Monday, 20 April 2020

Της Ελπίδας το κερί.

“Ένα φτωχάκι ορφανό από μάνα και πατέρα,
στα χέρια πήρε τη ζωή, για να τα βγάλει πέρα.
Δεν είχε σπίτι το φτωχό, ούτ΄ άνθρωπο δικό του
και πέρα πόδε γύριζε, έρμο και μοναχό του.
Και πόρτα-πόρτα επήγαινε κι όλο από τόπο ως τόπο
κι ό,τι εμπόργιε σε δουλειά, έκανε των ανθρώπω'.
«Ώρα καλή νοικοκυροί, δουλειές, σε λίγο χρόνο,
κάνω παράδες, δε ζητώ, λίγο ψωμάκι μόνο...»
έλεγε και κατάφερνε τα προς το ζην να βγάνει
και τα 'ξωκλήσια του Θεού, σπίτι του τα ΄χε κάνει.
Σαν θε-λα ΄ρθει το δειλινό και λίγο πριν νυχτώσει,
σ΄ ένα εκκλησάκι έμπαινε, μέχρι να ξημερώσει.
Εκειά κοντά με το Θεό ήνιωθε κι άρεσέ του
κι από τσ΄ Αγίους έπαιρνε το χάδι, που έλλειπέ του.
Όμως, μια νύχτα απ' τσι πολλές, σ΄ένα 'ξωκλήσι εμπήκε
και μέσα, τέσσερα κεριά να ανάβουνε εβρήκε.
Ένα κουρέλι έστρωσε, που του ' χε κάποιος δώσει,
να θέσει, ν΄ αποκοιμηθεί, μέχρι να ξημερώσει.
Μα μες της νύχτας τη σιωπή και μες την ησυχία,
δυο-τρεις ψιθύρους ήκουσε, μέσα στην εκκλησία.
Φωνές, που μόνο ένα παιδί μπορεί να τσι γροικήσει,
που είν' η ψυχή του αμάλαγη, δεν έχει μαγαρίσει.΄
Το ορφανό, ακολούθησε τον ήχο των ψιθύρω(ν)
και βρέθηκε μπρος στα κεριά, να κάνει γύρω-γύρω.
Λέει το πρώτο το κερί : «Εγώ 'μαι η Ειρήνη,
άχρηστη πια στον άνθρωπο...» είπε με μιας και σβήνει.
Λέει το δεύτερο : «Εγώ, η Πίστη, η δοξασμένη 
είμαι, μα σβήνω τώρα πια, μ΄έχουνε ξεχασμένη...»
είπε και έσβησε κι αυτό, σαν το κερί το πρώτο
κι όλο ελίγαινε το φως, μες τση εκκλησιάς τον τόπο.

Τότε, το τρίτο το κερί, λέει : «Κι εγώ θα σβήσω.
Είμαι η Αγάπη, νόημα δεν έχει πια να ζήσω
αφού οι ανθρώποι τώρα πια, επάψαν ν΄ αγαπούνε,
στα λόγια λένε 'σ' αγαπώ', μα μέσα ντως, μισούνε.
Εξέχασαν τη στράτα μου, αλλού τους παν' τα ζάλα...»
είπε και έσβησε κι αυτό, ως έσβησαν και τ΄άλλα.

Ένα κερί με λίγο φως πο' μεινε στο εκκλησάκι
κι ο φόβος, πήρε αγκαλιά το ορφανό φτωχάκι.
«Εμένα, δε με σκέφτεστε; Μονάχο, μες το βράδυ...
ανάψτε σας παρακαλώ...φοβάμαι το σκοτάδι...»
είπε κι ο φόβος έγκρουβιε την παιδική λαλιά του
και δυο ποτάμια τρέξανε, πάνω στα μάγουλά του.

Tότε, το τέταρτο κερί, δυνάμωσε ντελόγο
κι ως είχε μείνει αμοναχό, πήρε κι αυτό το λόγο :
«Σώπα καλό μου και μην κλαις, σώπα και μη λυπάσαι,
όσο ανάβω ακόμα εγώ, πράμα να μη φοβάσαι.
Δε θα σε αφήσω αμοναχό, στου φόβου την αγκάλη,
μαζί θ΄ανάψουμε, ξανά, τ΄άλλα κεριά και πάλι.
Έλα και πάρε με, να δεις, ότι μαζί, μπορούμε
το φως να φέρουμε ξανά και πάλι, να θωρούμε...»
Στα χέρια πήρε το κερί κι άναψε ένα-ένα
τ΄άλλα κεράκια το παιδί, που ήσανε σβημένα.

Το φως τσ' Αγάπης άναψε κι η Πίστη κι η Ειρήνη
και στα ματάκια του παιδιού, έλαμψε η γαλήνη.
«Σ΄ ευχαριστώ που μου 'φερες το φως ξανά και είδα,
γι' αυτό υπάρχω...» τ' απαντά, «...εγώ 'μαι η Ελπίδα
κι όσο στα δυο χεράκια σου κρατείς με, αναμμένο,

ό,τι κερί κι αν σου σβηστεί, ν΄ανάψει θα συμπαίνω !

Της Ελπίδας το κερί.
Στίχοι: Μανώλης Κρητικόπουλος. 
Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις. 
Απαγγελία: Αντώνης Αναστασάκης. 
Επιμέλεια video: Σταυρούλα Τσάκωνα.

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki