Σας φιλώ.
Π.
Δεν φανταζόταν ποτέ ότι η αγάπη που ένοιωθε για τον πατέρα της και το γιο της θα της δημιουργούσε κάποτε μέσα της τόσο μεγάλη σύγκρουση. Ο πατέρας της, πατημένα ογδόντα, εδώ και δυο εβδομάδες είχε πια καταρρεύσει. Η υγεία του, που τα τελευταία χρόνια δεν ήταν καλή εξαιτίας της καρδιάς του, χειροτέρευσε και δεν σηκωνόταν πια από το κρεβάτι. «Έχει ακόμα ζωή από δέκα μέρες μέχρι ένα μήνα», είπε ο γιατρός πριν μερικές ώρες, που τον είδε για τελευταία φορά. Σε έξι μέρες, την Κυριακή που ερχόταν, ήταν ο γάμος του γιου της στην Αγγλία, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Ήταν το μοναχοπαίδι της, που το μεγάλωσε από πολύ νωρίς μόνη της, αφού με τον πατέρα του είχε χωρίσει στα πρώτα χρόνια του γάμου. Ήταν αδύνατο να μην είναι στο γάμο του γιου της. Αλλά ήταν και αδύνατο να αφήσει τον πατέρα της ετοιμοθάνατο και να φύγει. Η μάνα της δεν ζούσε εδώ και χρόνια, κι ο πατέρας της δεν είχε άλλη απ’ αυτήν. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι μπορεί να πέθαινε όσο εκείνη θα έλειπε. Ήταν σε τέλειο αδιέξοδο.
Πήγε όπως κάθε πρωί γύρω στις δέκα στο σπίτι του. Της άνοιξε η γυναίκα που έμενε μαζί του για να τον φροντίζει. Μόλις την είδε χαμογέλασε. «Σήμερα είναι πολύ καλύτερα ο πατέρας σου. Αν συνεχίσει έτσι, θα σηκωθεί κι από το κρεβάτι»! Αυτό την μπέρδεψε πια εντελώς.
Τον φίλησε και κάθισε δίπλα του στην άκρη του κρεβατιού. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα μαραμένο φίλο, που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο δίπλα του. Εκείνος πρόσεξε το βλέμμα της. Άπλωσε το χέρι του και της έπιασε το δικό της. Ύστερα άρχισε να μιλάει, μ’ ένα τρόπο όπως της έλεγε μικρή παραμύθια.
«Αυτό το φύλλο το μάζεψα λίγες μέρες πριν πέσω στο κρεβάτι… Μου έκανε εντύπωση αυτό το νεκρό φύλλο, έτσι απλό όπως ήταν στο θάνατό του, γεμάτο από την ομορφιά ολόκληρου του δέντρου! Γιατί εμείς τ’ ανθρώπινα πλάσματα πεθαίνουμε τόσο μίζερα, τόσο δυστυχισμένα από αρρώστια, από μεγάλη ηλικία, γερατειά, με ζαρωμένο το κορμί, άσχημο; Γιατί δεν μπορούμε να πεθάνουμε το ίδιο όμορφα όπως αυτό το φύλλο; Τι κάνουμε λάθος; Γιατροί, φάρμακα, νοσοκομεία, εγχειρήσεις… Δεν φαίνεται να μπορούμε να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια, με απλότητα, μ’ ένα χαμόγελο. Θα ‘πρεπε από όταν είμαστε παιδιά να μας μαθαίνουν στο σχολείο τη μεγάλη ομορφιά και αξιοπρέπεια του θανάτου, όχι σαν κάτι καταθλιπτικό, όχι σαν μια θλιβερή κατάληξη που κάποτε κανείς θα αντιμετωπίσει, αλλά σαν μέρος της καθημερινής ζωής. Θα ‘πρεπε να μας εξηγούν από παιδιά, χωρίς κανένα φόβο, ότι η ζωή και ο θάνατος είναι ένα. Το τέλος είναι η αρχή που έχει τέλος που είναι η αρχή… Το τέλος κάθε μέρας θα έπρεπε να είναι το τέλος του εγώ, αυτού του εγώ που σπαταλά κανείς τη ζωή του θρέφοντάς το με συγκρούσεις μέσα μας, με χαρές, με δυστυχίες, πίνοντας, καπνίζοντας, ξενυχτώντας, περνώντας από τη μία σχέση στην άλλη, χρησιμοποιώντας το σεξ για φυγή και με δουλειά, δουλειά, δουλειά… Και κάποια στιγμή αντιμετωπίζει κανείς αυτό το πράγμα που ονομάζεται θάνατος και το φοβάται. Ο θάνατος δεν είναι κάποια μακρινή φθορά του σώματος από γερατειά ή οποτεδήποτε από ξαφνικό ατύχημα, θα έπρεπε να είναι το τέλος του εγώ κάθε μέρα. Αυτό σημαίνει το, «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» κι όχι μακάριοι οι ηλίθιοι. Είναι δυνατόν ένα τόσο μεγάλο πνεύμα, να ήρθε στην ανθρωπότητα για να μας πει ότι πρέπει να είμαστε βλάκες; Μας είπε να μη θρέφουμε το εγώ μας, να μην είμαστε τίποτα ψυχολογικά μέσα μας, τότε μπορεί να αγαπά ο ένας τον άλλον στην πράξη κι όχι στα λόγια, όχι θεωρητικά,κυνηγώντας ένα ιδανικό που κάποτε στο μέλλον θα το φτάσεις…»
Η γυναίκα κοίταξε τα μάτια του πατέρα της που ξαφνικά είχαν γίνει τρομερά ζωηρά και η φωνή του είχε ένα νεανικό πάθος. Για λίγο είχε ξεχάσει το άγχος της για το γάμο του γιου της. Να, όμως που το ξαναθυμήθηκε. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
«Τι έχεις;» τη ρώτησε ο πατέρας της που κατάλαβε ότι κάτι την ανησυχούσε.
Πήρε την απόφαση και του μίλησε. Του είπε όλη τη σύγκρουση που είχε μέσα της, ανάμεσα στην επιθυμία της να είναι στο γάμο του γιου της, αλλά και να είναι κοντά σ’ εκείνον όσο θα χρειαζόταν. Ο πατέρας της σήκωσε αργά το χέρι του και της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο.
«Ούτε να το σκέφτεσαι, μωρό μου», της είπε. «Θα πας στο γάμο του γιου σου. Είναι χαζό να περιμένεις εδώ πότε θα πεθάνω».
«Μα μπαμπά…», διαμαρτυρήθηκε εκείνη σαν παιδάκι αυτή φορά.
«Ούτε να το συζητάς. Ο γάμος είναι την Κυριακή και θα είσαι εκεί. Αύριο να βγάλεις εισιτήριο για το Σάββατο. Θα φύγεις, όπως κι αν είμαι εγώ».
Εκείνη έβαλε τα κλάματα και τον πήρε στην αγκαλιά της, ενώ εκείνος της χάιδευε τα μαλλιά, όπως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και την έβαζε για ύπνο.
Το ίδιο απόγευμα, από το σπίτι της, παρήγγειλε το εισιτήριό της με βαριά καρδιά. Έκανε ένα μπάνιο κι ετοιμάστηκε να ξαναπάει στον πατέρα της. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γυναίκα που φρόντιζε τον πατέρα της και την άκουσε σαν χαμένη να της λέει, πως μόλις πριν λίγο είχε πεθάνει ο πατέρας της μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Λίγο πριν πεθάνει, της είχε πει πόσο χαρούμενος ήταν που η κόρη του θα πήγαινε στο γάμο του γιου της.
Πήγε όπως κάθε πρωί γύρω στις δέκα στο σπίτι του. Της άνοιξε η γυναίκα που έμενε μαζί του για να τον φροντίζει. Μόλις την είδε χαμογέλασε. «Σήμερα είναι πολύ καλύτερα ο πατέρας σου. Αν συνεχίσει έτσι, θα σηκωθεί κι από το κρεβάτι»! Αυτό την μπέρδεψε πια εντελώς.
Τον φίλησε και κάθισε δίπλα του στην άκρη του κρεβατιού. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα μαραμένο φίλο, που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο δίπλα του. Εκείνος πρόσεξε το βλέμμα της. Άπλωσε το χέρι του και της έπιασε το δικό της. Ύστερα άρχισε να μιλάει, μ’ ένα τρόπο όπως της έλεγε μικρή παραμύθια.
«Αυτό το φύλλο το μάζεψα λίγες μέρες πριν πέσω στο κρεβάτι… Μου έκανε εντύπωση αυτό το νεκρό φύλλο, έτσι απλό όπως ήταν στο θάνατό του, γεμάτο από την ομορφιά ολόκληρου του δέντρου! Γιατί εμείς τ’ ανθρώπινα πλάσματα πεθαίνουμε τόσο μίζερα, τόσο δυστυχισμένα από αρρώστια, από μεγάλη ηλικία, γερατειά, με ζαρωμένο το κορμί, άσχημο; Γιατί δεν μπορούμε να πεθάνουμε το ίδιο όμορφα όπως αυτό το φύλλο; Τι κάνουμε λάθος; Γιατροί, φάρμακα, νοσοκομεία, εγχειρήσεις… Δεν φαίνεται να μπορούμε να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια, με απλότητα, μ’ ένα χαμόγελο. Θα ‘πρεπε από όταν είμαστε παιδιά να μας μαθαίνουν στο σχολείο τη μεγάλη ομορφιά και αξιοπρέπεια του θανάτου, όχι σαν κάτι καταθλιπτικό, όχι σαν μια θλιβερή κατάληξη που κάποτε κανείς θα αντιμετωπίσει, αλλά σαν μέρος της καθημερινής ζωής. Θα ‘πρεπε να μας εξηγούν από παιδιά, χωρίς κανένα φόβο, ότι η ζωή και ο θάνατος είναι ένα. Το τέλος είναι η αρχή που έχει τέλος που είναι η αρχή… Το τέλος κάθε μέρας θα έπρεπε να είναι το τέλος του εγώ, αυτού του εγώ που σπαταλά κανείς τη ζωή του θρέφοντάς το με συγκρούσεις μέσα μας, με χαρές, με δυστυχίες, πίνοντας, καπνίζοντας, ξενυχτώντας, περνώντας από τη μία σχέση στην άλλη, χρησιμοποιώντας το σεξ για φυγή και με δουλειά, δουλειά, δουλειά… Και κάποια στιγμή αντιμετωπίζει κανείς αυτό το πράγμα που ονομάζεται θάνατος και το φοβάται. Ο θάνατος δεν είναι κάποια μακρινή φθορά του σώματος από γερατειά ή οποτεδήποτε από ξαφνικό ατύχημα, θα έπρεπε να είναι το τέλος του εγώ κάθε μέρα. Αυτό σημαίνει το, «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» κι όχι μακάριοι οι ηλίθιοι. Είναι δυνατόν ένα τόσο μεγάλο πνεύμα, να ήρθε στην ανθρωπότητα για να μας πει ότι πρέπει να είμαστε βλάκες; Μας είπε να μη θρέφουμε το εγώ μας, να μην είμαστε τίποτα ψυχολογικά μέσα μας, τότε μπορεί να αγαπά ο ένας τον άλλον στην πράξη κι όχι στα λόγια, όχι θεωρητικά,κυνηγώντας ένα ιδανικό που κάποτε στο μέλλον θα το φτάσεις…»
Η γυναίκα κοίταξε τα μάτια του πατέρα της που ξαφνικά είχαν γίνει τρομερά ζωηρά και η φωνή του είχε ένα νεανικό πάθος. Για λίγο είχε ξεχάσει το άγχος της για το γάμο του γιου της. Να, όμως που το ξαναθυμήθηκε. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
«Τι έχεις;» τη ρώτησε ο πατέρας της που κατάλαβε ότι κάτι την ανησυχούσε.
Πήρε την απόφαση και του μίλησε. Του είπε όλη τη σύγκρουση που είχε μέσα της, ανάμεσα στην επιθυμία της να είναι στο γάμο του γιου της, αλλά και να είναι κοντά σ’ εκείνον όσο θα χρειαζόταν. Ο πατέρας της σήκωσε αργά το χέρι του και της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο.
«Ούτε να το σκέφτεσαι, μωρό μου», της είπε. «Θα πας στο γάμο του γιου σου. Είναι χαζό να περιμένεις εδώ πότε θα πεθάνω».
«Μα μπαμπά…», διαμαρτυρήθηκε εκείνη σαν παιδάκι αυτή φορά.
«Ούτε να το συζητάς. Ο γάμος είναι την Κυριακή και θα είσαι εκεί. Αύριο να βγάλεις εισιτήριο για το Σάββατο. Θα φύγεις, όπως κι αν είμαι εγώ».
Εκείνη έβαλε τα κλάματα και τον πήρε στην αγκαλιά της, ενώ εκείνος της χάιδευε τα μαλλιά, όπως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και την έβαζε για ύπνο.
Το ίδιο απόγευμα, από το σπίτι της, παρήγγειλε το εισιτήριό της με βαριά καρδιά. Έκανε ένα μπάνιο κι ετοιμάστηκε να ξαναπάει στον πατέρα της. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γυναίκα που φρόντιζε τον πατέρα της και την άκουσε σαν χαμένη να της λέει, πως μόλις πριν λίγο είχε πεθάνει ο πατέρας της μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Λίγο πριν πεθάνει, της είχε πει πόσο χαρούμενος ήταν που η κόρη του θα πήγαινε στο γάμο του γιου της.
No comments:
Post a Comment