Ἦταν νέος μόλις 26 ἐτῶν. Ἕνα παιδί γεμάτο ζωή καί ὑγεία. Σεμνός, πιστός στό Θεό, ὅπως ὅλη του ἡ οἰκογένεια.
Τώρα στό μέσον τοῦ Ναοῦ, ἄπνους κατακείμενος.
Πάνω ἀπό τό φέρετρό του ἡ μητέρα του, μοῦ θύμιζε ἔτσι λεπτή, ὅπως ἦταν, μέ τά δάκρυα νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό της, βουβή μέσα στήν ὀδύνη της, τήν θλιμμένη Παναγιά, τήν δακρυρροοῦσα Μητέρα Ἐκείνου.
Καί δίπλα ὁ πατέρας μέ τά ἀδέλφια τοῦ μακαριστοῦ νέου, κατώδυνοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολυπληθεῖς νέοι, καί οἱ πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί πού ἔτρεξαν νά προπέμψουν τόν Γιάννη στήν αἰωνιότητα.
Τώρα στό μέσον τοῦ Ναοῦ, ἄπνους κατακείμενος.
Πάνω ἀπό τό φέρετρό του ἡ μητέρα του, μοῦ θύμιζε ἔτσι λεπτή, ὅπως ἦταν, μέ τά δάκρυα νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό της, βουβή μέσα στήν ὀδύνη της, τήν θλιμμένη Παναγιά, τήν δακρυρροοῦσα Μητέρα Ἐκείνου.
Καί δίπλα ὁ πατέρας μέ τά ἀδέλφια τοῦ μακαριστοῦ νέου, κατώδυνοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολυπληθεῖς νέοι, καί οἱ πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί πού ἔτρεξαν νά προπέμψουν τόν Γιάννη στήν αἰωνιότητα.
Πάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀντίκρυζα ὅλη αὐτή τήν σκηνή καί μέ βαθειά συγκίνηση καί συναισθηματική φόρτιση (μετά δυσκολίας μποροῦσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου) ἔψαλα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία μαζί μέ τούς Ἱερεῖς, ἀπό καρδίας δεόμενος, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν παραμυθία τῶν γονέων του καί τῶν ἀδελφῶν του.
Στό νοῦ μου περνοῦσαν σάν ἀστραπή οἱ εἰκόνες ἀπό ἄλλες θλιβερές τέτοιες περιπτώσεις. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ περίπτωση τοῦ Παναγιώτη καί ἀκόμα λίγο πρίν, τοῦ ἄλλου Παναγιώτη καί τοῦ Γιώργου καί...
Ἔτρεχε ἡ σκέψη μου, ἡ ψυχή μου καί στά παιδιά πού ἀποχαιρετοῦσαν κάποια ἡμέρα ἕνα φίλο τους, ὅλοι μαζί, μέ λόγια πού ἔκαναν καί τίς πέτρες νά ραγίζουν. Θυμᾶμαι, τήν ὥρα πού ἐψάλαμε τήν Ἀκολουθία, ἕνας νεαρός ἦλθε στήν Ὡραία Πύλη καί μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα: Σεβασμιώτατε, θά μᾶς ἀφήσετε στό τέλος νά ἀποχαιρετήσωμε τό φίλο μας; Ναί, τοῦ εἶπα. Στό τέλος, μίλησα παραμυθητικά καί ἔδωσα εὐλογία στό παιδί νά πῇ τά δικά του λόγια. Καί τότε, βρέθηκα – ἀλήθεια αὐτό κάθε φορά πού τό σκέπτομαι μέ συγκλονίζει – βρέθηκα ἀνάμεσα σέ 20 – 30 παιδιά ἀγόρια καί κορίτσια πού κατέλαβαν τά σκαλοπάτια τοῦ σολέα, μπροστά μου, γύρω μου. Ἄρχισε ἕνα παιδί νά μιλάῃ... «Φίλε μας θά σέ θυμόμαστε γιά πάντα... Ξέρομε ὅτι εἶσαι κοντά στό Θεό, πιστεύομε αὐτά πού εἶπε ὁ Δεσπότης....» Ξέσπασε σέ κλάματα –συνέχισε ὁ ἄλλος - ὁ ἑπόμενος... Ἔκλαιαν ὅλοι μαζί. Αἰσθάνθηκα, νά μέ κρατᾶνε ἀπό τό χέρι. Πιάστηκαν ἀπό τό ράσο μου... Προσπαθοῦσαν ὅλοι, νά μέ ἀκουμπήσουν... Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νά ἀντέξω τόν πόνο αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Αἰσθανόμουν, ὅτι ἄφηναν ἐπάνω μου, ὅ,τι εἶχαν στήν ψυχή τους. Αἰσθάνθηκα τά δάκρυα, νά κυλοῦν στό πρόσωπό μου. Ὅλοι ἔκλαιαν...
Ἀλλά καί ἄλλη συγκλονιστική σκηνή ἦλθε στό μυαλό μου τήν ὥρα πού κήδευα τόν Γιάννη. «...Τρέξε Δέσποτα», ἡ φωνή ἑνός πατέρα, «ἔλα νά κηδεύσῃς τόν Δημήτρη μου. Σκοτώθηκα σέ τροχαῖο...». Ἦλθε ἡ ὥρα, ἔφτασα στήν Ἐκκλησία. Μπῆκα στό Ἱερό καί τότε ἄκουσα... μιά παράξενη μουσική ἀπό κιθάρες...
Ὁ καλός Ἱερεύς ἔτρεξε νά μοῦ πῇ, ὅτι προσπάθησε νά ἐμποδίσῃ τά παιδιά, ἀλλά ἐκεῖνα δέν ὑπήκουσαν. Ἄνοιξα τήν Ὡραία Πύλη καί τότε συγκλονίστηκα μέ τό θέαμα καί ράγισε ἡ ψυχή μου. Πάνω ἀπό τό φέρετρο τοῦ νέου, πληθύς νέων παιδιῶν, - μά καί ὅλος ὁ Ναός καί τά πέριξ αὐτοῦ εἶχαν κατακλυσθῇ ἀπό νέους – μέ κιθάρες, ἔπαιζαν πένθιμο σκοπό τραγουδώντας ὅ,τι τραγουδοῦσαν τά βράδυα πού ἔβγαιναν στήν ἀκροθαλασσιά τῆς Πάτρας καί ὀνειρεύονταν τό μέλλον τους, μέσα ἀπό ἁγνούς καθάριους οὐρανούς μαζί μέ τόν Δημήτρη.
Ἔκανε κίνηση ὁ Ἱερεύς νά κατέβῃ, νά τούς σταματήσῃ... Μή... μή... πάτερ μου, τοῦ εἶπα... Μήν πειράξης τά παιδιά... Ἀποχαιρετοῦν μέ τήν δική τους γλῶσσα, τόν δικό τους τρόπο τόν φίλο τους... Ἦτο ἀδύνατον, νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου.
διαβάστε την συνέχεια εδώ
Σταμάτησαν, νά τραγουδοῦν τόν πένθιμο σκοπό τους, ὅταν εἶπα «Εὐλογητός ὁ Θεός...». Ὅμως τότε ἦταν ἀδύνατον νά συνεχίσω ἐγώ.... Δέν ξέρω πῶς... ὁ Θεός ἐβοήθησε, νά σταθῶ στά πόδια μου καί νά τελειώσω τήν ἐξόδιο Ὰκολουθία καί νά πῶ δυό λόγια στό τέλος... τά ὁποῖα δέν ἦταν, πιστεύω, τίποτα μπροστά στό ἁγνό, πένθιμο ἀλλά καί ἀναστάσιμο, ἀποχαιρετιστήριο τραγούδι τῶν παιδιῶν, πού τό συνόδευαν μέ τά δάκρυα τῆς ἀγάπης τους, γιά τόν φίλο τους.
