Thursday 11 April 2024

Μαμά, μπαμπά, με πήραν σβάρνα οι άνθρωποι...

... και θέλω μια αγκαλιά απόψε!

Μαμά, μπαμπά,
με πήραν σβάρνα οι άνθρωποι, κι απόψε τρύπωσα σαν το παιδάκι, από κάτω απ' το κρεβάτι.

Μαμά, μπαμπά, απόψε με τρομάζει το σκοτάδι κι έχω ανάψει όλα τα φώτα, μα ρε γαμώτο, και πάλι είναι θεοσκότεινα εδώ μέσα.
Μαμά, μπαμπά, που είστε να με πάρετε αγκαλιά;
Μαμά, μπαμπά, “μην κλαις”, όλο μου λέγατε, γιατί στους άντρες τα δάκρυα δεν ταιριάζουν, όμως απόψε εγώ θέλω να κλάψω, έστω και κρυφά, μη με μαλώσετε που δεν τηρώ όλες σας τις προσταγές.

Μαμααά, κρυώνω, για την ακρίβεια, έχω παγώσει, έλα να με σκεπάσεις, μαζεύτηκα κουβάρι κι ακόμη ξεπαγιάζω!
Μπαμπααά, έλα να με πιάσεις από το χέρι και να πας μια βόλτα, κανένας δεν με πάει βόλτες πια μπαμπά, κανείς δεν με ρωτάει αν τις χρειάζομαι.

Μαμά, έπεσα κάτω και πονάω, δεν βγάζω αίμα στα γόνατα μου όπως παλιά, μα εσύ καλού κακού, πάρε το βαμβάκι και το ιώδιο σου, κι έλα να με σηκώσεις, πονάω πολύ μαμά.
Μπαμπά, δώσε μου χαρτζιλίκι, θέλω κάτι γλυκό να πάω να αγοράσω, είναι πικρό το στόμα μου μπαμπά, το ίδιο κι η ψυχή μου, και κόψε μου και μια φέτα καρπούζι απ' το ψυγείο, δεν μπορώ μονός μου μπαμπά, σήμερα φοβάμαι πιο πολύ να μην κοπώ, δεν τις αντέχω κι άλλες χαρακιές.

Μαμά, μπαμπά, ανοίξτε μου την πόρτα να κατέβω στην αυλή και σας το υπόσχομαι, πως όταν θα είναι έτοιμο το φαγητό και με καλέσετε, θα ανέβω πάνω για να φάμε όλοι μαζί, θα σας ακούσω. Ούτε κι εγώ θέλω να τρώω άλλο μόνος. 
Στο υπόσχομαι μαμά μου, θα τις προσέχω τις γλάστρες σου. Τώρα πια κλοτσάω την μπάλα μου πολύ προσεκτικά. 
Κι εσένα στο υπόσχομαι σου λέω ρε μπαμπά, μη με φωνάζεις, δεν θα μιλάω με τους αγνώστους, τους άγνωστους τους έχω φοβηθεί, μα πόσο δίκιο είχες!

Μαμά, μπαμπά, απόψε λέω κακές κουβέντες, απόψε δεν θα κάνω προσευχή, ούτε τα δόντια μου θα πάω να τα πλύνω. Απόψε, θα πέσω στο κρεβάτι με τα ρούχα μου, θα το λερώσω το σεντόνι απ' τα παπούτσια μου, θα γίνω ένα πολύ κακό παιδί, και τι κατάλαβα που τόσα χρόνια ήμουνα καλός;

Μαμά, μπαμπά, απόψε ήμουν λιγάκι άτακτος, έπαιξα μαξιλαροπόλεμο με δυο φόβους μου, έναν που μετά από εσάς, δεν έχω ούτε μια φορά αγαπηθεί, κι έναν ακόμα, που μετά απ' το φευγιό σας, όλοι μου φέρονται λες κι είμαι ένα παιδί που του αξίζει μονάχα η τιμωρία, γιατί τόλμησε και παρέμεινε ένα ανόητο παιδί… Μα δεν τους νίκησα, οι φόβοι είχαν πιο μεγάλα μαξιλάρια.

Μπαμπά, μαμά, με έχουνε πάρει σβάρνα οι άνθρωποι σας λέω, και τρύπωσα από κάτω απ' το κρεβάτι, όπως τότε που ήμουνα μικρός, κι έχω φτιάξει μια άγρια θάλασσα από δάκρυα εδώ από κάτω, μα μη φοβάστε, τις θυμάμαι πάντα τις ορμήνιες σας, θα προσέχω και δεν θα πάω να κολυμπήσω στα βαθιά. Κουράστηκα να πνίγομαι και να μην είστε εδώ να με γλιτώσετε.

Μπαμπά, μαμά,
συγγνώμη για όσα είδατε απόψε, αύριο σας το ορκίζομαι, θα είμαι πιο καλά, θα ξετρυπώσω απ' την φωλιά μου, απόψε όμως σας παρακαλώ, αφού δεν έρχεστε, αφήστε με τουλάχιστον να κλάψω!

πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

1 comment:

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki