28η Οκτωβρίου 1940
Μια μέρα φθινοπωρινήκρύα χωρίς λιακάδα
οι Ιταλοί θελήσανε
να πάρουν την Ελλάδα.
Μα οι Έλληνες απάντησαν
ΟΧΙ με ένα στόμα
Εχθρού ποδάρι δεν πατά
στο Ελληνικό το χώμα.
Γιατ’ είναι χώμα ιερό
με αίμα ποτισμένο
κι από τα χρόνια τα παλιά
δάφνες μυρτιές, σπαρμένο.
28η του Οκτώβρη
Άλλη μια φοράόπως άλλοτε ξανά
ήρθανε εχθροί πολλοί
να μας πάρουνε τη γη.
28η του Οκτώβρη ήτανε
που στην Ελλάδα μπήκανε
Ιταλοί και Γερμανοί
οι καινούριοι μας εχθροί.
Όμως τι κι αν ήτανε πολλοί
κι ας είχαν τόσο ετοιμαστεί
νικηθήκαν ξαφνικά
και μετάνιωσαν πικρά.
Αθάνατη Ελλάδα
Αθάνατη Ελλάδα μαςστον κόσμο ξακουσμένη,
μ’ όλες τις χάρες οι Θεοί
σ’ έχουνε προικισμένη.
Γαλάζιος είν’ ο ορανός,
γαλάζια η θάλασσά σου,
γαλάζια κι η σημαία σου,
το θείον έμβλημά σου.
Χαρείτε Ελληνόπουλα,
του Έθνους η ελπίδα.
Χαρείτε, γιατί έχουμε
τρισένδοξη Πατρίδα.
Βροντούν της Πίνδου οι κορφές
Βροντούν της Πίνδου οι κορφέςκι αντιλαλούν τα καταράχια,
πλαγιές βροντούν, σπηλιές και βράχια
κι ως τ’ άστρα φτάνουν οι φωτιές
Και των Ελλήνων τα παιδιά
σαν αετοί ορμούν στη μάχη,
κάθε κορφή κι αετοράχη
φωτίζει τώρα η Λευτεριά.
Κι αστράφτει η λόγχη κι αντηχεί
μια τρομερή ιαχή “αέρα”
σαν τούτη τη μεγάλη μέρα
άλλη δε γνώρισε η ψυχή.
Τιμή σ’ αυτούς που βροντερά
είπανε το «ΟΧΙ» κάποια μέρα!
Τιμή σε εκείνους που “αέρα”
με στήθη φώναζαν γερά.
Για μας παιχνίδι ο πόλεμος
Για μας παιχνίδι ο πόλεμος και το ντουφέκι γλέντι.Τα βόλια που σφυρίζουνε, δε σκιάζουν το λεβέντη.
Κι είναι χαρά, Πατρίδα μου, για σε να πολεμήσω
και τη ζωή που μού ‘δωσες, να σου τη δώσω πίσω.
Τώρα, που το άδικο του εχθρού με βασανίζει χέρι,
γέροι, γυναίκες και παιδιά, θε να γενούμε ταίρι.
Ένας στρατός, με μια καρδιά, σε μια φωνή θ’ ακούμε!
“Ελεύθερα πεθαίνουμε και δούλοι εμείς δε ζούμε”!
Οι Θερμοπύλες τό ‘δειξαν, τ’ Αρκάδια, οι Μαραθώνες
και τό ‘δαν και θαμπώθηκαν χώρες, λαοί και αιώνες.
Μες στην καρδιά με γράμματα, γραμμένο μια για πάντα
πάντ’ άσβηστο, πάντ’ άγρυπνο, θα ζει και το Σαράντα.
Γιορτάζουμε το «ΟΧΙ»
Εστολίσαμε την τάξημε της δάφνης τα κλωνάρια
να γιορτάσουμε και φέτος
τα γενναία παλικάρια.
Εστολίσαμε την τάξη
με ωραία σημαιάκια
και γιορτάζουμε το ΌΧΙ
του σχολείου μας τα παιδάκια.
