Wednesday, 3 July 2013

Ο Μενεξές

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς ο οποίος είχε τον πιο όμορφο και μεγάλο κήπο του κόσμου. Ένας απέραντος κήπος, χωρούσε κάθε είδος φυτού που υπάρχει στον κόσμο. Και η χώρα του βασιλιά αυτού ήταν η πιο εύφορη της γης. Άφθονα νερά πότιζαν τη γη και ένας λαμπρός ήλιος έλουζε την πλάση. 

Κάποια μέρα ο βασιλιάς αυτός θέλησε να κάνει περίπατο στον κήπο του.
     Συνήθιζε να περιδιαβαίνει ανάμεσα στα δρομάκια του, και χαιρόταν την ποικιλία των χρωμάτων, των δέντρων και των πτηνών που έβρισκαν καταφύγιο σ’ αυτά. Τούτη τη μέρα όμως ο κήπος του δεν είναι σαν άλλοτε. Εδώ βλέπει μια μηλιά, ξερή, χωρίς φύλλα, γερμένη στο χώμα, ετοιμοθάνατη. Καθόλου πουλιά δεν παίζουν τριγύρω της.
    Ο βασιλιάς τη ρωτά:
    - Μηλιά μου, γιατί είσαι τόσο άρρωστη; Μήπως σου λείπει νερό ή ο λαμπερός ο ήλιος που δίνει τη ζωή;
    - Όχι βασιλιά μου δε μου λείπει τίποτα από όλα αυτά. Όμως να. Βλέπω εκεί πιο πέρα την αχλαδιά που κάνει αχλάδια και τη ζήλεψα. Είπα να σταματήσω να κάνω μήλα και να ξεκινήσω να κάνω αχλάδια, να μοιάσω της αχλαδιάς… Προσπάθησα πολύ να κάνω αχλάδια, ρούφηξα όλους τους χυμούς από το χώμα μου, αλλά… βλέπεις πως απέγινα…
    Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε με την ιστορία της μηλιάς, αλλά περπάτησε παρακάτω να δει και άλλα δέντρα και λουλούδια. Πιο πέρα βλέπει μια συκιά στην ίδια κατάσταση με τη μηλιά. Ετούτη του εξήγησε ότι θέλησε να μοιάσει στη χρυσή πορτοκαλιά, αλλά όλες οι προσπάθειές της δεν είχαν άλλο αποτέλεσμα πέρα από αυτό που έβλεπε ο βασιλιάς.
    Πολύ λυπήθηκε τώρα εκείνος και θέλησε να βρει την γλυκιά τριανταφυλλιά, τη βασίλισσα των λουλουδιών να του φτιάξει τη διάθεση με τα όμορφα χρώματά της.
    - Καλή μου τριανταφυλλιά, πολύ λυπάμαι για τα άλλα φυτά που έχασαν την ζωντάνια τους. Αλλά τι βλέπω και σε σένα; Πού είναι τα τρυφερά σου μπουμπούκια, πού τα μεγαλοπρεπή άνθη σου; Γιατί έχασαν οι μίσχοι σου το πράσινο χρώμα τους;
    - Ω, βασιλιά μου! Το μόνο που έκανα ήταν ότι θέλησα να σταματήσω να κάνω τριαντάφυλλα. Είδα ξέρεις λίγο πιο κάτω την γαριφαλιά και  ζήλεψα τα λεπτοκαμωμένα άνθη της και έβαλα τα δυνατά μου να κάνω ίδια. Αλλά το μόνο που κατάφερα είναι αυτό που βλέπεις. Τώρα δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να κάνω γαρίφαλα, ή τριαντάφυλλα ή οτιδήποτε άλλο…
    Αυτή τη φορά ο βασιλιάς έβαλε τα κλάματα για το κατάντημα του άλλοτε αειθαλούς κήπου του. Απελπισμένα ψάχνει να βρει ένα δέντρο, ένα λουλούδι, που δεν έχει χάσει τα άνθη του, δεν έχει χάσει τη ζωντάνια του, που ακόμα φιλοξενεί πουλιά στα κλαδιά του. Αλλά μάταια… Όλα τα φυτά του κήπου είχαν αποφασίσει να απαρνηθούν τον εαυτό τους και να μοιάσουν σε κάποιο άλλο φυτό, να αποκτήσουν την ομορφιά κάποιου άλλου λουλουδιού. Και όλα είχαν μαραζώσει, είχαν ξεραθεί.
    Ξάφνου ένας υπηρέτης του βασιλιά βλέπει σε μια γωνιά του κήπου έναν μενεξέ! Έναν μενεξέ ολάνθιστο, με τα κλαδιά φορτωμένα καταπράσινα φύλλα, και ολόφρεσκα άνθη. Ο αέρας ευωδίαζε και πλήθος πουλιά κατέφευγαν στην δροσιά του, καθώς ήταν το μόνο ανθισμένο λουλούδι που είχε απομείνει στον κήπο.
    Με λαχτάρα ο βασιλιάς πλησιάζει τον μενεξέ και τον ρωτά:
    - Καλέ μου μενεξέ, πόση χαρά μου δίνεις! Το ξέρεις πως είσαι το μόνο ανθισμένο λουλούδι που απέμεινε στον κήπο μου; Πες μου τι κάνεις εσύ και έχεις τόση ζωή μέσα σου;
    - Ω βασιλιά μου! Εγώ εδώ που βρίσκομαι είμαι στη γωνιά, δεν βλέπω και πολλά από τα υπόλοιπα φυτά του μεγάλου σου κήπου. Εδώ με έβαλες εσύ, με την πάνσοφη σκέψη σου και το μόνο που μου ζήτησες είναι να είμαι μενεξές. Αυτό λοιπόν κάνω, ταπεινά, όσο βρίσκομαι σ’ αυτή τη θέση!
    Ο βασιλιάς θαύμασε την ειλικρίνεια του μενεξέ. Τότε γύρισε προς τα υπόλοιπα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου του:
    - Βλέπετε, τους είπε, το παράδειγμα του μενεξέ; Όπως και τον μενεξέ, έτσι και κάθε ένα από σας, σας τοποθέτησα εκεί που είστε για να είστε ο εαυτός σας. Τίποτα παραπάνω δε σας ζήτησα!

Γιάννης Δανδουλάκης

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki