Τότε ὁ φύλακας-ἄγγελός της κάθισε καί σκέφτηκε:
«Πρέπει να θυμηθῶ καμιά καλοσύνη της γιά νά πάω να τήν πῶ στό Θεό». Θυμήθηκε, καί μία καί δύο πάει καί λέει στο Θεό:
«Αὐτή, του λέει, ἔβγαλε ἕνα κρεμμυδάκι φρέσκο ἀπ’ τό περιβόλι καί τό ‘δωσε σέ μία ζητιάνα».
Κι ὁ Θεός ἀπαντάει:
«Πάρε λοιπόν τό ἴδιο εκείνο κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω ἀπ’ τή λίμνη. Βάστα τό κρεμμυδάκι ἀπ’ τή μία ἄκρη κι ἄς πιαστεῖ αὐτή ἀπ’ την άλλη. Τότε τράβα την. Ἄν τά καταφέρεις να τήν τραβήξεις ἀπ’ τη λίμνη, τότε ἄς πάει στόν Παράδεισο. Ὅμως ἄν σπάσει τό κρεμμυδάκι, θά πεῖ πώς καλά εἶναι ἐκεῖ που εῖναι».
Ἔτρεξε ὁ ἄγγελος στή γυναίκα καί τῆς λέει:
«Πιάσου γερά ἀπ’ τό κρεμμυδάκι καί γῶ θα σε τραβήξω».
Κι ἄρχισε νά την τραβάει προσεχτικά. Την εἶχε βγάλει ολάκερη σχεδόν ἀπ’ τή λίμνη, μά μόλις εἶδαν οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί πως τήν τραβᾶνε ἔξω, γαντζώθηκαν ὅλοι πάνω της γιά νά βγουν κι αὐτοί μαζί της. Μά ἡ γυναίκα ἦταν κακιά, σωστή μέγαιρα, κι άρχισε νά τούς κλωτσάει:
«Ἐμένα θέλουν νά βγάλουν κι ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εῖναι τό κρεμμυδάκι κι ὄχι δικό σας».
Μόλις τό ‘πε αὐτό, τό κρεμμυδάκι ἔσπασε. Κι αὐτή ξαναπέσε στή λίμνη καί καίγεται εκεί πέρα ως τά σήμερα. Ὁ ἄγγελος ἔβαλε τά κλάματα κι ἔφυγε.
«Ἐμένα θέλουν νά βγάλουν κι ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εῖναι τό κρεμμυδάκι κι ὄχι δικό σας».
Μόλις τό ‘πε αὐτό, τό κρεμμυδάκι ἔσπασε. Κι αὐτή ξαναπέσε στή λίμνη καί καίγεται εκεί πέρα ως τά σήμερα. Ὁ ἄγγελος ἔβαλε τά κλάματα κι ἔφυγε.
The Brothers Karamazov by Fyodor Dostoevsky,
Part III., Book VII: Alyosha, Chapter 3: An Onion
isagiastriados
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment