Thursday 21 November 2013

Αίσωπος: Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης

"Ο ποντικός της πόλης και ο ποντικός του αγρού" ζυγίζει από τη μία την υπεραφθονία και το φόβο και από την άλλη τη μετρημένη ζωή και την ηρεμία. Σε πρώτη ματιά κάτι μπορεί να φαντάζει αξιοζήλευτο.
Δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι αυτός που το έχει είναι ευτυχισμένος, αν λείπει το γέλιο και η ψυχική γαλήνη.

Πριν πολλά χρόνια ήταν δύο ποντικοί. Ο ένας είχε φτιάξει την φωλιά του στον αγρό, ενώ ο άλλος την είχε φτιάξει σε ένα πλούσιο σπίτι στην πόλη.
Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι δύο ποντικοί γνωριστήκαν και έγιναν καλοί φίλοι. Όπως κάνουν συνήθως οι καλοί φίλοι, έτσι και οι ποντικοί της ιστορίας μας θέλησαν να ανταλλάξουν επισκέψεις στις φωλιές τους.

Την αρχή έκανε ο ποντικός της πόλης, όταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, φόρεσε τα καλά του ρούχα και ξεκίνησε για να επισκεφθεί τον φίλο του στον αγρό.
Μόλις έφτασε, κοίταξε γύρω του και μονολόγησε:
«Θεέ μου! Τι απαίσιο μέρος είναι αυτό; Μα εδώ δεν υπάρχουν ούτε άμαξες ούτε καταστήματα! Μόνο χωράφια και βρόμικες, φτωχικές καλύβες!»
Ο ποντικός του αγρού τον καλοδέχτηκε στη φωλιά του. Μπαίνοντας ο ποντικός της πόλης κοίταξε γύρω του και μονολόγησε:
«Τι βρόμικο σπίτι είναι αυτό; Μα καλά… Έτσι είναι όλα τα σπίτια του αγρού;»
Ο ποντικός του αγρού θέλοντας να ευχαριστήσει τον φίλο του, έβγαλε να τον κεράσει ό,τι πιο εκλεκτό είχε, όπως φρέσκιες ρίζες, χορταράκια και σιτάρι. Ο καλομαθημένος ποντικός του σπιτιού, βλέποντας αυτά που του πρόσφερε ο φίλος του, του είπε:
«Καλέ μου φίλε, ωραία είσαι εδώ στην εξοχή, αλλά το φαγητό σου ταιριάζει περισσότερο σε μυρμήγκια παρά σε ποντικούς. Πώς μπορείς να ζεις τόσο φτωχικά; Έλα μια μέρα στο σπίτι μου να σου κάνω το τραπέζι με φαγητά που τρώνε μόνο βασιλιάδες».
Το επόμενο κιόλας πρωινό, το ποντίκι της πόλης πήρε το δρόμο της επιστροφής.
«Δεν έπρεπε να τον καλέσω! Η ζωή μου είναι τόσο φτωχική εδώ στην εξοχή» μονολόγησε λυπημένα το ποντικάκι του αγρού βλέποντας το φίλο του να φεύγει.
Μετά από μερικές μέρες το ποντίκι του αγρού ξεκίνησε για να επισκεφτεί το φίλο του στην πόλη, για να ανταποδώσει την επίσκεψη.
Μόλις όμως πάτησε το πόδι του στην πόλη, ανακάλυψε με τρόμο πως οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κινδύνους. Μια τεράστια άμαξα όρμησε καταπάνω του με ανατριχιαστικό θόρυβο. Το ποντικάκι του αγρού έτρεξε τρομοκρατημένο να γλιτώσει. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα τεράστιο ανθρώπινο πόδι έτοιμο να το λιώσει με την τεράστια σόλα του! Το φοβισμένο ποντικάκι έβαλε τις φωνές και με ένα σάλτο χώθηκε σ’ έναν υπόνομο για να σωθεί. Έπειτα από πολλές ώρες περιπλάνησης στους επικίνδυνους δρόμους της πόλης, έφτασε στο σπίτι του φίλου του. Είχε πια βραδιάσει.
«Καλωσόρισες! Καλωσόρισες!» τον υποδέχτηκε το ποντίκι της πόλης. «Κόπιασε! Ήρθες πάνω στην ώρα για το δείπνο!»
Πριν καθίσουν να φάνε, ο ποντικός του σπιτιού επέμενε να κάνει μια ξενάγηση στο φίλο του, στο κελάρι του πλούσιου σπιτιού που είχε τη φωλιά του. Ο καλοταϊσμένος ποντικός του έδειξε τις στάμνες με το λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, και κατέληξε στα τυριά, αφήνοντας άφωνο τον ποντικό του αγρού από τον πλούτο που αντίκριζε.
Τέλος το ποντίκι της πόλης οδήγησε τον πεινασμένο και κουρασμένο καλεσμένο του σε μια υπέροχη κατάφωτη τραπεζαρία. Το ποντίκι της πόλης σκαρφάλωσε ψηλά στο στρωμένο τραπέζι και προσκάλεσε και το φίλο του να τον ακολουθήσει.
Το ποντίκι του αγρού είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσα πολλά και λαχταριστά φαγητά!
«Ποπό! Τι υπέροχο τραπέζι» αναφώνησε το πεινασμένο ποντικάκι


