Πάντως όποια και να είναι η προσωπική, εσώτερη, πρόσληψη αυτής της
εορτής, και όσο ασήμαντες ειναι οι συμβατικές ημερομηνίες και οι
χρονολογίες, είναι πάντα ευκαιρία να διαγνώσει κανείς μια σύγκρουση που
πιθανώς οξύνεται, αυτή μεταξύ εννοιών όπως του ατόμου και του προσώπου,
της εσωστρεφούς κατανάλωσης και του διαλόγου και
μιας και αυτή η ανάρτηση αφορά «τα Χριστούγεννα των ποιητών», ας
αφουγκραστούμε μονάχα τον σιωπηλό διάλογό τους με τα απτά και μη νοήματα
των ημερών, καθώς αυτοί, όπως και αναφέρει ο Δ. Κοσμόπουλος στο άρθρο
που ακολουθεί, «καθαρίζουν την όραση από τις τρέχουσες επιχωματώσεις
και μας κάνουν αισθητό το αίτημα για πραγματικότητα βίου εορταστική και
πένθιμη συνάμα».
Εύχομαι ολόψυχα, με αυτό τον τρόπο, Καλά Χριστούγεννα
α.α.
Αναδημοσίευση από
ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/12/2005, Σελ.: B46
Κωδικός άρθρου: B14649B461
«Ἐὰν
τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπροτάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι
ἡ συγκινητικωτάτη» γράφει στὴν Ἐφημερίδα τῆς 25ης Δεκεμβρίου
τοῦ 1887 ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Γιὰ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη διόλου τυχαῖα
ὁ Μαλακάσης δήλωνε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος ποιητὴς ποὺ γνώρισε. Ἀλλὰ ὁ
Παπαδιαμάντης ἔγραφε καὶ ποιήματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀναφέρεται στὸν ναὸ τῆς
Γεννήσεως, τόσο ἀπαράμιλλα εἰκονιζόμενο στὸ διήγημα «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο»
(1892):
Μὲ
χρόνους μὲ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ,
κάποιος ἀμαθής, ἁμαρτωλὸς χυδαῖος,
καμμία γυναίκα τοῦ λαοῦ πτωχὴ
σ᾿ ἐνθυμεῖται κι ἔρχεται νὰ σοῦ φέρ᾿
ὄχι χρυσόν, ἀλλὰ ὀλίγο λιβάνι,
ἕνα κερί, κι ὀλίγο λάδι στὴν μποτίλια
σ᾿ ἐσὲ ποὺ εἶσαι ὅλων ὁ δοτήρ.
Ἂν ὁ
Παπαδιαμάντης (ἀλλὰ καὶ ὁ Μωραϊτίδης) πηγάζουν ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς
λατρευτικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς βαθύρριζης ἀπήχησής της στὸ συλλογικὸ σῶμα, ὅμως
καὶ οἱ δυὸ διαπιστώνουν ὅτι ἡ νεοελληνικὴ συνθήκη διαμορφώνεται μέσα στὰ ὅρια
τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου, ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ τὸν πυρήνα τῆς Γιορτῆς, ὡς ἀναφορᾶς
νοήματος. Πάντως στὴν πεζογραφία μας, καὶ μάλιστα στὴ διηγηματογραφία, οἱ
χριστουγεννιάτικες ἱστορίες ἔχουν διαμορφώσει ὁλόκληρο ξεχωριστὸ εἶδος, μὲ ἐξαιρετικὰ
ἐπιτεύγματα. Δειγματοληπτικὰ ὑπενθυμίζουμε ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν δυὸ παραπάνω
συγγραφέων τὸ «Θεῖον ὅραμα» τοῦ Ἀνδρέα Καρκαβίτσα (Λόγια τῆς πλώρης,
1899), τὰ «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» τῆς Πηνελόπης Δέλτα (Παραμύθια καὶ ἄλλα,
1915), «Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Ἀμερικάνου» τοῦ Ἀντώνη Τραυλαντώνη (1922), τὸν
«Ξένο τῶν Χριστουγέννων» τοῦ Στέφανου Δάφνη (1927).
