Monday 18 March 2019

«Το Μυστικό της Σοφίτας» - Ένα υπέροχο παραμύθι!

Το σπίτι με την κόκκινη κεραμιδένια στέγη ξεχώριζε σαν στολίδι ανάμεσα στα άλλα πιο ψηλά σπίτια, με την όμορφη γεμάτη λουλούδια αυλή του. Όταν ερχόταν η άνοιξη, το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να αγγίξει με τ’ ακροδάχτυλά της την κερασιά που βρισκόταν στην αυλή του. Και εκείνη, να πλημμυρίζει τα κλαδιά της με τα πιο όμορφα ροζ λουλούδια της.
Ήταν το ωραιότερο σπίτι στην περιοχή εκείνη και το μοναδικό που είχε σοφίτα κάτω από τα κόκκινα κεραμίδια του. Αυτή η σοφίτα, όμως, ήταν για την Αλεξάνδρα ένα απαγορευμένο μέρος. Η μητέρα της πάντα της έλεγε να μην ανεβαίνει εκεί επάνω, γιατί μπορεί να χτυπήσει στα σκοτεινά και εκτός αυτού, υπήρχαν πράγματα παλιά, που δεν την ενδιέφεραν.

Έλα, όμως, που η Αλεξάνδρα ήταν πολύ περίεργη, όπως άλλωστε και τα περισσότερα παιδιά του κόσμου και η κλειστή πόρτα της την τραβούσε σαν μαγνήτης. Οι ερωτήσεις, η μια μετά την άλλη, έτρεχαν στο μυαλό της:

«Γιατί η πόρτα της σοφίτας ήταν πάντα κλειστή;»

«Γιατί η μητέρα της δεν την άφηνε να ανέβει;»

«Μήπως είχε κανέναν κρυμμένο θησαυρό;»

Υποσχέθηκε στον εαυτό της, πως κάποια μέρα θα ανακάλυπτε το μυστικό της σοφίτας. Και η μέρα αυτή δεν άργησε να έρθει... Η μέρα που θα έμενε αξέχαστη στην Αλεξάνδρα. Ήταν τότε, που όλοι έλειπαν από το σπίτι και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό, ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στη σοφίτα...

Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε τρίζοντας παραπονεμένα. Για μια στιγμή, δίστασε... Έκανε να γυρίσει πίσω... Η περιέργειά της, όμως, ήταν τόση, που την έσπρωξε στο εσωτερικό της. Το μισοσκόταδο την αγκάλιασε ολόκληρη. Στην αρχή φοβήθηκε. Μόλις, όμως, τα μάτια της συνήθισαν το σκοτάδι, άρχισαν να κοιτάζουν τριγύρω...

«Ίσως κάπου εδώ να κρύβεται ο θησαυρός», συλλογίστηκε.

Άρχισε να ψάχνει μέσα στα σκονισμένα πράγματα. Την προσοχή της τράβηξε μια ξύλινη παλιά κασέλα, που βρισκόταν σε μια γωνιά... Πλησίασε και άρχισε να την περιεργάζεται προσεχτικά... Ήταν μαυρισμένη και σκονισμένη από την πολυκαιρία και τα σκαλιστά στριφογυριστά της στολίδια, δύσκολα ξεχώριζαν στο μισοσκόταδο.
Ένα παχύ στρώμα σκόνης είχε καθίσει για τα καλά επάνω της και τη σκέπαζε σαν πέπλο. Άπλωσε το χέρι της και τίναξε την σκόνη που σηκώθηκε σαν σύννεφο. Ήταν σίγουρη τώρα, ότι εκεί μέσα κρυβόταν κάποιος θησαυρός. Ίσως να έβρισκε μαργαριτάρια φερμένα από εξωτικά νησιά. Διαμάντια και ρουμπίνια, κοσμήματα στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Χρυσές λίρες που είχαν κρύψει εκεί οι πειρατές...

