κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,
μ’ αντίς ψωμί- σαν πήρε να σουρουπώσει
-με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά.
Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν,
κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη. Ακολουθούσα
και γω μαζί, και την καρδιά μου αγγίζαν
τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά,
και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλειούσα
όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.
Λες κ’ ήτανε παιδιά μου σαν και σένα
και γω ήμουνα γι αυτούς καλή μητέρα,
κ’ είχα τα μάτια, γιε μου δακρυσμένα
σαν από λύπη, σαν από χαρά,
κ’ ήμουνα νέο πουλί που στον αγέρα
δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.
ποσο επικαιρο!!!!!!!
ReplyDeleteΚαι διαχρονικό!!!!!!
ReplyDelete