Δεν ξέρω που το άκουσε όταν ήταν παιδί κι αυτή.
Χάρη στο Νετ πολύ πρόσφατα έμαθα πως στα "απόκρυφα ευαγγέλια"αναφέρεται πως τα πουλάκια πλασμένα με χώμα από Εκείνον έγιναν κόκκινα αυγά!
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά...
Ο φωτοδότης άρχισε να πυρώνει τους πέτρινους λόφους και την χρυσή απέραντη έρημο που άπλωνε τα κύματά της μίλια ολάκερα,πέρα από το πλίνθινο ασβεστοβαμμένο σπιτάκι.
Η Μύριαμ έβαλε το χέρι αντήλιο και κοίταξε τις φοινικιές που οριοθετούσαν τα σύνορά της μικρής τους κατοικίας. Ισχνές και κακοφορμισμένες ήταν από την έλλειψη του νερού. Θα μεγαλώσουν-σκέφτηκε-, o Κύριος προνοεί για όλα.
Τράβηξε για την μικρή της κουζίνα,έβρασε το κατσικίσιο γάλα και έριξε στο τηγάνι το άζυμο ψωμί.
Ως να τελειώσει,ο μαραγκός και ο μικρός γιος της ήρθαν αγουροξυπνημένοι και κάθισαν στο τραπέζι.
Χαρά ήταν για την Μύριαμ να τους βλέπει καθισμένους δίπλα-δίπλα.Μια σχέση περίεργη είχαν πατέρας και γιος,αλλά εκείνη δεχόταν μόνο την αγάπη που άνθιζε μεταξύ τους και ξεχνούσε όλα τα άλλα. Κι ήταν πολλά αυτά που ήθελε να ξεχάσει....
Ο μαραγκός σαν απόφαγε τράβηξε για το εργαστήρι του,η Μυριαμ πήγε να ξεβοτανίσει και να ποτίσει το μικρο της περιβόλι και ο εξάχρονος βάλθηκε να σκάβει μια λακκούβα στο ξερό χώμα για να μην πάει χαμένο το νερό που έριχνε η μάνα του στα λαχανικά της ,απο την ξύλινη στέρνα που της έφτιαξε ο μαραγκός για να μαζεύει το νερό της σπάνιας βροχής εκείνης της χώρας.
Φωνές ακούστηκαν και η Μύριαμ παράτησε τον κάδο με το νερό δίπλα στην στέρνα.
Παιδιά ήρθαν!Τα γειτονόπουλα τους ήταν.Ωρα για παιγνίδια!
Εδεσε το κεφαλομάντηλο της και τράβηξε για την κουζίνα με σκοπό να τους φτιάξει τηγανίτες...και τότε τον είδε και ανατρίχιασε σύγκορμη...
Το αγαπούσε αυτό το παιδί με τα μαύρα σαν την κόλαση μάτια,φωτιές έβγαζε η ματιά του,ανατρίχιαζε όταν την άγγιζε.Της προξενούσε χαρά και λύπη.Εναν ανεξήγητο φόβο,ένα δέος,μια πικρή προσμονή.
"θα φτιάξουμε βόλους από την λάσπη σήμερα-είπε ο μαυρομάτης.Ναι-ναι αναφώνησαν όλοι.
Οι βόλοι φτιάχτηκαν,παίχτηκαν και....έσπασαν!Και όλοι έπεσαν σε απελπισία.Δεν είχαν άλλο παιγνίδι.Και τότε ο γιος της Μύριαμ είπε:Θα κάνουμε πουλάκια από το χώμα,πάω να φέρω νερό από την στέρνα της μάνας μου.Και έτσι έκανε....
Αυτός και ο μαυρομάτης άρχισαν να πλάθουν τα πουλάκια.1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12, ενα για τον καθένα.
Ο γιος της Μυριαμ έκανε ήδη το έβδομο χωματένιο πουλί όταν ο μαυρομάτης είδε τα δικά του να διαλύονται σε ξερό χώμα.Οργισμένος όρμησε στα πουλιά του φίλου του και άρχισε να τα ποδοπατάει....
Το αγόρι της Μύριαμ δάκρυσε,ένωσε τα χεράκια του σε μια βουβή ικεσία,έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και ψιθύρισε"πετάξτε πουλάκια μου,πετάξτε!!!
Δώδεκα χρυσοκόκκινα πούλια πέταξαν με κατεύθυνση τον ήλιο και χάθηκαν στον ουρανό...
Το αγόρι έκλαιγε πεσμένο στο χώμα,ο μαυρομάτης τον αγκάλιασε κι έκλαψε κι αυτός.
Η Μύριαμ ένοιωσε για άλλη μια φορά τον πόνο να τρυπάει τα σπλάχνα της...
...Περάσαν τα χρόνια...
Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Ο μαυρομάτης πέρασε στην φατρία των Ζηλωτών
Ηθελε να ελευθερώσει τον τόπο του από την Ρωμαϊκή κατοχή
Το αγόρι της Μυριαμ έγινε μαραγκός σαν τον πατέρα του
Μετά -λένε-πως πήγε στην Αίγυπτο,ή στους Εσσαίους ,στην νεκρά θάλασσα
Ποιος να ξέρει τι έγινε τότε?
..Η Μύριαμ φρόντισε τον μικρό της κήπο και πήγε στο κοτέτσι να μάσει τα αυγά. Ενας φόβος έσφιγγε την ψυχή της. Μια θλίψη την πότιζε τούτες τις μέρες.
Το αγόρι της είχε πάρει πια τον ταγμένο του δρόμο. Περίμενε,περίμενε μέχρι να δει το τέλος,το προδιαγραμμένο μέσα από τους προφήτες του Ισραήλ.
Ο φωτοδότης ήταν στο μεσουράνημα όταν ήρθε ο παραγιός του μαραγκού να της ανακοινώσει την είσοδο του υιού της επί πώλου όνου εις την Ιερουσαλήμ. Ηξερε πια το τέλος...
Τα τρεμάμενα χέρια της άφησαν την ποδιά με τα αυγά,κι εκείνα έπεσαν στο ξερό χώμα κι έσπασαν!!
Η Μυριαμ κοίταζε τα σπασμένα αυγά, άφωνη από την θλίψη όταν εμφανίστηκαν από το πουθενά δώδεκα χρυσοπόρφυρα πουλιά. Καθίσαν στην ποδιά της και αίμα άρχισε να σταλάζει από τα ράμφος τους.
Κι όταν το αίμα πότισε τα σπασμένα αυγά τα πουλιά έφυγαν από την ποδιά της Μύριαμ και κουρνιάζοντας πάνω τους,ένωσαν τις φτερούγες τους και ξαναέγιναν ένα με το χώμα από το οποίο τα έπλασε Εκείνος!
Αυγά και πουλάκια έγιναν ένα!
Δώδεκα λαμπερά ΚΟΚΚΙΝΑ αυγά κείτονταν καταγής!!
Η Μύριαμ έσκυψε και τα μάζεψε.
Το ρηθέν του Ησαΐα-σκέφτηκε-Οι προφητείες άρχισαν..
Αλλά ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει από Την Αγάπη Του..
Τράβηξε για το ταπεινό της σπίτι,έβαλε τα 12 αυγά σε ένα ξύλινο κάνιστρο και άνοιξε το μπαούλο με τα υφασμένα ρούχα του πένθους.
Η Μυριαμ ήξερε πια τον δρόμο για τον Γολγοθά της. Ηξερε γιατί την τρόμαζε το άγγιγμα του μαυρομάτη.
Με ένα φιλί τον παρέδωσε για τριάκοντα αργύρια!
Και της έμελλε πολύ να κλάψει για τον Μονάκριβό Της...
Καλή Ανάσταση εύχομαι σε όλους και προπάντων στα χαμομηλάκια που δεν έχουν τα δώρα και τις χαρές που τους πρέπει, εξ αιτίας ημών των "ανθρώπων"
Ειθε η αγάπη Του να μας κάνει καλύτερους!