Σήκωσε το καπάκι αργά, περιμένοντας να αντικρίσει όλα αυτά που πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό της. Αυτό που έβλεπε δεν το πίστευε... Η ξύλινη κασέλα, ήταν γεμάτη με παλιά ρούχα, τακτοποιημένα όμορφα, στη σειρά...

Έκατσε στο πάτωμα απογοητευμένη. Ώστε αυτός ήταν ο θησαυρός που νόμιζε ότι θα έβρισκε;
«Τι κρίμα!», μουρμούρισε κι έκανε να ξανακλείσει την παλιά κασέλα. Το ξανασκέφτηκε, όμως... Αν κάτω από τα παλιά ρούχα βρισκόταν αυτό που γύρευε; Αλήθεια, τι έψαχνε να βρει, ούτε και εκείνη ήξερε τώρα...
Άρχισε να ανασκαλεύει τα ρούχα, να τα βγάζει και να τα ακουμπά στο πάτωμα. Όλα ήταν φορεμένα με ξεθωριασμένα χρώματα. Εκεί ήταν το πρώτο πλεχτό ζακετάκι της, εκεί και το ροζ φορεματάκι της με το μεγάλο λευκό φιόγκο, που το πέρασμα του χρόνου είχε αφήσει τη χλωμάδα του φεγγαριού. Όλα τα αγαπημένα της, παλιά ήταν εκεί φυλαγμένα με προσοχή!

Θα είχε αδειάσει, σχεδόν, την κασέλα, όταν τα δάχτυλά της άγγιξαν ένα ύφασμα αλλιώτικο απ’ τα άλλα... Το τράβηξε έξω και το ξεδίπλωσε. Ένα μεταξένιο κεντίδι άπλωσε στα πόδια της Αλεξάνδρας, όλου του κόσμου τα πλουμιστά λουλούδια, μαγικά πουλιά ,χρυσοκέντητους στραυραετούς και ξωτικά. Γαλάζιες θάλασσες και καράβια ταξιδιάρικα, ήλιους, φεγγάρια κι αστέρια ασημοκεντημένα. Μαγεύτηκε από τα χρώματα και την ομορφιά του η Αλεξάνδρα...

Ήταν βέβαιη ότι κάπου το είχε ξαναδεί... Ξάφνου, θυμήθηκε! Ήταν η γιαγιά της εκείνη που το κέντησε! Ήταν μικρούλα, όμως... Τη θυμόταν να το κρατά στα χέρια της και να περνά στη βελόνα της πότε κόκκινες, πότε γαλάζιες και πότε ασημένιες και χρυσές κλωστές και εκείνες να γίνονται επάνω στο μεταξωτό πανί, ουρανός και θάλασσα, λουλούδια και νεράιδες...
Όποιος το έβλεπε δεν πίστευε, σίγουρα, ότι φτιάχτηκε από χέρια ανθρώπου. Τόσο όμορφο ήταν!
Την προσοχή της τράβηξε μια μικρή ηλιαχτίδα, που τρύπωσε κρυφά από μια χαραμάδα του κλειστού παραθύρου και θέλησε να παίξει με την κεντημένη γοργόνα.

Το κορμί της, μισό ανθρώπινο και μισό σκεπασμένο με ασημένια λέπια, γυάλιζε κάτω από το χλωμό φως της παιχνιδιάρας ηλιαχτίδας. Τα μαλλιά της, χρυσές ξανθές μπούκλες κυμάτιζαν σαν αληθινά στην πλάτη της και στο κεφάλι της φορούσε το ωραιότερο στεφάνι που είχε δει ποτέ της η Αλεξάνδρα. Ήταν φτιαγμένο από κατακόκκινα κοράλλια και πολύχρωμα κοχύλια, από μακρινούς θαλασσόκηπους.
Εκείνο, όμως, που της έκανε περισσότερη εντύπωση, ήταν τα μάτια της! Γαλάζια, σαν την θάλασσα, την κοιτούσαν κατάματα, σαν να της έλεγαν:
«Δώσε μου το χέρι σου να σε ταξιδέψω εκεί που κανείς δεν ταξίδεψε ποτέ!»
Kαι η Αλεξάνδρα άπλωσε το χέρι της... Ένιωσε να γίνεται ελαφριά σαν πούπουλο και η γοργόνα την πήρε μαζί της. Για πότε βρέθηκαν στην αγκαλιά της θάλασσας! Εκεί που χιλιάδες πολύχρωμα ψάρια κολυμπούσαν γύρω τους, σχηματίζοντας χορευτικές φιγούρες!

Μπροστά τους τώρα απλώνονταν ένα θαλασσινό λιβάδι, γεμάτο κοράλλια, που τα χρώματά τους ήταν σαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου! Η μικρή γοργόνα ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά όλες τις σπηλιές, εκεί που ζούσαν οι νεράιδες της θάλασσας. Εκείνες είχαν αναλάβει να ταΐζουν τα ορφανά ψαράκια, που οι γονείς τους είχαν πιαστεί στα δίχτυα των ψαράδων...

Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο όμορφος ήταν ο μαγικός κόσμος της μικρής γοργόνας!

Για μια στιγμή την ένιωσε να γίνεται ανήσυχη.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε.

«Έλα γρήγορα» της απάντησε η μικρή γοργόνα, τραβώντας την από το χέρι, ανεβαίνοντας στην επιφάνεια της θάλασσας.
Όταν έφτασαν επάνω, άγρια θεόρατα κύματα έπαιζαν με ένα καράβι, σαν να να ήταν καρυδότσουφλο. Πότε το κατέβαζαν σε νερένιους γκρεμούς και πότε το ανέβαζαν σε αφρισμένα βουνά.
Σίγουρα θα βούλιαζε μαζί με τους ναύτες του, αν η μικρή γοργόνα δεν πρόσταζε τον άνεμο να κοπάσει την δύναμή του. Εκείνος, υπακούοντας στις προσταγές της, χαμήλωσε την ανάσα του, ώσπου έγινε μια θαλασσινή αύρα... Η γαλήνη ξαναγύρισε στα κύματα και το μικρό καράβι μπόρεσε να συνεχίσει το ταξίδι του, αφήνοντας πίσω του μια γραμμή από αφρό...

Καθώς απομακρυνόταν, στο βάθος του ορίζοντα η Αλεξάνδρα διέκρινε στην πλώρη του τη μικρή γοργόνα, να στέκεται ακίνητη και να κοιτά τη θάλασσα...

«Στάσου, μη φεύγεις!» της φώναξε, μα εκείνη δεν φάνηκε να την ακούει...
«Αλεξάνδρα, πού είσαι;» άκουσε τη μητέρα της να τη φωνάζει. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Στην αγκαλιά της κρατούσε ακόμα το μεταξωτό κεντίδι της γιαγιάς της...
«Τι κρίμα!» σκέφτηκε. «Ξέχασα να ρωτήσω, πώς λέγανε τη μικρή γοργόνα».
«Να ήταν, άραγε, η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου;»
------------------------
Τα «ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ» έχουν τη χαρά να φιλοξενούν ένα υπέροχο παραμύθι, πλούσιο σε εικόνες και μηνύματα. Το έγραψε και μας το έστειλε η ταλαντούχα Ρούλα Σμαραγδάκη (Σμαραγδένια), αγαπημένη φίλη του ιστολογίου. 
Είναι ένα όμορφο δώρο για τους μικρούς φίλους που μας παρακολουθούν, αλλά και για τους μεγάλους, γιατί μ’ έναν ξεχωριστό, νοσταλγικό τρόπο, τους βοηθά να απελευθερώσουν τη φαντασία τους και να ξαναγίνουν για λίγο παιδιά! Την ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία της μαζί μου κι εύχομαι να συνεχίσει το συγγραφικό της έργο (ποιήματα και παραμύθια), με την ίδια αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά!

Αντώνης Κρασάκης
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki