Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα που είχε τέσσερα παιδιά.
Τα μεγάλωσε με πολύ αγάπη και τρυφερότητα. Όταν ήλθε ο καιρός τους τα καλοπάντρεψε.
Πέρασαν όμως τα χρόνια και η μάνα, που είχε μείνει μόνη της, αρρώστησε και έστειλε να φωνάξουν τα παιδιά της να τα αποχαιρετήσει και να τους δώσει την ευχή της, μήπως και δεν προλάβει και φύγει έτσι από τη ζωή.
Όμως όλα της τα παιδιά προφασίστηκαν πως είχαν δουλειά και πως θα πήγαιναν αργότερα να δουν τη μητέρα τους.
Έτσι η μάνα πέθανε μόνη και αβοήθητη, δίχως να προλάβει να δώσει στα παιδιά της την ευχή της σε κανένα από τα σπλάχνα της.
Το πρώτο της παιδί, που την ώρα που ξεψυχούσε η μάνα του είχε πάει να τρυγήσει, έγινε μέλισσα και μια ζωή τρυγάει και τον κόπο της τον τρώμε με βούτυρο πάνω στο ψωμί μας.
Το άλλο που εκείνη την ώρα κάρφωνε κάτι καρφιά, όλα τα καρφιά φύτρωσαν στην πλάτη του και από τότε έγινε σκαντζόχοιρος.
Η κόρη της, που εκείνη την στιγμή ύφαινε στον αργαλειό της έγινε η αράχνη .
Τέλος η τέταρτη, το μικρότερο παιδί της, που ήταν εκείνη τη στιγμή σκυμμένη πάνω στη σκάφη της και έπλενε, έγινε η γνωστή σε όλους μας χελώνα και τη σκάφη της την κουβαλάει αιώνια.
No comments:
Post a Comment