Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῇ τὸ φῶς μου
ἀγάλια-ἀγάλια ὁ θάνατος, ἕνας θὲ νὰ εἶν᾿ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.
ἀγάλια-ἀγάλια ὁ θάνατος, ἕνας θὲ νὰ εἶν᾿ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.
Δὲ θὰ εἶν᾿ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα,
τῆς φτώχειας ἡ ἔγνοια, τοῦ ἔρωτα ἡ ἀκοίμητη λαχτάρα,μιὰ δίψα μέσ᾿ στὸ αἷμα μου, προγονικὴ κατάρα,
μήτε ἡ ζωή μου ἡ ἀδειανὴ συρμένη ἀπ᾿ τὸ μαγνήτη
πάντα τῆς Μούσας, μήτ᾿ ἐσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ᾿ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὦ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία,
ὦ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ᾿ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὦ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία,
ὦ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!
-----
Το ποίημα του Κωστή Παλαμά ''Ο πιο τρανός καημός μου''
ανήκει στην ποιητική συλλογή ''Η πολιτεία και η μοναξιά'' (1912).
Το συγκεκριμένο ποίημα, αποτελεί έναν ύμνο στη φύση από τον ποιητή.
Ως ύφος αλλά και θεματικά ανήκει στα ποιήματα που ο ίδιος ονομάζει, «ο λυρισμός του εμείς», τα οποία είναι επικές συνθέσεις. Σε αυτό το ποίημα είναι εμφανής η επίδραση του συμβολισμού αφού ο ποιητής αναφέρεται σε μία υπερβατική Ιδέα, αυτή της Φύσης.
Στο ποίημα ο Παλαμάς περιγράφει, μάλλον μέσα από προσωπικά βιώματα αφού αναφέρεται σε μία ζωή σκυφτός μέσα στα βιβλία οπότε μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι αναφέρεται στον εαυτό του, το παρελθόν και το μέλλον, τον θάνατο. Με το συνδυασμό αυτό, του παρελθόντος και του μέλλοντος, ανακαλεί το παρελθόν ως μνήμη και παράδοση ελληνική.Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παλαμάς στο ποίημα του είναι η δημοτική της οποίας εξάλλου ήταν και ένθερμος υποστηρικτής χωρίς να υπάρχουν σπάνιες ή ιδιωματικές λέξεις.
Το ποίημα έχει επίσης ομοιοκαταληξία αλλά ελεύθερη και αποτελείται από λίγους στίχους.
Η φύση όπως την χρησιμοποιεί ο Παλαμάς δημιουργεί δύο θεματικά μοτίβα στο συγκεκριμένο ποίημα.
Το πρώτο είναι η περιγραφή του δικού του, του προσωπικού του ψυχικού κόσμου μέσα από τη περιγραφή ενός εξωτερικού τοπίου, αυτού της φύσης. Μέσα από ένα μονόλογο, ο ποιητής προβάλλει τη ζωή που έζησε και που ήταν γεμάτη δύσκολες στιγμές και μοναξιά και την συγκρίνει με τη ζωή που θα μπορούσε να είχε ζήσει στο μεγαλειώδες περιβάλλον και τοπίο της φύσης.
Το δεύτερο θεματικό μοτίβο, είναι η τέχνη του σε συνδυασμό με τη φύση αφού η ενασχόληση του με τη ποίηση ήταν αυτή που δεν του επέτρεψε να ζει με τον τρόπο που αυτός ήθελε στη φύση παρά πέρασε τη ζωή του κλεισμένος σε εσωτερικούς χώρους διαβάζοντας και γράφοντας.
Το ποίημα είναι λυρικό και αυτό τονίζεται από τις περιγραφές που υπάρχουν οι οποίες συνθέτουν τον δυισμό του Παλαμά, στοιχείο γνώριμο της ποιητικής του. Στο συγκεκριμένο ποίημα εκφράζεται μέσω της περιγραφής αντίθετων καταστάσεων οι οποίες τελικώς τονίζουν το μεγαλείο της φύσης.
Από τη μία, λοιπόν, ο ποιητής περιγράφει τη μοναχική ζωή που του επέβαλλε η ποίηση στην οποία όμως δεν μπορούσε και ο ίδιος να αντισταθεί αφού όπως αναφέρει η Μούσα του τον έσερνε με ένα μαγνήτη, και από την άλλη μία ζωή μέσα στη φύση, στα βουνά, τα πέλαγα και τα δάση, μία αντίθεση που σαφώς ευνοεί τη φύση.Η φύση βέβαια για τον Παλαμά δεν αποτελεί απλώς ένα ωραίο τοπίο το οποίο θα του προσέφερε ηρεμία και γαλήνη.
Έχει μία πιο δυναμική διάσταση αφού σε αυτή θεωρεί ο ποιητής ότι κρύβεται μία ζωή ολόκληρη αλλά και η σοφία που αυτός αναζητούσε στα βιβλία.Το ποίημα αυτό αποτελεί στην ουσία το αντίτιμο που πλήρωσε ο Παλαμάς για το μέγεθος του. Μπορεί διανοητικά και λογοτεχνικά να μην ήταν αποκομμένος από τη κοινωνία αλλά αντίθετα να ήταν πλήρως συνδεδεμένος όπως διαφαίνεται και από το έργο του, αλλά η δική του ζωή ήταν μοναχική, σχεδόν ασκητική για να μπορέσει να δημιουργήσει τη ποίηση του.Τη διατύπωση και τη περιγραφή του ασκητικού Παλαμά για τη δημιουργία της τέχνης του την έκανε καλύτερα ο Άγγελος Σικελιανός σε μία ομιλία του στον Παρνασσό το 1936 με θέμα Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης.
Για να μπορέσει να κατανοήσει τις θυσίες και τη μοναξιά που χαρακτήριζε τον Παλαμά ώστε να γεννήσει ένα τόσο μεγαλοπρεπές έργο τον αποκάλεσε «άγιο»: «Ο Παλαμάς μόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος».
Το ποίημα «Ο πιο τρανός καημός μου» καταδεικνύει ότι όντως αυτή ήταν η ζωή του ποιητή. Χαμένα χρόνια, μέσα στη φτώχεια και μία ζωή άδεια χωρίς έρωτα και άλλες χαρές που προσφέρει η άνετη και ευτυχισμένη ζωή. Στο ποίημα αυτό εκτός από το παράπονο του ποιητή φαίνεται να εκφράζεται και η απογοήτευση του αλλά παράλληλα και η έντονη σύνδεση με τη ποίηση του. Ο ίδιος θεωρεί ότι η φύση ήταν σε θέση να του προσφέρει και τη ζωή που δεν έζησε αλλά και την σοφία που αναζήτησε και κατέκτησε μέσω της μελέτης του.
Εντούτοις, γνωρίζει και ο ίδιος πως δεν θα μπορούσε να πράξει αλλιώς αφού η ενασχόληση του με την ποίηση δεν ήταν επιλογή την οποία θα μπορούσε να έχει απορρίψει, αλλά «προγονική κατάρα» και ο μαγνήτης της Μούσας στα οποία δεν θα μπορούσε να έχει αντισταθεί.
Αν και η προσπάθεια ειναι καλή ως προς την ανάλυση,πιστεύω ότι το ποίημα ανήκει στον "λυρισμό του εγώ" γιατί ο "λυρισμός του εμείς" εκφράζει επικό τόνο, δηλαδή παρουσιάζει εθνικά ιδεώδη και την ελληνική προοπτική προς το μέλλον.
ReplyDelete