- Αγαπητέ αδελφέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.
- Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
- Όχι! Για σένα τα έφερα.
- Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
- Ναί! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου,την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι' αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: "θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του".
Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: "Ο αδελφός μάγειρας μ' έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί".
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
"Είναι για σένα", είπε ο άρρωστος αδελφός. "Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ' επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ' αυτό το δημιούργημα του θεού".
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα - αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ' εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πριν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
"Να το απολαύσεις", είπε. "Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς".
Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος.
- Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
- Όχι! Για σένα τα έφερα.
- Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
- Ναί! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου,την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι' αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: "θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του".
Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: "Ο αδελφός μάγειρας μ' έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί".
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
"Είναι για σένα", είπε ο άρρωστος αδελφός. "Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ' επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ' αυτό το δημιούργημα του θεού".
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα - αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ' εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πριν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
"Να το απολαύσεις", είπε. "Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς".
Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος.
από paramythimythiko
Bruno Ferrero tells a story that one day, a countryman knocked hard on a monastery door. When the monk tending the gates opened up, he was given a magnificent bunch of grapes.
- Brother, these are the finest my vineyard has produced. I’ve come to bear them as a gift.
- Thank you! I will take them to the Abbot immediately, he’ll be delighted with this offering.
- No! I brought them for you.
- For me? – the monk blushed, for he didn’t think he deserved such a fine gift of nature.
- Yes! – insisted the man. – For whenever I knock on the door, it is you opens it. When I needed help because the crop was destroyed by drought, you gave me a piece of bread and a cup of wine every day. I hope this bunch of grapes will bring you a little of the sun’s love, the rain’s beauty and the miracle of God, for it is he made it grow so fine.
The monk held the grapes and spent the entire morning admiring it: it really was beautiful. Because of this, he decided to deliver the gift to the Abbot, who had always encouraged him with words of wisdom.
The Abbot was very pleased with the grapes, but he recalled that there was a sick brother in the monastery, and thought:
"I’ll give him the grapes. Who knows, they may bring some joy to his life."
And that is what he did. But the grapes didn’t stay in the sick monk’s room for long, for he reflected:
"The cook has looked after me for so long, feeding me only the best meals. I’m sure he will enjoy these."
When the cook appeared at lunch, to bring him his meal, he presented him with the grapes.
- They’re for you – said the sick monk. – Since you are always coming into contact with that which nature produces, you will know what to do with this work of God.
The cook was amazed at the beauty of the grapes, and showed his assistant how perfect they were. So perfect, he thought to himself, that no one would appreciate them more than the sexton; since he was responsible for the Holy Sacrament, and many at the monastery considered him a holy man, he would be best qualified to value this marvel of nature.
The sexton, in turn, gave the grapes as a gift to the youngest novice, that he might understand that the work of God is in the smallest details of Creation. When the novice received them, his heart was filled with the Glory of the Lord, for he had never seen such beautiful grapes. Just then, he remembered the first time he came to the monastery, and of the person who had opened the gates for him; it was that gesture which allowed him to be among this community of people who knew how to value the wonders of life.
And so, just before nightfall, he took the grapes to the monk at the gates.
- Eat and enjoy them – he said. – For you spend most of your time alone here, and these grapes will make you very happy.
The monk understood that the gift had been truly destined for him, and relished each of the grapes, before falling into a pleasant sleep.
Thus the circle was closed; the circle of happiness and joy, which always shines brightly around generous people.
από paulocoelhoblog
No comments:
Post a Comment