17 Ιανουαρίου: μνήμη του Αγίου Γεωργίου του εξ Ιωαννίνων
Ο βίος και η εποχή του αγ. Γεωργίου Έτος 1838. Ήταν η εποχή που ένα πρώτο τμήμα του Ελληνισμού είχε αποτινάξει τις βαριές αλυσίδες της σκλαβιάς και απολάμβανε τον αέρα της ελευθερίας. Όμως το μεγαλύτερο τμήμα του υπέφερε φρικτά κάτω από την τουρκική τυραννία. Μέσα σ’ αυτή τη σκλαβιά στέναζε και η άλλοτε ένδοξη πόλη των Ιωαννίνων. Δεκαέξι χρόνια πριν η πόλη είχε καταστραφεί σχεδόν ολόκληρη, όταν τα σουλτανικά στρατεύματα κατανίκησαν τον περίφημο Αλή πασά και τον κατέσφαξαν. Από τότε η πόλη έπεσε σε μαρασμό. Αναρχία, ληστρικές επιδρομές, εξαθλίωση, καταπίεση, εξισλαμισμοί… αυτά συνθέτουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα των χρόνων εκείνων… Ξαφνικά, μέσα σ’ αυτό το πυκνό σκοτάδι έλαμψε σαν ολόφωτος ήλιος ο νεομάρτυρας άγιος Γεώργιος, το λαμπρότερο διαμάντι των Ιωαννίνων και η δόξα της αγίας Εκκλησίας μας.
Ο άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στο χωριό Τσούρχλι του νομού Γρεβενών, που σήμερα προς τιμήν του ονομάζεται Άγιος Γεώργιος. Είχε γονείς φτωχούς αλλά ευσεβείς, τον Κωνσταντίνο και την Βασίλω, οι οποίοι όμως έφυγαν νωρίς από τον κόσμο αυτό και άφησαν τον Γεώργιο ορφανό σε ηλικία μόλις 8 ετών.
Πέντε χρόνια αργότερα, για να μπορέσει να ζήσει προσκολλήθηκε ως μισθωτός σε κάποιους αγάδες και κατέληξε να είναι ιπποκόμος του Χατζή Αβδουλλάχ, ενός έμπιστου αξιωματικού του Ιμίν πασά, που ήταν ο διοικητής του πασαλικιού των Ιωαννίνων. Σ’ όλο το διάστημα που εργαζόταν εκεί, οι υπόλοιποι Τούρκοι, για να τον πιέσουν να γίνει μουσουλμάνος, τον φώναζαν με το όνομα Χασάν. Έτσι άλλοι, μακρύτερα βρισκόμενοι, νόμιζαν ότι είναι Τούρκος. Αυτό γινόταν επίτηδες, για να αναγκάζονται οι Χριστιανοί να γίνονται μουσουλμάνοι. Με τον τρόπο αυτό είχαν ήδη πετύχει να εξισλαμίσουν πολλούς.
Το έτος 1836 ο Γεώργιος αρραβωνιάστηκε μια φτωχή, ορφανή, μα πολύ ενάρετη Γιαννιωτοπούλα, την Ελένη. Όταν το γεγονός μαθεύτηκε, ένας φθονερός χότζας κατήγγειλε τον Γεώργιο ως δήθεν προδότη της μουσουλμανικής θρησκείας και ο άγιος οδηγήθηκε μπροστά στον δικαστή. Η ακλόνητη στάση του αλλά και η διαβεβαίωση του αφεντικού του Αβδουλλάχ, ότι ο Γεώργιος δεν ήταν ποτέ μουσουλμάνος αλλά Χριστιανός, συνετέλεσαν, ώστε σ’ αυτή την πρώτη δίκη να αθωωθεί.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε ο γάμος του με την Ελένη και στις 30 Δεκεμβρίου του 1837 γεννήθηκε το παιδί τους, που 8 μέρες μετά, στις 7 Ιανουαρίου, εορτή του Προδρόμου, βαπτίστηκε και, λόγω της ημέρας, έλαβε το όνομα Ιωάννης. Ο Γεώργιος ήταν γεμάτος χαρά για το γεγονός, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί πολύ.