Τήν ἄλλη ἡμέρα κάποιοι ἀπ’ αὐτούς ἦλθαν νά μέ δοῦν. «Σ’ εὐχαριστοῦμε, Δέσποτα, γιά ὅ,τι ἔκανες χθές γιά τόν Δημήτρη καί σοῦ ζητᾶμε συγνώμη, γιατί ἀποχαιρετήσαμε τό φίλο μας μέ τό δικό μας τρόπο...». Προσπάθησα νά τούς πῶ, ὅτι αἰσθανόμουν πολύ μικρός μπροστά τους καί νά ψελίσω ἕνα ταπεινό εὐχαριστῶ ἀπό τήν ψυχή μου γιά τήν διδασκαλία πού μοῦ προσέφεραν. Μοῦ φίλησαν τό χέρι μέ πολύ σεβασμό καί ἔφυγαν... ποιός ξέρει γιά ποιούς κόσμους. Ἴσως καλύτερους ἀπό αὐτούς πού εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι....
· Αὐτά περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό μου τήν ὥρα πού ἔβλεπα ὅλη αὐτή τήν σκηνή μέ τό Γιάννη, μιά σκηνή ἐπώδυνη γιά μιά ἀκόμα φορά μπροστά μου...
Δοξολογοῦσα τόν Θεό καί παρακαλοῦσα νά ἀναπαύῃ ὅλα αὐτά τά παιδιά, πού ἔβαψαν μέ τό αἷμα τους, ἄδικα, τήν ἄσφαλτο καί ἔφυγαν πρόωρα – κατά τή δική μας ἀνθρώπινη κρίση - ἀπό κοντά μας. Δέν εἶναι ἕνα καί δυό. Πεντέμισυ χρόνια πού εἶμαι στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, κάθε τόσο καί ἕνα παιδί φεύγει γιά τόν Οὐρανό, ἐξ’ αἰτίας κάποιου τροχαίου ἀτυχήματος.
Παιδί μου – παιδιά μου – πῶς μᾶς ἀφήνετε σέ τόσο πόνο! Πῶς νά παρηγορήσω τούς γονεῖς σας, τά ἀδέλφια σας, πού μέ κοιτᾶνε στά μάτια... Ἀλήθεια ποτέ μου δέν μπορῶ, νά ξεχάσω αὐτό τό πονεμένο βλέμμα τῶν μανάδων, πού ἔχουν χάσει τό παιδί τους. Διαπερνᾶ τά σωθικά μου καί μέ συγκλονίζει. Μέ συνοδεύει ἡμέρα καί νύχτα, μέ κινεῖ σέ θερμή προσευχή πρός τόν Θεό. Ὅλα γίνονται ἀνθρωπίνως περισσότερον ὀδυνηρά, ὅταν γνωρίζῃς ἀπό κοντά τίς οἰκογένειες, τά παιδιά...
Σήκωσα τά μάτια μου στό Θεό, ζήτησα βοήθεια καί δύναμη γιά νά πῶ δυό λόγια... Αὐτά τά λόγια τά σημειώνω καί τά ἀφιερώνω σέ ὅλες τίς πονεμένες μανάδες καί τούς θλιμμένους πατεράδες καί στά ἀδέλφια ὅσων παιδιῶν μας, ἔφυγαν τόσο σύντομα γιά τόν Οὐρανό. Εἶναι λόγια παραμυθίας, λόγια ἀναστάσιμα. Εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε μέ τά πνευματικά μάτια, ὅλα αὐτά τά γεγονότα, νά τά ἀντιμετωπίσωμε μέ πίστη βαθειά στό Θεό καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶπα λοιπόν:
«Γνωρίζω, ὅτι τά δικά μου λόγια εἶναι πολύ φτωχά, εἶναι πολύ ἀνθρώπινα γιά νά σᾶς παρηγορήσουν. Ὅμως ἀκοῦστε με, προσπαθεῖστε νά μέ ἀκούσετε αὐτή τήν τόσο δύσκολη στιγμή γιά σᾶς, πού σηκώνετε αὐτόν τόν βαρύ σταυρό τοῦ πόνου γιά τήν μετάσταση τοῦ παιδιοῦ σας. Γνωρίζω, πόσο πονᾶτε, ὅμως τό παιδί σας δέν ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει. Τό ἔχομε μπροστά μας, στό μέσο τοῦ Ναοῦ καί ἔχει στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ τοῦ τήν ἔδωσες νά τήν κρατάῃ, καλή καί σεμνή μητέρα. Ὁ θάνατος κάποτε ἦταν τό φόβητρο, τό σκιάχτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τώρα ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ Κύριός μας, μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς βεβαιώνει, ὅτι νικήθηκε τελειωτικά ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κοιμᾶται ἕνα ὕπνο μεγαλυτέρας διαρκείας ἀπό τόν συνήθη.
Τό ξέρω, δέν δύνασαι νά κρατήσῃς τά δάκρυά σου... Καί πῶς νά τό ἐπιτύχῃς αὐτό, ἀφοῦ καί ὅταν γιά λίγο φεύγῃ ἕνα σου παιδί γιά ἄλλον τόπο, πάλι κλαῖς, γιατί τόσο τό ἀγαπᾶς...! Ὅλοι μας κλαῖμε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀγαπημένα μας πρόσωπα... Καί τώρα, ὅλοι μας, σέ συνοδεύομε στόν δακρύβρεχτο ἀποχαιρετισμό τοῦ παιδιοῦ σου. Ὅμως ἄκουσε, τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα... Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει... Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν...». Δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πατρίδα μας εἶναι ἐκεῖ στόν Οὐρανό... ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων... Πρίν ἀπό λίγο ἐψάλαμε: «Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοί τόπος ἀναπαύσεως...» δηλαδή «Εἶναι ὡραία, εὐτυχισμένη ἡ ὁδός τήν ὁποία βαδίζεις σήμερα, παιδί μου, γιατί σοῦ ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπό τόν Θεό τόπος ἀναπαύσεως».
- Θά μέ ἐρωτήσῃς... Πῶς νά μή πονῶ καί νά μή κλαίω; Τό παιδί μου ἔχασα.
- Θά σοῦ ἀπαντήσω. Καί ὁ Κύριος ἔκλαυσε, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Λάζαρος...
Τά δάκρυά σου ποτίζουν τό δέντρο τῆς Ἀναστάσεως. Γίνονται γιά σένα πηγή δροσίζουσά σε. Ναί, μή μοῦ τό πῇς... Τό ξέρω πρίν τό ἐκφράσῃς ἀπό τά χείλη σου... Θά μοῦ πῇς: « Ἀνάστησε τό παιδί μου». Πόσες μητέρες μοῦ τό ἔχουν πεῖ! Θέλεις νά κρεμαστῇς στό λαιμό μου καί νά μέ παρακαλέσῃς, νά μέ ἱκετεύσῃς... « Πές στόν Κύριο νά ἀναστήσῃ τό παιδί μου, ὅπως ἔκανε μέ τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί μέ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου...» Τρέμω, νά σοῦ ἀπαντήσω, δέν μπορῶ μέ συγκλόνισες, μή συνεχίσῃς, σέ παρακαλῶ. Θά προσπαθήσω, νά σοῦ πῶ δυό λόγια. Ὅ,τι θά σοῦ πῶ, δέν εἶναι δικό μου. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι βάλσαμο ψυχῆς. Θά στό πῶ, ὅπως ἐκεῖνος τό λέγει: « Ἀπό τή στιγμή πού ἦλθε ὁ Κύριος στόν κόσμο, ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὕπνος... Δέν ἀνέστησε τό παιδί σου τώρα, ὅπως τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλά ἔτσι εἶναι καλύτερα. Τό παιδί σου θά ἀναστηθῇ μέ μεγάλη δόξα. Τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἀναστήθηκαν, ἀλλά πέθαναν πάλι. Τό δικό σου τέκνο θά ἀναστηθῇ καί θά παραμείνῃ ἀθάνατο. Γιατί θρηνεῖς ὑπερβαλλόντως; Ἀλήθεια σοῦ λέγω, δέν ὑπάρχει λόγος, νά κλαῖς ἀπαρηγόρητα. Τό παιδί σου ζεῖ... Ὑπόφερε τό συμβάν μέ γενναιότητα. Ἡσυχάζει τό παιδί σου καί δέν ἔχει χαθεῖ...»
