Μια
μέρα συνάχτηκαν όλα τα πουλιά και συμφώνησαν να βάλουν τα παιδιά τους
στο σχολείο να μάθουν γράμματα. Ηύραν και δάσκαλο και τον διόρισαν.
Άνοιξαν το σχολείο κ’ επήραν τα παιδιά τους και τα έγραψαν.
Ύστερα από
λίγες μέρες μερικά παιδιά πήγαν στο σχολείο και δεν ήξεραν το μάθημά
τους. Ο δάσκαλος τα άφησε νηστικά το μεσημέρι.
Μέσα
στα παιδιά που έμειναν τιμωρία ήταν και το παιδί της κουκουβάγιας. Η
κουκουβάγια, άμα είδε πως εσχόλασαν τα παιδιά το μεσημέρι και το μωρό
της δεν εσχόλασε, επήρε λίγο ψωμί κ’ επήγε στο σχολείο να του το δώσει.
Καθώς επήγαινε, την έφτασεν η πέρδικα. Έμεινε κ’ εκείνης το μωρό της νηστεία, κ’ επήγαινε να του δώσει λίγο ψωμί. Λέγει η πέρδικα της κουκουβάγιας:
— Να χαρείς τα μάτια σου, γείτονα. Έχω πολλή δουλειά και σε παρακαλώ να πάρεις και του μωρού μου το φαΐ του.
— Το παίρνω, γειτόνισσα, λέγει η κουκουβάγια, αλλά δεν ξέρω το μωρό σου ποιο είναι.
— Ω, λέγει η πέρδικα, όσο γι’ αυτό είναι πολύ εύκολο να το βρεις. Το μωρό μου είναι το πιο όμορφο μωρό του σχολείου!
Η κουκουβάγια πήγε στο σχολείο. Παρακάλεσε το δάσκαλο κι αυτός εδέχτηκε να δώσει το ψωμί του μωρού της. Ύστερα είπε του δασκάλου να την αφήσει να δει όλα τα παιδιά. Εκοίταξε καλά-καλά, δεν ηύρε το μωρό της πέρδικας. Εγύρισε πίσω, επήγε και ηύρε την πέρδικα και της έδωσε το ψωμί και της λέει:
— Τι να σου κάμω! Εκοίταζα μιαν ώραν και δεν το ηύρα το μωρό σου, γιατί μες στο σχολείο δεν ήταν ομορφότερο μωρό από το δικό μου!
Καθώς επήγαινε, την έφτασεν η πέρδικα. Έμεινε κ’ εκείνης το μωρό της νηστεία, κ’ επήγαινε να του δώσει λίγο ψωμί. Λέγει η πέρδικα της κουκουβάγιας:
— Να χαρείς τα μάτια σου, γείτονα. Έχω πολλή δουλειά και σε παρακαλώ να πάρεις και του μωρού μου το φαΐ του.
— Το παίρνω, γειτόνισσα, λέγει η κουκουβάγια, αλλά δεν ξέρω το μωρό σου ποιο είναι.
— Ω, λέγει η πέρδικα, όσο γι’ αυτό είναι πολύ εύκολο να το βρεις. Το μωρό μου είναι το πιο όμορφο μωρό του σχολείου!
Η κουκουβάγια πήγε στο σχολείο. Παρακάλεσε το δάσκαλο κι αυτός εδέχτηκε να δώσει το ψωμί του μωρού της. Ύστερα είπε του δασκάλου να την αφήσει να δει όλα τα παιδιά. Εκοίταξε καλά-καλά, δεν ηύρε το μωρό της πέρδικας. Εγύρισε πίσω, επήγε και ηύρε την πέρδικα και της έδωσε το ψωμί και της λέει:
— Τι να σου κάμω! Εκοίταζα μιαν ώραν και δεν το ηύρα το μωρό σου, γιατί μες στο σχολείο δεν ήταν ομορφότερο μωρό από το δικό μου!
The Most Beautiful Child - tale from Cyprus
Along time ago all the various birds had one teacher to teach all their children. One day the children were being very bad and to punish them their teacher ordered them to fast.
The owl took some bread and went towards the school so that it may give its' child something to eat, and on its' way it met a partridge. The partridge asked the owl, “Where are you going?” “I'm taking some food to my child so that it may have something to eat," said the owl. The partridge then told the owl, “Please take some bread from me and give it to my child so that it may not go hungry either.” The owl looked at the partridge and said, “I do not know your child, how will I recognize it?” The partridge then said, “You will know my child when you see it as it is the most beautiful child.”
The owl then went to the school and gave its' child some food to eat. When the owl looked for the partridge's child it could not recognize it, as it could not find any child more beautiful then its' own. The owl then returned to the partridge and said, “Take your bread as I can find no child more beautiful then my own.”
No child is more beautiful then a mother's own child.
The owl took some bread and went towards the school so that it may give its' child something to eat, and on its' way it met a partridge. The partridge asked the owl, “Where are you going?” “I'm taking some food to my child so that it may have something to eat," said the owl. The partridge then told the owl, “Please take some bread from me and give it to my child so that it may not go hungry either.” The owl looked at the partridge and said, “I do not know your child, how will I recognize it?” The partridge then said, “You will know my child when you see it as it is the most beautiful child.”
The owl then went to the school and gave its' child some food to eat. When the owl looked for the partridge's child it could not recognize it, as it could not find any child more beautiful then its' own. The owl then returned to the partridge and said, “Take your bread as I can find no child more beautiful then my own.”
No child is more beautiful then a mother's own child.
καλημέρα..πρώτη φορά τον ακούω / διαβάζω αυτόν τον μύθον αν και Κυπραία :)
ReplyDeleteθα το βάλω και γω στο μπλοκ μου και μάλιστα στην κυπριακήν διάλεκτον :)
ευχαριστώ
Άντε να τον δούμε και στα κυπριακά :-)
ReplyDelete