Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γριά
που ’χε μιαν αγελάδα. Δεν είχε τίποτε’ άλλο η καημενούλα. Το μόνο της
βιός ήταν η αγελάδα· πουλούσε το γάλα της και ζούσε. Και κάθε μέρα, σαν
τελείωνε το άρμεγμα, άφηνε το αγγειό με το γάλα στην αυλή της κι ύστερα
έκανε τις άλλες της δουλειές.
Το ίδιο έκανε και κείνη την ημέρα. Σαν
γύρισε όμως να πάρει το αγγειό με το γάλα, τι να δει; Το αγγειό ήτανε
άδειο. Κάποιος είχε πιει το γάλα! Τα ’χασε η καημένη η γριά. Την άλλη
μέρα πάλι το ίδιο. Και την παράλλη! Έ, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της.
Κι αποφάσισε να παραμονέψει να δει ποιος ήταν αυτός ο κλέφτης που της
έπινε το γάλα. Έτσι κι έκανε. Και κει που παραμόνευε βλέπει μια αλεπού
να πλησιάζει το αγγειό. Κι αμέσως να χώνει τη μυτερή της μούρη και να
ρουφάει το γάλα σαν τρελή. Δε χάνει κι η γριά καιρό, τρέχει σπίτι της,
παίρνει ένα τσεκούρι και δίχως να την πάρει χαμπάρι η αλεπού έρχεται και
στέκει πίσω της. Στάθηκε λίγο και προτού τελειώσει η αλεπού το γάλα
σηκώνει το τσεκούρι και το κατεβάζει με δύναμη, με τόση δύναμη που κόβει
την ουρά της κλέφτρας αλεπούς. Η αλεπού, με κομμένη την ουρά, δε λέει
να κουνηθεί, μόνο παρακαλάει τη γριά:
– Γιαγιάκα μου, γιαγιάκα μου, δώσ’ μου πίσω τη ναζιάρα ουρά μου.
– Όχι, δε θα στη δώσω, της λέει η γριά. Εσύ όταν έπινες το γάλα μου, καλά ήτανε;
– Γιαγιάκα μου, σε παρακαλώ, δώσ’ μου πίσω την ούρα μου λέει ξανά η αλεπού.
Τότε η γριά της απαντάει:
– Αν μου δώσεις και συ πίσω το γάλα που ’πιες, τότε θα σου δώσω κι εγώ την ουρά σου.
Σαν τ’ άκουσε αυτό η αλεπού σηκώνεται και πάει στο πρόβατο:
– Αδελφάκι πρόβατο, του λέει, δώσ’ μου λίγο γαλατάκι να το πάω στη γριά να μου δώσει πίσω την ουρά μου.
– Πρέπει, της απαντάει το πρόβατο, να μου φέρεις πρώτα λίγο χορτάρι για να μπορέσω να σου δώσω γάλα.
Τι να κάνει η αλεπού, τρέχει στο λιβάδι και το παρακαλάει.
– Λιβάδι, λιβαδάκι μου,
δώσ’ μου λίγο φρέσκο χορταράκι να το πάω στο πρόβατο να μου κάνει γάλα
να το δώσω στη γριά να μου δώσει πίσω την ουρά μου.
– Φέρε εσύ τα νέα κι όμορφα
κορίτσια να παίξουν να γελάσουν πάνω μου, κι εγώ θα σου δώσω το χορτάρι
που ζητάς, της αντιλέει το λιβάδι.
Πηγαίνει τότε στα όμορφα κοριτσόπουλα και λέει:
– Νιές κι όμορφες κοπέλες
μου, ελάτε να παίξετε, να γελάστε πάνω στο λιβάδι για να μου δώσει το
χορτάρι να το πάω στο πρόβατο να μου κάνει λίγο γάλα να το δώσω στη γριά
για να μου δώσει πίσω την ουρά μου.
Κι οι κοπελιές:
– Και συ, αλεπού, φέρε μας
πολλά στολίδια μαργαριταρένια για να χαρούμε και να γελάσουμε
χοροπηδώντας πάνω στο λιβάδι.
Τρέχει τότε η αλεπού στο χρυσοχόο και του λέει:
– Σε παρακαλώ, χρυσοχόε
μου, δώσ’ μου μαργαριτάρια να τα πάω στα όμορφα κορίτσια να παίξουνε και
να γελάσουνε πάνω στο λιβάδι για να μου δώσει εκείνο λίγο χορταράκι να
το πάω στο πρόβατο να μου κάνει γαλατάκι να το δώσω στη γριά για να μου δώσει πίσω την ουρά μου.
– Πήγαινε να μου φέρεις αυγά να σου πουλήσω τα μαργαριτάρια, της λέει ο χρυσοχόος.
Τι να κάνει η αλεπού, ρίχνει τα μούτρα της στις όρνιθες και τις παρακαλάει:
– Όρνιθες, ορνιθούλες μου,
χρυσές μου ορνιθούλες, κάντε μου λίγα αυγά να τα πάω στο χρυσοχόο να
μου πουλήσει μαργαριτάρια να τα δώσω στα όμορφα κορίτσια για να παίξουν
πάνω στο λιβάδι και να μου κόψει εκείνο λίγο χορταράκι να το φάει το
πρόβατο και να κάνει γάλα να το πάω στη γριά για να μου δώσει πίσω την
ουρά μου.
Δίνουν τόπο στην οργή οι όρνιθες αλλά της λένε κιόλας:
– Μα θα μας φέρεις καλαμπόκι πρώτα.
Σηκώνεται η αλεπού και τρέχει στο χωράφι:
– Χωράφι, χωραφάκι μου, του
λέει, δώσ’ μου λίγο καλαμπόκι να το πάω στις όρνιθες να μου κάνουν
αβγουλάκια να τα πάω στο χρυσοχόο να μου πουλήσει εκείνος μαργαριτάρια
και να τα δώσω στα όμορφα κορίτσια για να χορέψουν πάνω στο λιβάδι για
να κάνει χορταράκι να το πάω στο πρόβατο να κατεβάσει γαλατάκι να το πάω
στη γριά για να μου δώσει πίσω την ουρά μου.
Και το χωράφι:
– Για να κάνω και να σου δώσω καλαμπόκι χρειάζομαι πρώτα νερό απ’ το ποτάμι της λέει.
Τρέχει πάλι η αλεπού:
– Ποτάμι, ποταμάκι μου, άσε
να πιάσω λίγο νεράκι να ποτίσω το χωράφι να φυτρώσει καλαμπόκι για τις
όρνιθες που θα μου κάνουν αυγά να τα πάω στο χρυσοχόο για ν’ αγοράσω
όμορφα μαργαριτάρια να τα φορέσουν τα κορίτσια για να παίξουν στο λιβάδι
να κάνει εκείνο χορταράκι να το κόψω για το πρόβατο να κατεβάσει γάλα
που το θέλει η γριά για να μου δώσει πίσω την ουρά μου.
Και το ποτάμι την ακούει προσεχτικά και την αφήνει να πιάσει με τ’ αγγειό λίγο νεράκι!
Και η αλεπού κουβαλάει το νεράκι,
ποτίζει το ‘χωράφι, κόβει το καλαμπόκι, ταΐζει τις όρνιθες, που της
κάνουνε αυγά και τα πάει στο χρυσοχόο, αγοράζει το μαργαριτάρια, τα
φοράει στα όμορφα κορίτσια που τρέχουν και γελάνε πάνω στο λιβάδι, που
κάνει χορταράκι, το παίρνει η αλεπού το πάει στο πρόβατο, που της δίνει
γάλα και το φέρνει στη γριά και παίρνει πίσω την ουρά της!
Pieter Snyers (1681-1752)
Παίρνει λοιπόν την ουρά της η αλεπού και τραβάει για τη φωλιά της, μα καθώς περνάει απ’ το ποτάμι τ’ ακούει να της λέει:
– Αλεπού, ε κυρ -Αλεπού, αν σου πάρουν
πάλι την ουρά σου, δε θα σου ξαναδώσω νερό. Ούτε το χωράφι για νερό
καλαμπόκι, οι όρνιθες για καλαμπόκι αυγά, ο χρυσοχόος γι’ αυγά
μαργαριτάρια, τα κορίτσια δε θα χορέψουν για τα μαργαριτάρια πάνω στο
λιβάδι και κείνο δε θα σ’ αφήσει να κόψεις χορτάρι για το πρόβατο ούτε
εκείνο θα σου κάνει για χόρτο γάλα κι ούτε η γριά για ένα αγγειό γάλα θα
σου ξαναδώσει την ουρά. Κι έτσι θα γυρίζεις δίχως ουρά στην υπόλοιπη
ζωή σου. Κι όπως ξέρεις, αλεπού δίχως ουρά αλεπού δεν είναι.
Το καλό που σου θέλω, διάλεξε: για τις κλεψιές, για την ουρά σου!
Το καλό που σου θέλω, διάλεξε: για τις κλεψιές, για την ουρά σου!
***
Ναζίμ Χικμέτ
by Αντικλείδι
No comments:
Post a Comment