Γλυκιά μου Ελλάδα
Άρματ' αν σου λείπουν και κανόνιασου περσεύει η πίστη κι η καρδιά.
Τρεις χιλιάδες ένδοξα όλα χρόνια
τη χρυσή σου αγιάζουν λευτεριά.
Κι είναι κάθε χρόνος, κάθ’ αιώνας,
ένα στέφος άυλο, ένας στρατός.
Άνισος στα σίδερα ο αγώνας
άνισος και στα όπλα του φωτός.
Με τ’ αστραφτερό σου οπλίσου δίκιο,
χτύπησε τη βία θαρρετή.
Κάλλιο να’ χεις θάνατο αντρίκειο,
παρά να ζεις δίχως αρετή.
Μα, γλυκιά μου Ελλάδα, δεν πεθαίνεις,
όπως δεν επέθανες ποτέ.
Ζεις αιώνια κι όλους ανασταίνεις,
όταν ξαναλές «Μολών λαβέ».
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
μέσα στα χιόνια πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε.
Θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε.
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.
Γιαννιώτισσες, Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.
Γυναίκες από τα σύνορα
κόρες, γριές, κεράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
Εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες.
μέσα στα χιόνια πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε.
Θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε.
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.
Γιαννιώτισσες, Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.
Γυναίκες από τα σύνορα
κόρες, γριές, κεράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
Εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες.
Εθνική γιορτή
Γιορτάζει η Πατρίδαμεγάλη χαρά
σιμά η δόξα
μ’ ολάσπρα φτερά.
Γιορτάζει η Πατρίδα
σε κάθε μεριά
μυρίζουν οι δάφνες
γελά η Λευτεριά.
Σ’ αυτή τη γιορτή μας
ελάτε παιδιά
ψηλά τη σημαία
ψηλά την καρδιά.
Ελληνοπούλα
Είμαι εγώ μια Ελληνοπούλαπου σαν μια Σουλιωτοπούλα,
αγαπώ με την καρδιά μου
την Πατρίδα τη γλυκιά μου.
Κι αν ο εχθρός μας έρθει πάλι
με σκοπό να μας προσβάλει
ΟΧΙ, δε θα τον αφήσω
και θα του φωνάξω «Πίσω!».
Ευλογημένη μέρα
Ευλογημένη τρεις φορέςτου Οκτώβρη αυτή η μέρα,
που διώξανε τους Ιταλούς
απ’ την Ελλάδα πέρα.
Ευλογημένος ο λαός
που απάντησε το όχι
ευλογημένος ο στρατός
που με τη ξιφολόγχη,
πάνω στην Πίνδο έγραψε
«Ζήτω η ελευθερία»
και μια σελίδα έγραψε
χρυσή στην ιστορία.
Ζήτω ζήτω
Ζήτω ζήτω του σαράνταη γενιά η τιμημένη,
που στη μνήμη της πατρίδας
αλησμόνητη θα μένει.
Στον τσολιά και στον φαντάρο
η εικοστή ογδόη ανήκει
γιατί αυτοί μας εχαρίσαν
με το αίμα τους τη νίκη.
Η 28η Οκτωβρίου
Πολεμούν στην Αλβανία...όλοι για τη Λευτεριά,
η Ελλάδα η αιωνία
δε θα μείνει στη σκλαβιά.
Όλους τώρα μας ενώνει
η Πατρίδα μας, παιδιά,
την Ελλάδα στεφανώνει
πάλι η δόξα η παλιά.
Δόξα στην Ελλάδα,
δόξα στ’ αθάνατα παιδιά,
που ’δώσαν τη ζωή τους
για την Ελευθεριά.
Η ελευθερία
Χαρά μεγάλη έχουμεελεύθεροι που ζούμε
και σήμερα γιορτάζουμε
γελάμε τραγουδούμε.
Ζήτω η Πατρίδα μας,
ζήτω και η Λευτεριά μας,
ευχή για ΕΙΡΗΝΗ ας κάνουμε
μες’ από την καρδιά μας!
Η παρέλαση
Παρέλαση αρχίζειστρατιώτες προχωρούν
αεροπόροι, ναύτες
ωραία περπατούν.
Να κι ο σημαιοφόρος,
ο πρώτος στη σειρά
τη γαλανή σημαία
περήφανα κρατά.
Η σημαία (Αυτό είναι το ιερό πανί)
Αυτό είναι το ιερό πανί, το γαλανό και τ’ άσπροκομμάτι απ’ ανοιξιάτικο και ξάστερο ουρανό
που’ ναι λευκό σαν τον αφρό, του κύματος που ανθίζει
σε περιγιάλι ολόμορφο, σε πέλαο μακρινό.
Αυτό είναι το ιερό πανί, που όταν περνάει μπροστά μας
υγραίνονται τα βλέφαρα και σπαρταράει η καρδιά.
Έκλαψαν μάτια και καρδιές, επάνω της κι οι κόρες
τις νύχτες την υφαίνανε κρυφά στον αργαλειό.
Είναι η σημαία τη βλόγησαν παπάδες μ’ άσπρα γένια
μες στης σκλαβιάς το τρίσβαθο κι απόκρυφο σχολειό
είναι μια αθάνατη πνοή, που ορμάει να ζωντανέψει
με ανατριχίλα ανέκφραστη το δίχρωμο πανί.
Η σημαία (Με καμάρι περπατώ)
Με καμάρι περπατώκαι στο χέρι σε κρατώ
δίχρωμη σημαία.
Κυματίζεις με χαρά
σε χαϊδεύει τρυφερά
τ’ απαλό τ’ αγέρι.
Με αγάπη σε θωρώ
σε κρατώ σα θησαυρό
στο μικρό μου χέρι.
Η σημαία (Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω)
Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω,με λαχτάρα σταματώ
και περήφανα δακρύζω
ταπεινά σε χαιρετώ.
Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της Πατρίδας η ψυχή.
Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ’ αγεράκι τ’ αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκο αφρό.
Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή
είν’ ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.
Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σαν μητέρα σ’ αγαπώ.
Κι απ’ τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή
νά ‘σαι πάντα δοξασμένη,
ω! Σημαία γαλανή.
Μάνα και Γιος
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων ...»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων ...»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη
Μολών Λαβέ
Μια σπιθαμή απ' το χώμα αυτό
Τα' άγιο κι ιερό δε δίνω,
Τη λευτεριά μου δεν πουλώ
Και σκλάβος δε θα γίνω.
.
Στα χέρια μου τα΄αδείλιαστα
Το πιο παλιό ντουφέκι
Γίνεται για τη λευτεριά
Βροντή κι αστροπελέκι.
.
«Όχι !» φωνάζω στον εχθρό
κι ορθώνομαι λιοντάρι.
Τη λευτεριά μου όποιος μπορεί
ας έρθει να την πάρει.
Τα' άγιο κι ιερό δε δίνω,
Τη λευτεριά μου δεν πουλώ
Και σκλάβος δε θα γίνω.
.
Στα χέρια μου τα΄αδείλιαστα
Το πιο παλιό ντουφέκι
Γίνεται για τη λευτεριά
Βροντή κι αστροπελέκι.
.
«Όχι !» φωνάζω στον εχθρό
κι ορθώνομαι λιοντάρι.
Τη λευτεριά μου όποιος μπορεί
ας έρθει να την πάρει.
Όταν κάνουμε πόλεμο
Όταν κάνουνε πόλεμοη γη έχει πονόλαιμο
πονάει η καρδιά της
και κλαίνε τα παιδιά
Ενάντια στον πονόλαιμο
στον πόνο και στον πόλεμο
υπάρχει μια ασπιρίνη
άνθρωποι, πέστε: ΕΙΡΗΝΗ
ΟΧΙ (Σήμερα η Πατρίδα μας [1])
Σήμερα η Πατρίδα μαςφορεί τα γιορτινά της
κι απ’ άκρη σ’ άκρη αχολογούν
τα κατορθώματά της.
Σαν σήμερα οι Έλληνες
«ΟΧΙ» βροντοφωνάξαν,
αψήφησαν τον κίνδυνο
και τ’ άρματα αρπάξαν.
Κυνήγησαν τους Ιταλούς.
Νίκησαν! όπως πάντα
κι έδειξαν σ’ όλους, τι θα ’πεί
το «ΟΧΙ» του Σαράντα.
Εχθροί, δεν θα περάσετε
ποτέ μες στην Ελλάδα,
γιατί’ είναι γη της λεβεντιάς,
της Λευτεριάς λαμπάδα!
ΟΧΙ (Σήμερα η Πατρίδα μας [2])
Σήμερα η πατρίδα μαςέχει γιορτή και πάλι
Γιορτάζει υπερήφανη
μια νίκη της μεγάλη.
Σαν σήμερα οι Έλληνες
απάντησαν το Όχι
και νίκησαν τους Ιταλούς
με το όπλο και τη λόγχη.
Σαν σήμερα οι Έλληνες
τους Ιταλούς νικήσαν
και την ελευθερία τους
με αίμα εκερδίσαν.
ΟΧΙ (φωνάζουν στον εχθρό)
ΟΧΙ, φωνάζουν στον εχθρότα ηρωικά παιδιά σου,
Πατρίδα πολυπόθητη
πάνω στα σύνορά σου.
Πέρασαν χρόνια αρκετά
από τη μέρα εκείνη,
που ο Ιταλός στη χώρα μας
μπήκε να τη μολύνει.
ΟΧΙ, τότε φωνάξανε,
πατρίδα τα παιδιά σου,
και με το ΟΧΙ πέσανε
για την Ελευθεριά σου.
Γι’ αυτό το ΟΧΙ, που είπανε,
πατρίδα, τα παιδιά σου
γιορτάζουμε όλοι σήμερα
στη λεύτερη αγκαλιά σου.
Πίνδος
Πάνω στην Πίνδο στης τιμήςτα μαρμαρένια αλώνια
πολέμησαν οι Έλληνες
με κρύο και με χιόνια.
Πολέμησαν για λευτεριά
του έθνους την περηφάνια
κι η δόξα τη στεφάνωσε
μ’ αμάραντα στεφάνια.
Πάνω στις Πίνδου τα βουνά
προτείνοντας τη λόγχη
είπε ο στρατός μας στον Εχθρό
«δεν θα περάσεις, ΟΧΙ».
Σαν την πατρίδα μου
Σαν την Πατρίδα μου, καμιάστον κόσμο δεν είν’ άλλη,
να ’χει γαλάζιον ουρανό,
δαντέλα τ’ ακρογιάλι.
Βουνά, λαγκάδια, ρεματιές
μοσχοβολούν θυμάρι.
Χρυσάφι ο ήλιος δω σκορπά
κι ασήμι το φεγγάρι.
Εδώ φυτρώνει κι η ελιά
Με τ’ αργυρά τα κλώνια.
Η Δόξα εδώ γεννήθηκε
απ’ τα παλιά τα χρόνια.
Στη σημαία
Σαν τη μανούλα τη γλυκιάκαι σαν την Παναγία,
τόσο, Σημαία, σ’ αγαπώ
και σου ’χω εγώ λατρεία.
Καθώς τ’ αγέρι που φυσά
ψηλά σε ξεδιπλώνει
σαν τη γαλάζια θάλασσα
είσαι και σαν το χιόνι.
Έχεις κι ένα χρυσό σταυρό
κι είσαι γεμάτη χάρη
κι έχω χαρά να σε κρατώ
Σημαία, με καμάρι.
Στην Παναγιά
Όταν τα παλικάρια μας εκεί ψηλά στα χιόνιαμάχονταν για τη λευτεριά, τα ένδοξα εκείνα χρόνια,
αόρατο το χέρι Σου, Μητέρα του Θεού μας,
δυνάμωνε, κι εμψύχωνε τη σκέψη του λαού μας!
Το όραμα, Παρθένα μου, της άγιας μορφής Σου
κι η χάρη Παναγία μου, της μητρικής στοργής Σου,
συνόδευε, προστάτευε, κάθε πολεμιστή μας,
που έγινε ο κεραυνός του άθλιου υβριστή μας!
Στις εκκλησιές ολόθερμα άναβε το κεράκι,
με δέος και με σεβασμό το κάθε γεροντάκι,
που είχε το γιο, τον εγγονό, πάνω στο μετερίζι,
εκεί που η πατρίδα μας πάντοτε τον ορίζει.
Αγνή! Ηλιοστάλακτη! Πάναγνη! Ευλογημένη!
Σε Σε θερμή την προσευχή λέμε συγκινημένοι!
Ευγνώμονα τα χείλη μας εμπρός σου μουρμουρίζουν,
ενώ οι καρδιές τα άνθη τους, Μαρία, Σου χαρίζουν.
Στην πατρίδα μας
Πατρίδα μου γλυκιάΕλλάδα μου εσύ
από τα χρόνια τα παλιά
είσαι τόσο θαυμαστή.
Τ’ όνομά σου είναι γνωστό
σε όλη την Οικουμένη
η δόξα σου αθάνατη
σ’ όλο τον κόσμο μένει.
Πολύ σε αγαπώ
πατρίδα μου καλή
ποτέ δε σε ξεχνώ
κι ας πάω σ’ άλλη γη.
Στρατός ειρήνης
Ας χαρούμε την Ελλάδαστου Χριστού το φως λουσμένη.
Μιαν Ελλάδα ευτυχισμένη
Μιαν Ελλάδα δοξασμένη.
Της Ελλάδας τα παιδιά
Στα βουνά της Αλβανίαςτης Ελλάδας τα παιδιά
πολεμούνε τον εχθρό μας
όλα τους με μια καρδιά.
Πολεμούνε σαν λιοντάρια
μπρος στην πρώτη τη γραμμή
απ’ το χώμα μας μην πάρει
ο εχθρός μια σπιθαμή.
Κάνουν τείχος τα κορμιά τους
μην περάσει η σκλαβιά
και προσφέρουν τη ζωή τους
για τιμή και λευτεριά.
Δε φοβούνται ούτε βόλια
ούτε χιόνι και βοριά
και την πείνα τους ξεχνούνε
πάντα για τη λευτεριά.
Τιμή και δόξα
Ας τραγουδήσουμε παρέατραγούδια για τη λευτεριά
και ας υμνήσουμε και πάλι
τη δόξα την παλικαριά.
Τιμή και δόξα στην Ελλάδα
που βροντοφώναξε το ΌΧΙ
Τιμή και δόξα στους φαντάρους
που με το όπλο και τη λόγχη
Πολέμησαν μέσα στα χιόνια
με μια ψυχή με μια καρδιά
κι έδειξαν ότι δε νικάνε
τα όπλα αλλά η καρδιά.
Το ΟΧΙ του Σαράντα
Στην ιστορία των λαώνσύμβολο θα’ ναι πάντα
οι Έλληνες, το ΟΧΙ τους
κι ο Οκτώβρης του Σαράντα!
Τ’ αηδόνι απ’ την Ανατολή
και τα πουλιά απ’ τη Δύση,
σ’ όλο τον κόσμο τραγουδούν
κι οι ουρανοί αντιλαλούν.
Πως πάλι η `Ελλάδα μια φορά
το δρόμο για τη Λευτεριά,
το δρόμο για τη Λευτεριά
στον άνθρωπο θα δείξει!
Στης Αλβανίας τα βουνά
κι απάνω στ’ άσπρο χιόνι,
της νιότης και της λεβεντιάς
ο ανθός με το αίμα της καρδιάς.
Γράφει πως πάντα εδώ θα ζει
του Λεωνίδα η ψυχή
του Λεωνίδα η ψυχή
και του Κολοκοτρώνη.
Το Σαράντα
Πάνω στης Πίνδου τις κορφές σε κάθε κόχη,βροντόλαλο αντιλάλησε το ΌΧΙ.
Κι όλοι το ξέρουν από τότε και για πάντα,
αθάνατο πως είναι το Σαράντα!
.
mathima.gr, impneothta.gr
No comments:
Post a Comment