Ὅμως, σέ ἀκούω νά λέγῃς, καί γιά τούς πολλούς φαίνεται νά ἔχῃς δίκηο. «Τόσα ὄνειρα ἔκανα γιά τό παιδί μου. Μιά ζωή ἐργάστηκα γι’ αὐτό. Τώρα τί θά κάνω, ὅ,τι ἔφτιαξα γι’ αὐτό»;
Ἄκουσε καί πάλι τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Δέν ἔγινε τό παιδί σου κληρονόμος τῆς περιουσίας σου μαζί μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια, ἀλλά ἔγινε συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄπιστοι καῖνε καί θάπτουν μαζί μέ ἐκείνους πού πεθαίνουν τά ὑπάρχοντά τους, ἐσύ δῶσε τό μερίδιο τοῦ παιδιοῦ σου στούς πτωχούς, κάνε ἐλεημοσύνη γιά νά τοῦ χαρίσῃς μεγαλύτερη δόξα στόν Οὐρανό...».
Ἀλλά συνεχίζεις, νά μοῦ λέγῃς: « Δέν θά γυρίσῃ πίσω στό σπίτι μας τό παιδί μου. Δέν θά τό ξαναδοῦμε. Γι’ αὐτό πονάει ἡ ψυχή μας καί ἡ λύπη μας εἶναι ἀβάσταχτη». Καί πάλι δίκηο ἔχεις. Ἀλλά σκέψου πιό βαθειά καί θά διαπιστώσῃς, ὅτι τό παιδί σου στόν Οὐρανό θά σέ περιμένῃ. Ὅλοι θά φύγωμε κάποια στιγμή ἀπό αὐτό τόν μάταιο κόσμο. Ἐσύ ὅταν θά φύγῃς ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά τύχῃς ὑποδοχῆς ἐκεῖ, ἀπό τό παλυαγαπημένο σου παιδί. Θά σέ πιάσῃ ἀπό τό χέρι καί θά σέ ξεναγήσῃ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σ’ αὐτό τό σημεῖο καί πάλι μᾶς διδάσκει: « Μή δή τοῦτο ἐννόει, ὅτι οὐκέτι ἀναστρέψει εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλ’ ὅτι καί αὐτός ἀπελεύση μικρόν ὕστερον πρός αὐτόν» . Δηλαδή «Μή σκέπτεσαι αὐτό, ὅτι δηλαδή δέν θά ξαναγυρίσῃ στό σπίτ, ἀλλ’ ὅτι καί σύ μετά ἀπό κάποιο διάστημα θά πᾶς κοντά του...»
Καί ἄλλο σημεῖο πρόσεξε, πού θά σοῦ δώσῃ παρηγοριά στό μεγάλο σου πόνο. Βλέπεις τήν κατάντια καί τόν κατήφορο τῆς κοινωνίας. Βλέπεις τήν ἁμαρτία, πού ζητεῖ νά καταπιῇ τούς ἀνθρώπους. Ἁρπάζει τούς νέους, παρασύρει τούς ὥριμους καί ξεγελάει τούς γέροντες. Καί ἀπό αὐτή τήν ἀπειλή ἐσώθη τό παιδί σου. Στήν Ἁγία Γραφή διαβάζουμε:
« Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἤ δόλος ἀπατήσῃ ψυχήν αὐτοῦ...» ( Σοφ. Σολ. 4,11)
Καί συνέχισα: «Ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ ὅλους μας τώρα εἶναι ἡ προσευχή, ἡ θερμή δέησις πρός Κύριον γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ μεταστάντος νέου καί γιά τήν ἐξ’ ὕψους παρηγορία τῶν γονέων του, τῶν ἀδελφῶν του καί τῶν λοιπῶν οἰκογενῶν του. Ἀκόμη δέ, γιά νά προστατεύῃ ὁ Θεός ὅλα τά παιδιά, τά ὁποῖα κάθε ἡμέρα κινδυνεύουν στούς δρόμους, ὅπου κινοῦνται,προκειμένου να ἐργασθοῦν καί νά ἐξοικονομήσουν τά ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν αὐτά καί ἡ οἱκογένειά τους...».