Χάρη στο Νετ πολύ πρόσφατα έμαθα πως στα "απόκρυφα ευαγγέλια"αναφέρεται πως τα πουλάκια πλασμένα με χώμα από Εκείνον έγιναν κόκκινα αυγά!
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά...
Ο φωτοδότης άρχισε να πυρώνει τους πέτρινους λόφους και την χρυσή απέραντη έρημο που άπλωνε τα κύματά της μίλια ολάκερα,πέρα από το πλίνθινο ασβεστοβαμμένο σπιτάκι.
Η Μύριαμ έβαλε το χέρι αντήλιο και κοίταξε τις φοινικιές που οριοθετούσαν τα σύνορά της μικρής τους κατοικίας. Ισχνές και κακοφορμισμένες ήταν από την έλλειψη του νερού. Θα μεγαλώσουν-σκέφτηκε-, o Κύριος προνοεί για όλα.
Τράβηξε για την μικρή της κουζίνα,έβρασε το κατσικίσιο γάλα και έριξε στο τηγάνι το άζυμο ψωμί.
Ως να τελειώσει,ο μαραγκός και ο μικρός γιος της ήρθαν αγουροξυπνημένοι και κάθισαν στο τραπέζι.
Χαρά ήταν για την Μύριαμ να τους βλέπει καθισμένους δίπλα-δίπλα.Μια σχέση περίεργη είχαν πατέρας και γιος,αλλά εκείνη δεχόταν μόνο την αγάπη που άνθιζε μεταξύ τους και ξεχνούσε όλα τα άλλα. Κι ήταν πολλά αυτά που ήθελε να ξεχάσει....
Ο μαραγκός σαν απόφαγε τράβηξε για το εργαστήρι του,η Μυριαμ πήγε να ξεβοτανίσει και να ποτίσει το μικρο της περιβόλι και ο εξάχρονος βάλθηκε να σκάβει μια λακκούβα στο ξερό χώμα για να μην πάει χαμένο το νερό που έριχνε η μάνα του στα λαχανικά της ,απο την ξύλινη στέρνα που της έφτιαξε ο μαραγκός για να μαζεύει το νερό της σπάνιας βροχής εκείνης της χώρας.
Φωνές ακούστηκαν και η Μύριαμ παράτησε τον κάδο με το νερό δίπλα στην στέρνα.
Παιδιά ήρθαν!Τα γειτονόπουλα τους ήταν.Ωρα για παιγνίδια!
Εδεσε το κεφαλομάντηλο της και τράβηξε για την κουζίνα με σκοπό να τους φτιάξει τηγανίτες...και τότε τον είδε και ανατρίχιασε σύγκορμη...
Το αγαπούσε αυτό το παιδί με τα μαύρα σαν την κόλαση μάτια,φωτιές έβγαζε η ματιά του,ανατρίχιαζε όταν την άγγιζε.Της προξενούσε χαρά και λύπη.Εναν ανεξήγητο φόβο,ένα δέος,μια πικρή προσμονή.
"θα φτιάξουμε βόλους από την λάσπη σήμερα-είπε ο μαυρομάτης.Ναι-ναι αναφώνησαν όλοι.
Οι βόλοι φτιάχτηκαν,παίχτηκαν και....έσπασαν!Και όλοι έπεσαν σε απελπισία.Δεν είχαν άλλο παιγνίδι.Και τότε ο γιος της Μύριαμ είπε:Θα κάνουμε πουλάκια από το χώμα,πάω να φέρω νερό από την στέρνα της μάνας μου.Και έτσι έκανε....
Αυτός και ο μαυρομάτης άρχισαν να πλάθουν τα πουλάκια.1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12, ενα για τον καθένα.
Ο γιος της Μυριαμ έκανε ήδη το έβδομο χωματένιο πουλί όταν ο μαυρομάτης είδε τα δικά του να διαλύονται σε ξερό χώμα.Οργισμένος όρμησε στα πουλιά του φίλου του και άρχισε να τα ποδοπατάει....
Το αγόρι της Μύριαμ δάκρυσε,ένωσε τα χεράκια του σε μια βουβή ικεσία,έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και ψιθύρισε"πετάξτε πουλάκια μου,πετάξτε!!!
Δώδεκα χρυσοκόκκινα πούλια πέταξαν με κατεύθυνση τον ήλιο και χάθηκαν στον ουρανό...
Το αγόρι έκλαιγε πεσμένο στο χώμα,ο μαυρομάτης τον αγκάλιασε κι έκλαψε κι αυτός.
Η Μύριαμ ένοιωσε για άλλη μια φορά τον πόνο να τρυπάει τα σπλάχνα της...
...Περάσαν τα χρόνια...
Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Ο μαυρομάτης πέρασε στην φατρία των Ζηλωτών
Ηθελε να ελευθερώσει τον τόπο του από την Ρωμαϊκή κατοχή
Το αγόρι της Μυριαμ έγινε μαραγκός σαν τον πατέρα του
Μετά -λένε-πως πήγε στην Αίγυπτο,ή στους Εσσαίους ,στην νεκρά θάλασσα
Ποιος να ξέρει τι έγινε τότε?
..Η Μύριαμ φρόντισε τον μικρό της κήπο και πήγε στο κοτέτσι να μάσει τα αυγά. Ενας φόβος έσφιγγε την ψυχή της. Μια θλίψη την πότιζε τούτες τις μέρες.
Το αγόρι της είχε πάρει πια τον ταγμένο του δρόμο. Περίμενε,περίμενε μέχρι να δει το τέλος,το προδιαγραμμένο μέσα από τους προφήτες του Ισραήλ.
Ο φωτοδότης ήταν στο μεσουράνημα όταν ήρθε ο παραγιός του μαραγκού να της ανακοινώσει την είσοδο του υιού της επί πώλου όνου εις την Ιερουσαλήμ. Ηξερε πια το τέλος...
Τα τρεμάμενα χέρια της άφησαν την ποδιά με τα αυγά,κι εκείνα έπεσαν στο ξερό χώμα κι έσπασαν!!
Η Μυριαμ κοίταζε τα σπασμένα αυγά, άφωνη από την θλίψη όταν εμφανίστηκαν από το πουθενά δώδεκα χρυσοπόρφυρα πουλιά. Καθίσαν στην ποδιά της και αίμα άρχισε να σταλάζει από τα ράμφος τους.
Κι όταν το αίμα πότισε τα σπασμένα αυγά τα πουλιά έφυγαν από την ποδιά της Μύριαμ και κουρνιάζοντας πάνω τους,ένωσαν τις φτερούγες τους και ξαναέγιναν ένα με το χώμα από το οποίο τα έπλασε Εκείνος!
Αυγά και πουλάκια έγιναν ένα!
Δώδεκα λαμπερά ΚΟΚΚΙΝΑ αυγά κείτονταν καταγής!!
Η Μύριαμ έσκυψε και τα μάζεψε.
Το ρηθέν του Ησαΐα-σκέφτηκε-Οι προφητείες άρχισαν..
Αλλά ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει από Την Αγάπη Του..
Τράβηξε για το ταπεινό της σπίτι,έβαλε τα 12 αυγά σε ένα ξύλινο κάνιστρο και άνοιξε το μπαούλο με τα υφασμένα ρούχα του πένθους.
Η Μυριαμ ήξερε πια τον δρόμο για τον Γολγοθά της. Ηξερε γιατί την τρόμαζε το άγγιγμα του μαυρομάτη.
Με ένα φιλί τον παρέδωσε για τριάκοντα αργύρια!
Και της έμελλε πολύ να κλάψει για τον Μονάκριβό Της...
Καλή Ανάσταση εύχομαι σε όλους και προπάντων στα χαμομηλάκια που δεν έχουν τα δώρα και τις χαρές που τους πρέπει, εξ αιτίας ημών των "ανθρώπων"
Ειθε η αγάπη Του να μας κάνει καλύτερους!
Μόνο μέσα από την αγάπη που μας δίδαξε και σταυρώθηκε γι'αυτήν θα βρούμε τον αληθινό δρόμο της ύπαρξής μας...
No comments:
Post a Comment