηγαίναμε;
Τον Άγιο Βασίλη θα βλέπαμε; Δώρα θα μας έδιναν; Ή μήπως ήθελε να μαλώσει κι
εμένα μαζί με τον πιτσιρίκο;
Βγήκαμε. Στο σαλόνι που
ήταν απέναντι από το κλειδωμένο –μέχρι τώρα– δωμάτιο, καθόταν μια στρογγυλωπή
κοκκινοντυμένη φιγούρα, με άσπρα μαλλιά και γένια, γυαλιά, μπότες, γάντια,
τσουβάλια φορτωμένα.... ο Άγιος Βασίλης αυτοπροσώπως. Ο μικρός τα είχε χαμένα·
κι εγώ τα είχα δυο φορές χαμένα.
«Ελάτε εδώ, ελάτε εδώ»,
είπε ο γελαστός γέροντας. «Ελάτε, και σας χρειάζομαι». Λαχτάρησα. «Αχ, μου
φαίνεται πως, όπου να ´ναι, έρχεται μια διαταγή», σκέφτηκα.
Ο μικρός κοίταζε με το
στόμα ανοιχτό, μια τον γέροντα και μια εμένα. «Μαζί να ρθούμε;» ρώτησε.
«Μαζί ελάτε», είπε
εκείνος. «Εσύ, τώρα, πάρε αυτό το δώρο που ζήτησες. Αλλά, κοίτα! Πρώτα θα
ζητήσεις συγγνώμη από τη μαμά, για την αταξία σου».
«Σόρι», είπε απρόθυμα ο
μικρός απλώνοντας τα χέρια για να αρπάξει το δώρο, μήπως και το χάσει. «Και η
Ρόμπι;»
«Η Ρόμπι θα έρθει μαζί
μου. Έχω πολλή δουλειά και χρειάζομαι βοήθεια. Δεν έχεις αντίρρηση,
φαντάζομαι...».
«Δεν... δεν ξέρω, δεν
έχω... δεν ξέρω τι έχω!».
«Τί ζεις απόψε;» Ρώτησα
τον εαυτό μου και μου απάντησα, γιατί αυτή την απάντηση την ήξερα: «Ένα θαύμα».
«Ρόμπι, είσαι έτοιμη;
Κοίτα εδώ». Και ο Άγιος Βασίλης ξεδίπλωσε μπροστά μου ένα χάρτη της γης, σημαδεμένο
με χιλιάδες σημαδάκια –τα σπίτια των παιδιών που είχε να επισκεφτεί. Κι ύστερα
ξετύλιξε ένα τεράστιο ρολό χαρτί, γεμάτο παραγγελίες, ονόματα, διευθύνσεις,
κάτι γραμμές και κάτι νούμερα... που μου θύμιζαν τις μέρες που με φτιάχνανε. Τα
κοίταζα και τα «κατάπινα». Μέσα στο μυαλό μου άρχισε σιγά σιγά να φτιάχνεται
μια διαδρομή, με στάσεις, με σπίτια, με ονόματα, με πακέτα, με φως, με αγκαλιές,
με χειροκροτήματα... Τί καλά! Τί όμορφα! Ούτε μόνη είμαι πια, ούτε χωρίς...
διαταγές! Θα γυρίσω τον κόσμο, μέσα στο αμάξι του Άι Βασίλη, και θα κάνω την
πιο όμορφη δουλειά της ζωής μου: Θα μοιράζω δώρα στα παιδιά, τη νύχτα της
πρωτοχρονιάς!
Ποιός; Εγώ, η Ρόμπι, φυσικά.
Ποιός; Εγώ, η Ρόμπι, φυσικά.
Κείμενο: Ελένη Τσαλίκη
©
Από τη συλλογή:
«Κάθε μέρα, κάθε μήνα, μια ολόκληρη χρονιά»
No comments:
Post a Comment