Αὐτά περίπου εἶπα κατά τήν ὥρα ἐκείνη μέ ἄλγος ψυχῆς ἀλλά μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, καί ἀπεχαιρέτησα τόν μεταστάντα νέο, ἐνῶ οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του μέ λυγμούς μοῦ φίλησαν τό χέρι εὐχαριστώντας με γιά ὅσα εἶπα γιά τό παιδί τους.
Ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό πληθύς νέων, φίλων τοῦ κεκοιμημένου μέ ἐπλησίασαν, γιά νά ἐκφράσουν τόν σεβασμό τους στό πρόσωπό μου.
Τότε μέ πολλή ἀγάπη καί βαθειά συγκίνηση, τούς εἶπα: «Παιδιά μου νά προσέχετε. Οἱ κίνδυνοι γιά τήν ζωή σας εἶναι πολλοί. Μή σᾶς παρασύρει ὁ ἐνθουσιασμός καί τό νεανικό σφρῖγος. Μή τρέχετε στούς δρόμους ἀνεξέλεγκτα. Νά ἔχετε πάντοτε μπροστά σας τήν αἴσθηση τοῦ κινδύνου. Εἶναι ὀδυνηρό, νά σᾶς χάνομε τόσο σύντομα. Βλέπετε τή θλίψη καί τόν πόνο πού ἁπλώθηκε σήμερα, ἀλλά καί σέ ἄλλες περιπτώσεις στόν τόπο μας; Γνωρίζετε, ὅτι οἱ δρόμοι μας δέν εἶναι ἀσφαλεῖς, ὅτι οἱ ἄλλοι ὁδηγοί δέν προσέχουν. Ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν τηροῦμε τούς κανόνες κυκλοφορίας. Νά, λοιπόν, γιατί σᾶς τά λέγω ὅλα αὐτά καί σᾶς παρακαλῶ, νά προσέχετε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς σας». Τούς μίλησα μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, σάν ἀληθινός τους πατέρας. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μέ συγκίνηση μοῦ εἶπε: «Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶτε, Δέσποτα; Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Ἐγώ ἀπό σήμερα θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τή μηχανή πού ἔχω».
Συγκινήθηκα μέ τά λόγια αὐτά. Συμφώνησα μαζί του. Εἶπα καί στούς ἄλλους, ἄν μποροῦν, νά κάνουν τό ἴδιο. Ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα νά προσέχουν.
Καθώς ἀποχωροῦσα, σκεπτόμουν. Πόσα παιδιά θρηνοῦμε στήν Ἑλλάδα. Λέτε καί ἔχομε πόλεμο. Σκοτώνονται ἄδικα, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά προσφέρουν τόσα πολλά στήν κοινωνία μας. Προσευχήθηκα πολύ γι’ αὐτούς, γιά ὅλους καί εὐχήθηκα κάποτε στήν πατρίδα μας νά κατανοήσωμε τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς, νά θέσωμε σέ πρώτη θέση τό θέμα τῆς κυκλοφοριακῆς ἀγωγῆς, νά φροντίζωμε γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως στούς δρόμους καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα, ὅπως καί γιά τήν τήρηση τῶν νόμων πού προστατεύουν τήν ζωή μας. Κάποια μέτρα, στήν Ἑλλάδα λαμβάνονται, τηροῦνται στήν ἀρχή καί κατόπιν ἀτονοῦν καί πίπτουν στήν ἀχρησία. Ἡ αὐστηρότητα στήν τήρηση τῶν κανόνων ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν εἶναι, ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, ἀπαραίτητη γιά τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων.
Τό γνωρίζω, ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἴμαστε δύσκολοι σέ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ἄλλα. Ἀντιδροῦμε γιά κάποια πράγματα και μᾶς κακοφαίνεται, ὅταν τά ὄργανα τῆς τάξεως μᾶς παρατηροῦν. Ὅμως κάποτε πρέπει τά πράγματα, νά μποῦν στή θέση τους καί στόν τόπο μας.
Ἀκόμα πρέπει νά δώσωμε προτεραιότητα στήν κατασκευή καί διόρθωση τῶν δρόμων μας, πού ἔχουν γίνει ἐθνική καρμανιόλα. Καί σέ αὐτό τό θέμα εἴμαστε πολύ πίσω ἀπ’ὅλες τίς ἄλλες χῶρες. Ὅπου γίνονται ἔργα, ἀργοῦν νά τελειώσουν, γιατί προχωροῦν οἱ ἐργασίες μέ ρυθμούς χελώνης. Καί ὅπου τελειώνουν εἶναι προβληματικά. Ἀλήθεια τί φταίῃ ἄραγε; Ὅλοι τό γνωρίζομε... Καί οἱ ξένοι γελοῦν μαζί μας... Τόσα χρόνια πληρώνομε διόδια καί τά ἀποτελέσματα εἶναι ὀδυνηρά. Ἐντάσσεται καί αὐτό στά πλαίσια τῆς μιζέριας, τῆς μίζας, τῆς ἀδιαφορίας. Ὅμως τό αἷμα χύνεται ἄφθονο... Πότε θά ξυπνήσωμε ἄραγε;
Ἐπίσης, ἐθεώρησα χρέος μου, πλέον, νά παρακαλέσω ἤ ἄν θέλετε νά ἐπιβάλω στούς Ἱερεῖς μας – Ἐξομολόγους, νά νουθετοῦν τά παιδιά, ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, γιά τά θέματα αὐτά καί μάλιστα νά εἶναι ἐν τῇ ἀγάπῃ των «αὐστηροί».
Πρόκειται γιά αὐτή ταύτη τήν ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν προσέχωμε, ἀξιοποιώντας κάθε λεπτό καί δευτερόλεπτο της ἀκόμα, γιά τήν σωτηρία μας.
Εἶναι ἀνάγκη, νά συμβάλλωμε ὅλοι μας, μέ κάθε τρόπο, ὥστε νά μή θρηνοῦμε θύματα καί μάλιστα νέα παιδιά στήν ἄσφαλτο.
Καί τέλος ἔγραψα κάποιες συμβουλές γιά τούς νέους, ἀλλά καί γιά ὅλους, μέ πολύ ἀγάπη καί πόνο ψυχῆς. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πρός τά παιδιά του.
Παιδί μου πρόσεχε!
Ξέρω, σέ ξαφνιάζει αὐτή ἡ ἐπικοινωνία. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη. Θέλησα μ’ αὐτό τόν τρόπο:
1. Νά ἐκφράσω τήν πολλή μου ἀγάπη σέ σένα.
2. Τό ἀνύσταχτο ἐνδιαφέρον μου
3. Τήν ἀνησυχία μου γιά σένα
4. Τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου
Γι’ αὐτό σου λέγω. Πρόσεχε!
Μή βάζης σέ κίνδυνο τήν ζωή σου.
Ἔχεις μηχανή... αὐτοκίνητο...
Πρίν ἀνέβης νά ὁδηγήσῃς, σκέψου.
Ἡ ζωή σου εἶναι πολύτιμη.
Ἡ κοινωνία σέ χρειάζεται.
Ἡ οἰκογένειά σου σέ περιμένει.
Οἱ γονεῖς σου σέ λατρεύουν.
Οἱ φίλοι σου σέ ἀγαποῦν.
Ἄν εἶσαι πατέρας ἤ μητέρα, σκέψου ὅτι τά παιδιά σου σέ λαχταροῦν.
Πρέπει νά γυρίσῃς στό σπίτι.
Πρέπει νά χαρῇς τή ζωή, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ.
Ἀρκετός πόνος σκέπασε τόν τόπο μας καί τά δάκρυα σάν ποτάμι κυλοῦν, γιά ὅσα παιδιά χάθηκαν στήν ἄσφαλτο.
Τό αἷμα, ἀπ’ ὅπου καί ἄν περάσωμε, ἀχνίζει νωπό.
Εἶναι τό αἷμα κάποιου φίλου σου, γνωστοῦ σου ἀλλά καί ὅποιου ἀγνώστου πού μέ τό ξαφνικό του πάθημα, τήν κοινωνία ὅλη σέ πόνο ἐβύθισε.
Κάποια παιδιά δέν θά μπορέσουν ποτέ, νά περπατήσουν καί κάποια ἄλλα, γιά πολύ, θά ταλαιπωρηθοῦν σέ κάποιο Νοσοκομεῖο.
Γνωρίζω, ὅτι παραξενεύεσαι, μέ ὅσα σου γράφω. Ὅμως θά σοῦ πῶ κάτι πολύ ὀδυνηρό. Δέν ἤξερα τί ἄλλο νά κάνω καί βρῆκα αὐτό τόν τρόπο νά σοῦ πῶ, ὅτι κουράστηκα, δέν ἀντέχω ἄλλο, νά κηδεύω νέα παιδιά.
· Πρόσεχε παιδί μου.
Μή τρέχης. Ἄς φτάσης λίγα λεπτά ἀργότερα, ὅμως θά φτάσῃς. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλες ταχύτητες σκοτώνουν.
· Πρόσεχε παιδί μου.
Νά φορᾶς τή ζώνη σου. Σώζει τή ζωή σου.
· Πρόσεχε παιδί μου.
Μή καταναλώνης οἰνοπνευματώδη ποτά, εἶναι ἐπικίνδυνο γιά τή ζωή σου.
· Πρόσεχε παιδί μου.
Μή μιλᾶς στό κινητό σου τηλέφωνο, ὅταν ὁδηγῇς, μή διαβάζης καί μή στέλνης μηνύματα. Κινδυνεύει ἡ ζωή σου.
· Πρόσεχε παιδί μου.
Νά φορᾶς τό κράνος σου, ὅταν ὁδηγῆς τή μηχανή.
· Πρόσεχε παιδί μου.
Ἀφοῦ εἶσαι κουρασμένος, εἶσαι ξενύχτης, γιατί ἔπιασες στό χέρι σου τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου, γιατί ἀνέβηκες στή μηχανή σου;
· Πρόσεχε παιδί μου
Μή κάνης προσπεράσεις σέ δρόμους δύσκολους, ὁ κίνδυνος καραδοκεῖ. Νά τηρῇς τούς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας.
· Πρόσεχε παιδί μου ἐσύ, γιατί μπορεῖ νά μή προσέχῃ αὐτός πού ἔρχεται ἀπέναντί σου. Μπορεῖς νά προφτάσῃς....
· Πρόσεχε παιδί μου.
Μή παραβιάζης τά σήματα ὁδικῆς κυκλοφορίας.
· Παιδί μου,
Πρίν πιάσης τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου σου ἤ ἀνέβης στή μηχανή, σήκωσε τά μάτια σου στό Θεό, σήκωσε τό χέρι σου καί κάμε τόν σταυρό σου. Προσευχήσου. Χρειάζεσαι τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, τήν Χάρη τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας.
· Παιδί μου
Χαίρομαι, ὅταν κτίζονται μεγάλες Ἐκκλησίες ἤ μικρά Ἐκκλησάκια. Ὅμως λυπᾶμαι, ὅταν στούς δρόμους στήνονται προσκυνητάρια, πού τό καθένα ἀπ’αὐτά θυμίζει ἕνα τροχαῖο ἀτύχημα, στό ὁποῖο χάθηκε κάποιος ἤ κάποιοι ἤ ἄλλοι κτύπησαν λίγο ἤ πολύ. Φτάνει πιά! Ὄχι ἄλλα προσκυνητάρια στούς δρόμους, ἐξ’ἀιτίας τροχαίων ἁτυχημάτων.
· Παιδί μου
Σοῦ ζητῶ συγγνώμη πού πῆρα λίγο ἀπό τό χρόνο σου, ὥστε νά διαβάσῃς τίς σκέψεις αὐτές πού κρύβουν τήν ἀνησυχία μου, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, μά πάνω ἀπ’ ὅλα τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη μου γιά σένα.
Παιδί μου πρόσεχε!
Σε συνοδεύει ἡ προσευχή του Ἐπισκόπου σου και ἡ πατρική του ὰγάπη.
Ὁ Θεός μαζί σου
τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Συγκλονιστικο.
ReplyDelete