Ήταν ημέρα Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου. Το πρωί ετοιμάζεται να πάει στην αγορά μήπως βρει κάποια εργασία. Παραδόξως ζητάει από τη σύζυγό του να του δώσει τα καλά του ενδύματα. Πηγαίνει ως την πόρτα, εκεί όμως κοντοστέκεται, γυρίζει και κοιτάζει με έκσταση την Ελένη, το παιδί και τους άλλους συγγενείς. Απορούν όλοι.
—Τι μας θωρείς έτσι; τον ρωτούν.
—Τι σας πειράζει; ήταν η απάντησή του.
Κάνει να φύγει, γυρίζει όμως πίσω και ασπάζεται τρυφερά το παιδί. Και «ως να επήγαινεν εις αγύριστον οδόν», ξαναγυρίζει και ασπάζεται για τρίτη και τελευταία φορά το παιδί του. Έφυγε. Είχε πάρει ήδη τον δρόμο του μαρτυρίου…
Έφτασε στην αγορά, στην πλατεία του πλάτανου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Γυαλί-καφενέ. Όμως νά που ξαναπαρουσιάστηκε εκείνη την ώρα μπροστά του ο φθονερός εκείνος χότζας, ο οποίος σαν τρελός, τον άρπαξε από το γιλέκο και άρχισε να φωνάζει:
—Μπρε, ως πότε θα εμπαίζεις την πίστη μας; Ή Χριστιανός είσαι ή Τούρκος.
Συγκεντρώθηκε κόσμος πολύς, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, και έγινε μεγάλη οχλαγωγία και συμπλοκή. Ένα στρατιωτικό απόσπασμα συνέλαβε τότε τον άγιο και τον οδήγησαν αρχικά στον Νταούτ πασά και κατόπιν στον Κατή με τη γνωστή κατηγορία ότι ήταν μουσουλμάνος και έγινε χριστιανός.
Το έτος 1836 ο Γεώργιος αρραβωνιάστηκε μια φτωχή, ορφανή, μα πολύ ενάρετη Γιαννιωτοπούλα, την Ελένη. Όταν το γεγονός μαθεύτηκε, ένας φθονερός χότζας κατήγγειλε τον Γεώργιο ως δήθεν προδότη της μουσουλμανικής θρησκείας και ο άγιος οδηγήθηκε μπροστά στον δικαστή. Η ακλόνητη στάση του αλλά και η διαβεβαίωση του αφεντικού του Αβδουλλάχ, ότι ο Γεώργιος δεν ήταν ποτέ μουσουλμάνος αλλά Χριστιανός, συνετέλεσαν, ώστε σ’ αυτή την πρώτη δίκη να αθωωθεί.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε ο γάμος του με την Ελένη και στις 30 Δεκεμβρίου του 1837 γεννήθηκε το παιδί τους, που 8 μέρες μετά, στις 7 Ιανουαρίου, εορτή του Προδρόμου, βαπτίστηκε και, λόγω της ημέρας, έλαβε το όνομα Ιωάννης. Ο Γεώργιος ήταν γεμάτος χαρά για το γεγονός, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί πολύ.
Ήταν ημέρα Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου. Το πρωί ετοιμάζεται να πάει στην αγορά μήπως βρει κάποια εργασία. Παραδόξως ζητάει από τη σύζυγό του να του δώσει τα καλά του ενδύματα. Πηγαίνει ως την πόρτα, εκεί όμως κοντοστέκεται, γυρίζει και κοιτάζει με έκσταση την Ελένη, το παιδί και τους άλλους συγγενείς. Απορούν όλοι.
—Τι μας θωρείς έτσι; τον ρωτούν.
—Τι σας πειράζει; ήταν η απάντησή του.
Κάνει να φύγει, γυρίζει όμως πίσω και ασπάζεται τρυφερά το παιδί. Και «ως να επήγαινεν εις αγύριστον οδόν», ξαναγυρίζει και ασπάζεται για τρίτη και τελευταία φορά το παιδί του. Έφυγε. Είχε πάρει ήδη τον δρόμο του μαρτυρίου…
Έφτασε στην αγορά, στην πλατεία του πλάτανου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Γυαλί-καφενέ. Όμως νά που ξαναπαρουσιάστηκε εκείνη την ώρα μπροστά του ο φθονερός εκείνος χότζας, ο οποίος σαν τρελός, τον άρπαξε από το γιλέκο και άρχισε να φωνάζει:
—Μπρε, ως πότε θα εμπαίζεις την πίστη μας; Ή Χριστιανός είσαι ή Τούρκος.
Συγκεντρώθηκε κόσμος πολύς, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, και έγινε μεγάλη οχλαγωγία και συμπλοκή. Ένα στρατιωτικό απόσπασμα συνέλαβε τότε τον άγιο και τον οδήγησαν αρχικά στον Νταούτ πασά και κατόπιν στον Κατή με τη γνωστή κατηγορία ότι ήταν μουσουλμάνος και έγινε χριστιανός.
—Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι, Χριστιανός πεθαίνω.
Ο Κατής τον απειλεί:
—Ή να τουρκίσεις ή θα χαλαστείς!
—Ό,τι θέλεις κάμε! ήταν η ατρόμητη απάντηση του αγίου.
Τον οδήγησαν στη φυλακή. Στο μεταξύ γίνεται κινητοποίηση για να τον ελευθερώσουν. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ πηγαίνει στο δικαστήριο και στο διοικητήριο· παρά τις ακλόνητες αποδείξεις όμως, «ουδέν ίσχυσε». Την Πέμπτη το πρωί, 13 Ιανουαρίου, τον οδηγούν και πάλι στο δικαστήριο. Ο άγιος μένει ακλόνητος:
—Χριστιανός είμαι, Χριστιανός πεθαίνω!
Πάλι στη φυλακή και αρχίζουν τα βασανιστήρια: ακινητοποιούν τα πόδια του στο βασανιστικό ξύλο, του μπήγουν αγκάθια και ακίδες στα νύχια, τον κατακαίουν με αλειμματοκέρια σε ευαίσθητα μέρη του σώματός του και τέλος του βάζουν μια βαριά πλάκα 50 οκάδων επάνω στο στήθος. Οι συγκρατούμενοί του νομίζουν ότι θα πεθάνει. Όταν ξυπνούν το πρωί και τον ρωτούν πώς πέρασε, ο άγιος τους βεβαιώνει ότι είχε κοιμηθεί σαν πουλάκι και μάλιστα είχε δει και μια οπτασία· έναν ασπροφορεμένο νέο, ο οποίος του είπε:
—Χαίρε, μη φοβάσαι, Γεώργιε· εγώ θα σου δώσω γρήγορα τη σωτηρία.
Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν φοβερότερα. Και το Σάββατο οδηγείται ξανά στον Κατή. Αυτός προσπαθεί να τον δελεάσει με υποσχέσεις για τιμές και αξιώματα. Ο άγιος ακλόνητος.
—Τότε ήρθε η ώρα να χαλαστείς. Θα σε κάμω ιλιάμι (δηλ. θα βγάλω θανατική απόφαση).
Ο άγιος ήταν γενικά ολιγόλογος.
—Ό,τι θέλεις κάμε. Δεν σε φοβούμαι τίποτες· όχι ένα ιλιάμι, αλλά εκατόν! ήταν η θαρραλέα απάντησή του.
Βλέποντας τη γενναιότητα του αγίου, ο Κατής σκέφθηκε να τον απολύσει. Όταν όμως αυτό μαθεύτηκε, οι φανατικοί Τούρκοι ξεσηκώθηκαν και ο Κατής υπέγραψε τη θανατική καταδίκη του αγίου. Στη φυλακή δύο συγκρατούμενοι του αγίου, ο Γεώργιος και ο Χαραλάμπης, θέλησαν να τον ενισχύσουν, φοβούμενοι μήπως λιποψυχήσει. Ολιγόλογος όπως πάντα ο άγιος τους καθησύχασε λέγοντας:
—Μη φοβάστε· εγώ θα μαρτυρήσω για τον Χριστό μου προθυμότατα.
Οι δεσμοφύλακες του πρότειναν τότε να αλλαξοπιστήσει εικονικά και κατόπιν να φύγει σε άλλο μέρος και να ζήσει ως Χριστιανός.
—Χριστιανός θα πεθάνω, ήταν η σταθερή απάντησή του.
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου. 5 δήμιοι τον παίρνουν και τον οδηγούν στον τόπο του μαρτυρίου, στο Κουρμανιό, κοντά στην κεντρική πύλη του κάστρου. Ο Γεώργιος έλαμπε. Έτρεχε, δεν περπατούσε.
—Άλλαξε, του λένε.
—Κρεμάστε με, απάντησε.
Πριν τραβήξουν το σχοινί, τον ρωτούν:
—Τι είσαι;
—Χριστιανός· προσκυνώ τον Χριστό μου και τη Δέσποινά μου Θεοτόκο.
Έκανε το σημείο του σταυρού, και γυρίζοντας προς τους Χριστιανούς, που ήσαν κοντά, είπε:
—Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήσει!
Έπειτα οι δήμιοι τράβηξαν το σχοινί και ο άγιος παρέδωσε το πνεύμα. Ήταν μόλις 30 ετών.
Η εικόνα του Αγίου που δημοσιεύουμε είναι η πρώτη φορητή εικόνα του Αγίου η οποία έγινε στις 30/01/1838 μ.Χ. 13 ημέρες μετά το μαρτύριο του «Δια χειρός Ζήκου Χιοναδίτου» και με έξοδα του ιερομόναχου Χρύσανθου Λαϊνά.
βλέπε σχετικά ΕΔΩ)
Τρεις ημέρες έμεινε κρεμασμένος στην αγχόνη και στο διάστημα αυτό κάθε βράδυ ένα ουράνιο φως έλαμπε στο κεφάλι του.
Από την ώρα δε εκείνη ένας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε την πόλη. Πλήθος παραλύτων και πασχόντων από ποικίλες ασθένειες προστρέχοντας στον άγιο λάμβαναν τη θεραπεία τους. Ακόμη και «μια Τούρκα (Τουρκάλα) άρπαξε την κάλτσα από το πόδι του αγίου και έτρεξεν εις μίαν άρρωστη Τούρκα, ήτις εθεραπεύθη αμέσως».
Γι’ αυτό και στις εικόνες ο άγιος εικονίζεται κρεμασμένος και φορώντας κάλτσα μόνο στο ένα πόδι, η πρώτη μάλιστα εικόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις ημέρες μετά το μαρτύριό του.
Η ταφή του ιερού λειψάνου έγινε με τιμές μάρτυρος δίπλα από το ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού Ναού του αγίου Αθανασίου και 133 χρόνια αργότερα, το έτος 1971, έγινε λαμπρή ανακομιδή των ιερών λειψάνων και τοποθέτησή τους μέσα σε ασημένια λειψανοθήκη στον νέο περικαλλή Ναό του αγίου.
Η ταφή του ιερού λειψάνου έγινε με τιμές μάρτυρος δίπλα από το ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού Ναού του αγίου Αθανασίου και 133 χρόνια αργότερα, το έτος 1971, έγινε λαμπρή ανακομιδή των ιερών λειψάνων και τοποθέτησή τους μέσα σε ασημένια λειψανοθήκη στον νέο περικαλλή Ναό του αγίου.
Βοηθήματα
Αρχ. Θεοδ. Μπεράτη, «ΑΘΛΗΤΑΙ ΣΤΕΦΑΝΗΦΟΡΟΙ», σελ. 318-325
Ασημίνας Δεδούση, «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ», σελ. 169-171
το κείμενο από τη Χριστιανική Φοιτιτική Δράση xfd.gr
(Πηγή: Στην ιστοσελίδα του 6ου Δημ.. Σχολείου Ιωαννίνων, μπορείτε να δείτε κάποιες από τις απεικονίσεις του στα μοναστήρια της Ηπείρου.Το υλικό αυτό είναι από το δίτομο έργο του Δημήτρη Καμαρούλια “Τα μοναστήρια της Ηπείρου”.
antexoume.
No comments:
Post a Comment