 Άπλωσε το χέρι του, πήρε ένα κομμάτι τυρί και το έφερε στο στόμα του. Την ώρα εκείνη όμως, ένας υπηρέτης του σπιτιού άνοιξε την πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα, για να πάρει κάτι που είχε λησμονήσει. Το ποντίκι του σπιτιού, τρομαγμένο, άφησε το φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στην φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του εκεί που καθόταν. Βλέποντάς το ο υπηρέτης αγρίεψε, άρπαξε μία σκούπα και κουνώντας την απειλητικά φώναξε:
«Θα σας λιώσω, βρομερά ποντίκια, που τολμάτε και κλέβετε το φαγητό μας!»
Το καημένο το ποντίκι του αγρού τρομαγμένο, πήδηξε απ’ το τραπέζι κι άρχισε να τρέχει για να σωθεί. Την τελευταία στιγμή κι ενώ νόμιζε πως όλα πια είχαν τελειώσει είδε ένα μικρό άνοιγμα στο παράθυρο του κελαριού. Χώθηκε λοιπόν γρήγορα εκεί καθώς η σκούπα προσγειωνόταν πίσω του και βρέθηκε στο δρόμο λαχανιασμένο.
Ο υπηρέτης έφυγε θυμωμένος κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο ποντικός του σπιτιού βγήκε προσεχτικά απ’ τη φωλιά του και πήγε κοντά στον φίλο του που έτρεμε ακόμη.
«Ποπό! Τι τρομάρα ήταν αυτή που πήραμε! Μη στενοχωριέσαι όμως, φίλε μου, αυτό ήταν, πέρασε πια ο κίνδυνος. Πάμε πάλι κάτω να συνεχίσουμε το φαγητό μας».
Τότε ο ποντικός του αγρού, με σοφία, απάντησε:
«Φίλε μου, σ’ ευχαριστώ, αλλά χάρισμα σου τα πλούσια φαγητά. Να μου λείπουν τέτοια πλούτη! Δε θέλω άλλα καρδιοχτύπια! Δεν ξανακλέβω το φαγητό των άλλων, όσο νόστιμο κι αν είναι! Στον αγρό βρίσκω όσο φαγητό θέλω! Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι ήσυχος, ασφαλής κι ευτυχισμένος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε στιγμή.  Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου» απάντησε το ποντίκι του αγρού. Και ξεκίνησε αμέσως για το φτωχικό αλλά ήρεμο σπιτάκι του.

Ο Μύθος στην αρχαία μας γλώσσα

Μῦς ἀρουραῖος καὶ μῦς ἀστικός
Μῦς ἀρουραῖος τὸν ἐν οἴκῳ ἐφίλει.
Ὁ δὲ τοῦ οἴκου κληθεὶς ὑπὸ τοῦ φίλου
ἦλθεν εὐθέως δειπνήσων εἰς ἀρούρας.
Ὁ δὲ ἐσθίων κριθὰς καὶ σῖτον ἔφη·
Γίνωσκε, φίλε, μυρμήκων ζῇς τὸν βίον·
ἐπείπερ δ᾿ ἐμοὶ ἀγαθῶν ἐστι πλῆθος,
ἐμοὶ σύνελθε καὶ ἀπολαύσεις πάντων.
Καὶ παραχρῆμα ἀπῄεσαν οἱ δύο.
Καὶ ὃς ὑπεδείκνυ ὄσπρια καὶ σῖτον,
φοίνικας ἅμα, τυρόν, μέλι ὁπώρας.
Ὁ δ᾿ αὖ θαυμάζων αὐτὸν ηὐλόγει σφόδρα
καὶ τὴν ἑαυτοῦ κατεμέμφετο τύχην.
Βουλομένων δὲ ἀπάρξασθαι ἐσθίειν,
ᾔνοιξεν εὐθὺς ἄνθρωπός τις τὴν θύραν.
Φοβηθέντες δὲ οἱ δειλαῖοι τὸν κτύπον
εἰσεπήδησαν οἱ μῦς εἰς τὰς ῥαγάδας.
Ὡς δὲ ἤθελον πάλιν ἰσχάδας ἆραι,
ἧκεν ἕτερος τοῦ λαβεῖν τι τῶν ἔνδον.
Οἱ δὲ καὶ πάλιν θεασάμενοι τοῦτον
εἰσεπήδησαν κρυβέντες ἐπὶ τρώγλης.
Ὁ δ᾿ ἀρουραῖος ὀλιγωρῶν τῇ πείνῃ
ἀνεστέναξε καὶ πρὸς τὸν ἄλλον ἔφη·
Χαῖρε σύ, φίλε, κατεσθίων εἰς κόρον
ἐπαπολαύων αὐτὰ μετ᾿ εὐφροσύνης
καὶ τοῦ κινδύνου καὶ τοῦ πολλοῦ τοῦ φόβου·
ἐγὼ δ᾿ ὁ τάλας κριθὴν καὶ σῖτον τρώγων
ζήσω ἀφόβως μηδένα ὑποπτεύων.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι
τὸ λιτῶς διάγειν καὶ ζῆν ἀταράχως
ὑπὲρ τὸ τρυφᾶν ἐν φόβῳ μετ᾿ ὀδύνης.

(variant version from Chambry's first edition)

Μῦς ἀρουραῖος καὶ μῦς ἀστικός
Μύες δύο, ὁ μὲν ἀρουραῖος, ὁ δὲ οἰκόσιτος κοινὸν εἶχον τὸν βίον. Ὁ δὲ οἰκόσιτος ἦλθε πρῶτος δειπνήσων ἐπὶ τῆς ἀρούρης ἔτι ἀνθούσης. Τρώγων δὲ σῖτον καὶ ῥίζας σὺν τοῖς βώλοις εἶπεν· Μύρμηκος ζῇς βίον ταλαιπώρου· ἐμοὶ δὲ πολλὰ ἔνεστιν ἀγαθά· τὸ κέρας οἰκῶ τῆς Ἀμαλθείας ὡς πρὼς σέ. Ἐὰν ἔλθῃς μετ᾿ ἐμοῦ, ὡς θέλεις ἀσωτεύσῃ. Ἀπῆγε πείσας τὸν μῦν ἐν τῷ οἴκῳ. Ἔδειξε δὲ αὐτῷ σῖτον καὶ ἄλευρα καὶ ὄσπρια καὶ σῦκα καὶ μέλι καὶ φοίνικας. Οὗτος δὲ ἐτέρφθη καὶ διεχύθη. Ὁ δὲ ἤγαγε καὶ τυρὸν ἐκ κανισκίου σύρων. Ἤνοιξέ τις τὴν θύραν· οἱ δὲ ἔφυγον εἰς στενὴν τρώγλην, ἔτριζον δὲ ὑπ᾿ ἀλλήλων στενούμενοι. Ὡς δὲ πάλιν ἤμελλον ἐκκύψαι καὶ μικρὰν ἰσχάδα σῦραι, ἕτερος ἦλθεν ἄλλο τι ἆραι· οἱ δὲ ἔνδον ἐκρύπτοντο. Ὁ δὲ ἀρουραῖος μῦς, καίπερ τοσαῦτα πεινῶν, εἶπε· Χαῖρε καὶ πλούτει καὶ τρύφα, ἔχων τὰ πάντα μετὰ κινδύνων· ἐγὼ δὲ βοτάνας καὶ ῥίζας τρώγων ἀφόβως καὶ λιτῶς ζήσω.
Ὅτι λιτῶς διάγειν καὶ ζῆν ἀταράχως μᾶλλον συμφέρει ἢ ἐν φόβῳ καὶ κινδύνῳ δαψιλῶς τρυφᾶν.
wikisource.org

Aesop for Children (1919)

11. THE TOWN MOUSE AND THE COUNTRY MOUSE
A Town Mouse once visited a relative who lived in the country. For lunch the Country Mouse served wheat stalks, roots, and acorns, with a dash of cold water for drink. The Town Mouse ate very sparingly, nibbling a little of this and a little of that, and by her manner making it very plain that she ate the simple food only to be polite.




After the meal the friends had a long talk, or rather the Town Mouse talked about her life in the city while the Country Mouse listened. They then went to bed in a cozy nest in the hedgerow and slept in quiet and comfort until morning. In her sleep the Country Mouse dreamed she was a Town Mouse with all the luxuries and delights of city life that her friend had described for her. So the next day when the Town Mouse asked the Country Mouse to go home with her to the city, she gladly said yes.

When they reached the mansion in which the Town Mouse lived, they found on the table in the dining room the leavings of a very fine banquet. There were sweetmeats and jellies, pastries, delicious cheeses, indeed, the most tempting foods that a Mouse can imagine. But just as the Country Mouse was about to nibble a dainty bit of pastry, she heard a Cat mew loudly and scratch at the door. In great fear the Mice scurried to a hiding place, where they lay quite still for a long time, hardly daring to breathe. When at last they ventured back to the feast, the door opened suddenly and in came the servants to clear the table, followed by the House Dog.

The Country Mouse stopped in the Town Mouse's den only long enough to pick up her carpet bag and umbrella.

"You may have luxuries and dainties that I have not," she said as she hurried away, "but I prefer my plain food and simple life in the country with the peace and security that go with it."

Poverty with security is better than plenty in the midst of fear and uncertainty.

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki