Δεν πιστεύει στη διδασκαλία της ποίησης και ιδιαίτερα στην εξέτασή της. Στο σχόλιο μιας καθηγήτριας πως «ό,τι δεν εξετάζεται δεν μαθαίνεται» απαντά «ας μη μαθαίνεται».
Ίσως το μόνο που θα’ πρεπε να κάνει ο δάσκαλος είναι να μαζεύει τα παιδιά και να διαβάζουν ποιήματα.
Την Παρασκευή 27 Μαρτίου η Βιβλιοθήκη Λασκαρίδη στον Πειραιά μας έδωσε την ευκαιρία να συναντήσουμε με τη Θεωρητική κατεύθυνση της Γ΄Λυκείου την ποιήτρια Κική Δημουλά. Ήταν μια ώρα μεστή από τη σοφία και τη ζωντάνια του λόγου της Δημουλά που όλοι μας απολαύσαμε.
Οι αίθουσες της Βιβλιοθήκης γέμισαν από παιδιά διαφόρων σχολείων που «βομβάρδισαν» την ποιήτρια με τις ερωτήσεις τους, άλλες «στημένες» και κάπως μικρομέγαλες κι άλλες πραγματικά βγαλμένες μέσα από τον ουσιώδη προβληματισμό που γεννούσε η σκέψη της.
Η προσπάθειά μας να αποτυπώσουμε και φωτογραφικά το γεγονός ήταν ατυχής καθώς έλειπε ο παπαράτσι του σχολείου μας, η Ελένη Κυριμκύρογλου. Παρόλ’ αυτά ελπίζουμε η καταγραφή του λόγου της ποιήτριας ( σύνθεση των σημειώσεων που «ως καλές μαθήτριες» κρατήσαμε μαζί με την Ειρήνη Λιβανού) να αποδειχτεί πιο ευτυχής. Ήταν πολλά και σημαντικά όσα είπε για την ποίηση, τη μνήμη, τον έρωτα και το χαμό, τη γυναίκα, τη ζωή, τον κόσμο:
Η Ποίηση, -σε αντίθεση με την πεζογραφία που έχει το δικαίωμα να πλατιάσει και μετά να επανορθώσει -, είναι στριμωγμένη σε μικρό χώρο και προσπαθεί μέσα από τη συμπύκνωση και τον κατάλληλο συνδυασμό λέξεων και ήχων να δώσει ένα βάδισμα διαφορετικό, μια καινούρια διατύπωση σε γνωστά πράγματα, που γίνονται έτσι πιο ευαίσθητα και ευπαθή. Η μοίρα της ποίησης είναι να παρερμηνεύεται. Στοιχείο της η ευγένεια.
Δεν ξέρουμε τι μας σπρώχνει στην ποίηση: μπορεί να’ναι το DNA του παππού μας, το ευφάνταστο και ονειροπαρμένο της νιότης μας, αλλά μετά η ποίηση απαιτεί προσγείωση, να πατάς γερά στο έδαφος.
Δεν χρειάζεται να εξιδανικεύεται ο ποιητής: Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να γράψει καλά και κακά ποιήματα. Οι ποιητές αρπάζουν ευκαιρίες όπου τους έρθουν. Μόνο η καλή , η κατάλληλη στιγμή παράγει το ποίημα. Το αίτιο μπορεί να είναι μικρό και τυχαία η δυνατότης να γράψεις ένα ποίημα, το ρεφενέ σου στην ουσία είναι η άσκηση, η επιμονή κι η δυσπιστία σ’ αυτό που κάνεις. Άδικη η εξιδανίκευση της ποίησης· δίκαιη η υψηλή απόλαυση. Κατά τύχη κάποιος άνθρωπος γράφει ποιήματα· επομένως δεν χρειάζεται θεοποίηση.
Η ποίηση μπορεί να μας ολοκληρώσει; Μόνο αν μας ελκύει μπορεί να συμβάλει στην ολοκλήρωσή μας.
Για τη δική της ποίηση: δεν φέρνει κανένα όραμα, δεν «βγαίνει έξω» απ’ αυτό που είναι, μόνο « η καθημερινότητα πιάνεται στο αγκίστρι της». Γράφει τα βιώματά της, γιατί έτσι μόνο μπορεί να λειτουργήσει, όχι αναγκαστικά κάτι συγκλονιστικό, βίωμα είναι και μια παροδική στιγμή που αν τη φωτογραφίσεις μέσα από την ευαισθησία σου γίνεται ποίημα· ακόμα κι ένα περαστικό συναίσθημα, η εικόνα ενός πουλιού στον ουρανό μπορεί να γίνει ποίημα. Αυτά, όμως, περνούν μέσα από «το χωνευτήρι των συγκινήσεών» της, που πρέπει πρώτα να θαφτούν κι ύστερα από καιρό να τις ανασύρει.
«Την ώρα της συγκινήσεως δεν γράφεται ποίημα. Το χαρτί μου είναι όλο μνήμη. Δεν μπορώ να στερηθώ την ένταση του πράγματος που ζω γι’ αυτό ποτέ δεν γράφω την ώρα που τα ζω.» Η μνήμη που είναι το 80% της ποίησής της, τα ξαναφέρνει έπειτα τροποποιημένα αλλά δυνατά.
Για τη λεξιπλασία ως βασική αρετή της ποίησής της: η Κική Δημουλά το αρνείται γιατί θεωρεί ότι αυτή είναι αποτέλεσμα αδυναμίας του ποιητή να χρησιμοποιήσει την υπάρχουσα και να πει τα πράγματα με τη σωστή τους λέξη. Ένας καλός ποιητής δεν κάνει καινούριες λέξεις. «Στις λέξεις βολεύω συναισθήματα, ανησυχίες.. Ψάχνω να βρω καλές λέξεις όχι κακόηχες.» Χαρακτηρίζει αυτή την τάση της εφετζίδικη και δηλώνει ότι συχνά μετανιώνει κι ότι συνεχώς κρίνει τα ποιήματά της, τα βάζει σ΄ ένα εδώλιο και τα δικάζει.
Η αισθητική καθοδηγεί την ποίησή της και την ωθεί να δίνει προτεραιότητα σε πράγματα που δεν έχουν και που μέσα από τη διαδικασία της σύνθεσης γίνονται πρωτεύοντα.
Τα παιδιά τη ρωτούν πώς βίωσε τον έρωτα κι εκείνη απαντά: αγαπώντας και μη αγαπώμενη: μη σας κάνει εντύπωση, είπε, είναι δύσκολη η αμοιβαιότητα· δεν είναι ισότιμη η σχέση στον έρωτα. Αυτά που αγάπησε δεν της επιστράφηκαν ποτέ. Παραδέχτηκε, όμως, ότι ούτε κι αυτή ήταν δίκαιη σ’ αυτή την επιστροφή. Ο έρωτας είναι μαρτύριο, είπε, αλλά ωραίο μαρτύριο. Όμως, ξεχνάμε κι όλα γίνονται η «πείρα του χαμού», «ο χαμός είναι ο παραλήπτης όλων μας των εμπειριών, της δράσης, των “ανακαλύψεών” μας».
Όταν ρωτούν για το ΕΠΤΟΗΘΗ του «Γας Ομφαλός» και τι την φοβίζει απαντά πως είναι ηττοπαθής άνθρωπος – «πριν νικηθώ έχω νικηθεί», είπε χαρακτηριστικά - κι ότι ηττάται συχνά στη ζωή της από τα ανεπίδοτα, την
απομάκρυνση, την απόρριψη, αλλά ότι βρίσκει σ’ αυτή την ήττα έναν ηρωϊσμό: «Μετράω τα βήματα της ζωής μου σε επιτυχημένες ήττες».
Ως γυναίκα αισθάνεται αιχμάλωτη των ανδρών και των αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζει ως γυναίκα. Θεωρεί πως η γυναίκα δεν είναι ποτέ ελεύθερη. Ομολογεί πως δεν έκανε τίποτε για να βελτιώσει τη θέση της.
Στο ερώτημα τι την πληγώνει απαντά πως την πληγώνει το γεγονός πως οι άνθρωποι πεινάνε· ευτυχία δεν μπορείς να παρέχεις, , όμως, είναι αδιανόητονα πεθαίνουν παιδιά από πείνα, είπε με έμφαση. Η πείνα δεν είναι φυσική καταστροφή, είναι ζήτημα διανομής, κατανομής των αγαθών, πρόσθεσε.
Η ιδανική παιδεία; Δηλώνει πως δεν ξέρει ν’ απαντήσει. Ίσως, αυτή που θα έκανε τους ανθρώπους ευγενείς, τα άγρια ένστικτά μας αδρανή· ας κρατούσουν οι άνθρωποι τα ένστικτα αυτά φυλακισμένα μέσα τους, αφού είναι κι αυτά αναγκαία.
Η γνώση; Θεωρεί πως τα παιδιά τη φέρουν ως ένστικτο μέσα τους. Δεν πιστεύει στη διδασκαλία της ποίησης και ιδιαίτερα στην εξέτασή της. Στο σχόλιο μιας καθηγήτριας πως «ό,τι δεν εξετάζεται δεν μαθαίνεται» απαντά «ας μη μαθαίνεται». Ίσως το μόνο που θα’ πρεπε να κάνει ο δάσκαλος είναι να μαζεύει τα παιδιά και να διαβάζουν ποιήματα.
Πώς νιώθει την επιβεβαίωση: Ο καλός ποιητής δεν την νιώθει ποτέ. Η ανησυχία και η αβεβαιότητα είναι αυτό που σου δίνει κίνητρο, είναι το λίπασμα.
Για τη σχέση της με τη φύση: Δηλώνει νοσταλγός της φύσης και πως όταν βρεθεί κοντά της μεγαλοποιεί και την τσουκνίδα, ωστόσο παραδέχεται ότι είναι άνθρωπος της πόλης και δεν θα μπορούσε να ζήσει μόνο στη φύση.
Και η ζωή; Αυτή αποφασίζει για μας κι αυτό που μας δένει μαζί της είναι πολύ ισχυρό παρά τις απώλειές μας.
Πώς εμπνέεται από τη ρουτίνα και τη συνήθεια που είναι αυτό ακριβώς που δεν αντέχει ένας δεκαεπτάχρονος νέος; Χρησιμοποιώντας τη μνήμη, γιατί η μνήμη τής στέλνει πράγματα από έναν καλύτερο χρόνο. Αυτή επιλέγει τι θα κρατήσει κι είναι προστατευτική για μας ώστε να προχωρούμε μπροστά. Στο τετριμμένο και τη συνήθεια αντιτάσσουμε αυτό που αγαπάμε.
Μας παροτρύνει: «ανακαλύψτε αυτό που αγαπάτε».
"Ενός λεπτού μαζί" μας φάνηκε η ώρα και, δυστυχώς, τελειώνει. Ένα σχολείο της χαρίζει το πορτρέτο της κι όλοι μαζί ένα ζεστό χειροκρότημα.
Σ’ ευχαριστούμε, Κική Δημουλά.
10 lykeio peiraia
No comments:
Post a Comment