Η ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Στὴν
ποιητικὴ ἐπικράτεια οἱ χριστουγεννιάτικες ἀναφορὲς εἶναι ἐξίσου πλούσιες, ἀλλὰ ἴσως
καὶ περισσότερο πολυσήμαντες. Στὸν καθρέφτη τοῦ ποιητικοῦ ἀποτελέσματος, δηλαδὴ
στὰ ἑκάστοτε μέσα στὴν ποιητική μας παράδοση μορφικὰ ἐπιτεύγματα, τὰ πράγματα δὲν
μένουν μόνο στὴν ἀναπόληση ἢ στὴ νοσταλγία τῆς παιδικῆς καθαρότητας κατὰ τὴν
πρόσληψη τῆς γιορταστικῆς ἀτμόσφαιρας. Ἀλλά, μέσῳ τῆς μεταμορφωτικῆς διαδικασίας,
ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀληθινὴ ποίηση, ἀναιρεῖται ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, καὶ ὁ
χρόνος λειτουργεῖ ὡς ἑνότητα βιώματος. Ἐπιπλέον χαρτογραφεῖται ἡ δίψα γιὰ
διάρκεια, κι ἂς γίνεται τοῦτο πολλὲς φορὲς διὰ τῆς ἀντιστροφῆς: μὲ ἄλλα λόγια,
μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀ-λογίας του ἱστορικοῦ χρόνου καὶ τῶν - συχνὰ - αἱματηρῶν
ἢ ἀπάνθρωπων δεδομένων.
Ὁ
Κωστὴς Παλαμᾶς στὸ αὐτοβιογραφικὸ «Τὰ χρόνια μου καὶ τὰ χαρτιά μου» ἐντάσσει
δυὸ κείμενα μὲ ἀντίστοιχα χριστουγεννιάτικα περιστατικά. Εἶναι ὁ περίφημος «Ταβᾶς»
(1924) καὶ τὸ «Ὁ Λαμαρτίνος» (1922). Ὡστόσο στὴν ποίησή του ἀλλοῦ λάμπει
τὸ νόημα τῆς γιορτῆς:
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί,
καὶ τὸ κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι ἀλλάζει, γίνεται ναός.
Ὤ! μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός.
Καὶ
ἀλλοῦ τὸ νόημα ἀναδεικνύεται διὰ τῶν ὑλικῶν τῆς ἀπόλυτης ἀπελπισίας ἢ τῶν ἀνθρώπινων
αντιφάσεων
Εἴδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, στοιχειά,
τῆς νύχτας μέσα μου ὁ λαὸς κυλιέται καὶ κουνιέται,
καὶ μέσα στὴ χιλιόδιπλη καρδιά μου μιὰ σπηλιά,
κι ἕνας Χριστὸς γεννιέται.
(«Χριστούγεννα», 1928)
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ χριστουγεννιάτικη, / ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;
Τῶν μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα / λάμπει τ᾿ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα / καὶ δὲν τὸ
χάσει
σὲ μία ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθώντας το / μπορεῖ νὰ φτάσει.
Κι ὅσο κι ἂν ματώνεις, ὦ ψυχή, στὸ γύρισμα ἅγιων ἡμερῶν
μόνο αὐτὸ σοῦ μένει
στὶς θύελλες μέσα τῆς ζωῆς καὶ στὰ παιχνίδια τῶν καιρῶν
σκληρὰ παραδομένη.
Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΦΛΕΒΑ
Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, θαλερή, φλέβα στὴν ποίησή μας ὅσον ἀφορᾶ τὶς μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές. Πρόκειται γιὰ τοὺς ποιητὲς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἂν ἀνήκουν στὸ ρεῦμα τοῦ μοντερνισμοῦ ἢ στὴν «παραδοσιακή» τεχνοτροπία - ἐκφράζουν μία μυστικὴ βιωματικὴ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γενόμενοι ἀντηχεῖα μιᾶς ὁλόκληρης συλλογικῆς ἰδιοσυγκρασίας, καθὼς διατυπώνουν ἕνα πλατὺ (καὶ παραθεωρημένο στὴ σύγχρονη μαζικὴ πραγματικότητα) ἀνθρωπολογικὸ αἴτημα. Ἐξέχουσα θέση μεταξύ τους κατέχει ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς μὲ τὸ ποίημα «Ἡ Γέννηση» (1919;) ἀπὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων. Μέσα σε μία καυτὴ σὰν χιόνι λυρικὴ αὔρα οἱ στίχοι του περιγράφουν τὴν πορεία τῆς Θεοτόκου πρὸς τὸ Σπήλαιο:
Ἀπ᾿ ὅλα Ἐκείνη λόγιαζε τὰ πλάσματα πῶς σ᾿ Ἕνα
ποτάμια οἱ πόνοι ἐτρέχανε κι ἀστέρευτοι κρουνοί,
κι ἂν ἤτανε τὰ σπλάγχνα της ν᾿ ἀνοίξουν ματωμένα
πὼς ματωμένοι θ᾿ ἄνοιγαν μαζί τους κι οἱ οὐρανοί.
ΝΕΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Ὁ ἑλληνικὸς μοντερνισμὸς καὶ οἱ ὑψηλὲς - ἀξεπέραστες ὡς σήμερα, ἐν
πολλοῖς - κατακτήσεις του συχνὰ διαβάζονται μονότροπα ἢ
παραναγιγνώσκονται. Ἔτσι, οἱ κατευθύνσεις του ταυτίζονται ἄστοχα μὲ τὸ
χαμηλόφωνο καὶ τὴν ἀποτύπωση τῆς κενότητας τοῦ μοντέρνου καθημερινοῦ
βίου. Βεβαίως «οἱ κρίκοι στὴν ἁλυσίδα τοῦ ἱεροῦ» φαίνονται στὴ
νεωτερικότητα νὰ ἔχουν σπάσει. Ὡστόσο εἶναι μέσα σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες
ὅπου ἡ ἔκφραση τῆς δίψας γιὰ ἁγνότητα καὶ γιὰ πλήρωμα νοήματος, ρητὴ ἢ
διατυπούμενη ὡς αἴτημα, ἀποτελεῖ μία κορυφαία μοντερνιστικὴ ἀναζήτηση. Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς, στεκόμαστε στὸν T. K. Παπατσώνη, πρωτοπόρο νεωτερικό, καὶ θρησκευτικό, ποιητή, ποὺ μὲ τὰ τρία του ποιήματα γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ («Χριστουγεννιάτικη ἀγρυπνία», 1914, «Κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου», 1915, «Τὰ Χριστούγεννα τῶν δακρύων», 1962) μᾶς ἔδωσε βαθιὰ κατανυκτικοὺς στίχους:
Δὲν περιμένω τὴν ὀσμὴ καμιᾶς σπανίας βοτάνης,
ἀλλὰ τὸ Ὑπερουράνιο, ποὺ Θεέ μου, θὰ μὲ ῥάνεις,
καὶ θὰ φανῶ Ποιμενικὸν θαῦμα, θὰ φανῶ φάσμα,
ποὺ φέρνει τὸ Ἀρχαγγελικὸ τῆς νύχτας τούτης ἄσμα.
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γεννᾶ, δὲν γεννᾶται,
δὲν ἀναγεννᾶται ποτέ, Κύριε,
τῆς Γέννησης, «σκήνωσον ἐν ἐμοί»,
Σημαία / ἀκόμη / τὰ δόκανα στημένα στοὺς δρόμους /
τὰ μαγικὰ σύρματα / τὰ σταυρωτὰ / καὶ τὰ σπίρτα καμένα /
καὶ πέφτει ἡ ὀβίδα στὴ φάτνη / τοῦ μικροῦ Χριστοῦ /
τὸ αἷμα τὸ αἷμα τὸ αἷμα.
(«Χριστούγεννα 1948»)
Ὡστόσο τὸ πλέον «χριστολογικό» ποίημα γιὰ τὰ Χριστούγεννά μας τὸ ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης στὴν ἑνότητα ποιημάτων του «Ὁ ἀδελφὸς Ἰησοῦς».
Ἔχει τίτλο «Ἡ Γέννηση» (1983):
Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα. Χτύπησα τὴν
πόρτα καὶ μπῆκα.
Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό.
«Εἶδες - μου λέει - γεννήθηκε ἡ εὐσπλαγχνία». Ἔσκυψα τότε
τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.
Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ δὲ θά ῾χαμε νὰ ποῦμε
τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό.
Πολλὰ δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος
νά ῾ν᾿ ἥμερος νά ῾ναι ἄκακος
λίγο φαΐ, λίγο κρασί
Γλυκό μου χαμομηλάκι, αν δεν ξαναμιλήσουμε μέχρι τις 25,
ReplyDeleteκαλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα!!
Καλά Χριστούγεννα και από μας καλέ μας Σεβάχ :-)
ReplyDelete