Σ' αυτή χώρα, Σάρα, τα παιδιά πλέον δεν έχουν δικαίωμα να παίξουν…
Δεν έχουν δικαίωμα να γελάσουν…
Δεν έχουν δικαίωμα στο όνειρο και στο μέλλον…
Δεν το κατάλαβες μικρό μου ότι εδώ οι κυβερνήτες δεν υπολογίζουν μια παιδική ζωή που παγώνει…
Δεν το κατάλαβες μικρό μου ότι εδώ οι κυβερνήτες δεν υπολογίζουν μια παιδική ζωή που καίγεται…
Ήσουν μικρό, παιδούλα, πώς να καταλάβεις τις υποθέσεις των μεγάλων;
Εκείνων των μεγάλων που κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να λογαριάζουν την ανθρώπινη ζωή, παρά μόνο την κυριαρχία του χρήματος…
Των άλλων μεγάλων που αφήνουν τους πρώτους, ισχυρούς μεγάλους, να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να τους μπαίνουν εμπόδιο…
Ήσουν μια παιδούλα, πώς να καταλάβεις τις υποθέσεις εκείνων των μεγάλων που αποφασίζουν και εμάς των μεγάλων που αδιαφορούμε, αδιαφορούμε ακόμη κι αν ένα παιδί πεινάει δίπλα μας, αν καίγεται στη φωτιά ή πνίγεται από το μαγκάλι;
Σάρα, σ' αυτή τη Χώρα των Θαυμάτων, τα παιδιά πλέον δεν είναι ευτυχισμένα, δεν είναι ανέμελα, δεν ασχολούνται με τα μαθήματα ή τα παιγνίδια τους.
Μεγάλωσαν απότομα. Πεινούν και κρυώνουν. Δεν ονειρεύονται. Δε γελούν. Είναι στενοχωρημένα, έχουν μια θλίψη. Εσύ καταλαβαίνεις…
Συγγνώμη Σάρα, επειδή δεν πρόλαβες να ονειρευτείς και να παίξεις στη Χώρα των Θαυμάτων… Επειδή κρύωνες… Επειδή μεγάλωσες τόσο γρήγορα κι έφτασες στην άλλη πλευρά.
Συγγνώμη, επειδή εμείς απλά παρατηρούμε και σχολιάζουμε, ανίκανοι ενήλικες σε ένα κόσμο που ανήκει στα παιδιά…
Συγγνώμη, επειδή τους αφήσαμε να σε σκοτώσουν, στην Ελλάδα της παγωνιάς.
Συγγνώμη, επειδή θα αφήσουμε και άλλα παιδιά να τα σκοτώνουν αυτοί οι μεγάλοι που αποφασίζουν για εσάς και για εμάς, επειδή εμείς τους το επιτρέπουμε…
........................................
Εις μνήμη
Πρώτα δηλητηριάστηκαν οι τρύπιες παντοφλίτσες του
Σαντάλια θα τα έλεγες σαν αυτά που φορούν
Οι αρχάγγελοι που τον ύπνο του συντρόφευαν τις νύχτες
Πρώτα αυτές λιποθύμησαν
Χάρισμα της μάνας του απ' τον προηγούμενο Δεκέμβρη
-στων Χριστουγέννων την ελατοκορφή στολίδι-
Ένα δώρο καρδιάς χωρίς φιογκάκια κι ασημένιο περιτύλιγμα
Περιττά κι επίπλαστα δεν θα τους ταίριαζε
Στα παζάρια που το αγόρασε βλέπεις οι αλήθειες κι οι πόνοι
Είναι πάντα γυμνές κι αναλλοίωτες στο ψιλόχιονο της εγκαρτέρησης
Στα παζάρια της φτώχειας όλα ανθρώπινα και μεγαλειώδη
Γιατί εκεί μάθε το καλά
Δεν διαπραγματεύονται τίποτα άλλο παρά μόνο μια δέσμη χαμόγελα
Που οι καρδιές τα αναγορεύουν σε υψηλά ιδανικά
Ιδανικά που οι πουπουλένιοι από υπάρξεως κόσμου αποποιούνται!
Ύστερα δηλητηριάστηκε το λουλουδάτο του φόρεμα
Πέπλο θα το έλεγες που η ακριβονύφη το φόρεσε
Στης γιορτής της τα ανθοστέφανα
Ύστερα αυτό λιποθύμησε
Χάρισμα του έαρος και της αγαπημένης του Περσεφόνης
Αισθαντικό φόρεμα πλήγιαζε στο κρύο σαν κομμένος σταλαγμίτης
Κι ήταν μακριά η Άνοιξη να του παρασταθεί
Να αποκόψει λουλούδια ζεστά χλόη στεγανή ήλιου εσθήτα να φέρει
Να το σκεπάσει
Να το ενδύσει
Να το ζεστάνει με το άγιο της χνώτο
Κι ήταν μακριά η Άνοιξη χέρι ζωής να απλώσει στη φλέβα του
Κι ήρθαν του χειμώνα οι ορδές κι ύστερα έφτασαν οι σιδεράνθρωποι
Με τις φρικτές πανοπλίες και μαζί τους το πήραν
Πριν ακόμα μπορέσει να ξεστομίσει την πικρία του μυστικού του στον δικό του Θεό!
Και στο κατόπι τελευταίο δηλητηριάστηκε το πλεκτό του σκουφάκι
Όστρακο θα το έλεγες απ' τις απάνεμες θάλασσες της πατρίδας
Που μια καλοκαιριά η παλίρροια το ξέβρασε στην ακτή
Στο τέλος αυτό λυποθύμησε
Χάρισμα της εκατόχρονης γιαγιάς του σε πλέξη κοτσίδα
Σαν εκείνη των πειρατών που άμαχους δεν άγγιξαν μόνο πραμάτειες πήραν
Γαλαζοπράσινο σκουφάκι
Με μια μικρή τρυπούλα να εισβάλλουν
Ανεμπόδιστα τα παιδικά όνειρα κι οι μνήμες του αίματος
Αίμα άλικο και λαθραίο όπως το βάφτισαν οι κρατούντες
Ίδρωνε από τρόμο και ξενιτιά το μικρό κεφαλάκι
Δεν λυγούσε όμως μυρτιά παιρνούσε στο αυτί και κρυφογέλαγε
Γαλαζοπράσινο σκουφάκι
Λίγο στραβό στην δεξιά πλευρά
Κι αυτό ήταν το σημάδι - πως να το κρύψει;
Αυτό ήταν το μοναδικό τρωτό σημείο
Κι εκεί χτύπησαν οι αχυράνθρωποι και μαζί τους το πήραν παντοτινά
Ταξίδι του έταξαν να το ξεγελάσουν οι υστερόβουλοι
Εκεί χτύπησαν με μονοξείδιο βόλι το γάζωσαν
Δάκρυ δεν βγήκε γιατί από πριν είχε στεγνώσει
Πάνω στα μύρτα και στην αγριελιά ασημένιο σαν σήμαντρο
Κι έμεινε η μάνα χαροκαμένη να απελαύνει τους γόους της
Στα κρύα χώματα και στους βάλτους της γης άγρυπνη ανέστια και δέσμια!
............................
Με αφορμή το θάνατο του 13χρονου κοριτσιού
που ήθελε να ζεσταθεί με μαγκάλι
ελλείψει ρεύματος κι έσβησε απ' τις αναθυμιάσεις!
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο ποιητής Στρατής Παρέληςpoihshkaipoihtes
Εις μνήμη
Πρώτα δηλητηριάστηκαν οι τρύπιες παντοφλίτσες του
Σαντάλια θα τα έλεγες σαν αυτά που φορούν
Οι αρχάγγελοι που τον ύπνο του συντρόφευαν τις νύχτες
Πρώτα αυτές λιποθύμησαν
Χάρισμα της μάνας του απ' τον προηγούμενο Δεκέμβρη
-στων Χριστουγέννων την ελατοκορφή στολίδι-
Ένα δώρο καρδιάς χωρίς φιογκάκια κι ασημένιο περιτύλιγμα
Περιττά κι επίπλαστα δεν θα τους ταίριαζε
Στα παζάρια που το αγόρασε βλέπεις οι αλήθειες κι οι πόνοι
Είναι πάντα γυμνές κι αναλλοίωτες στο ψιλόχιονο της εγκαρτέρησης
Στα παζάρια της φτώχειας όλα ανθρώπινα και μεγαλειώδη
Γιατί εκεί μάθε το καλά
Δεν διαπραγματεύονται τίποτα άλλο παρά μόνο μια δέσμη χαμόγελα
Που οι καρδιές τα αναγορεύουν σε υψηλά ιδανικά
Ιδανικά που οι πουπουλένιοι από υπάρξεως κόσμου αποποιούνται!
Ύστερα δηλητηριάστηκε το λουλουδάτο του φόρεμα
Πέπλο θα το έλεγες που η ακριβονύφη το φόρεσε
Στης γιορτής της τα ανθοστέφανα
Ύστερα αυτό λιποθύμησε
Χάρισμα του έαρος και της αγαπημένης του Περσεφόνης
Αισθαντικό φόρεμα πλήγιαζε στο κρύο σαν κομμένος σταλαγμίτης
Κι ήταν μακριά η Άνοιξη να του παρασταθεί
Να αποκόψει λουλούδια ζεστά χλόη στεγανή ήλιου εσθήτα να φέρει
Να το σκεπάσει
Να το ενδύσει
Να το ζεστάνει με το άγιο της χνώτο
Κι ήταν μακριά η Άνοιξη χέρι ζωής να απλώσει στη φλέβα του
Κι ήρθαν του χειμώνα οι ορδές κι ύστερα έφτασαν οι σιδεράνθρωποι
Με τις φρικτές πανοπλίες και μαζί τους το πήραν
Πριν ακόμα μπορέσει να ξεστομίσει την πικρία του μυστικού του στον δικό του Θεό!
Και στο κατόπι τελευταίο δηλητηριάστηκε το πλεκτό του σκουφάκι
Όστρακο θα το έλεγες απ' τις απάνεμες θάλασσες της πατρίδας
Που μια καλοκαιριά η παλίρροια το ξέβρασε στην ακτή
Στο τέλος αυτό λυποθύμησε
Χάρισμα της εκατόχρονης γιαγιάς του σε πλέξη κοτσίδα
Σαν εκείνη των πειρατών που άμαχους δεν άγγιξαν μόνο πραμάτειες πήραν
Γαλαζοπράσινο σκουφάκι
Με μια μικρή τρυπούλα να εισβάλλουν
Ανεμπόδιστα τα παιδικά όνειρα κι οι μνήμες του αίματος
Αίμα άλικο και λαθραίο όπως το βάφτισαν οι κρατούντες
Ίδρωνε από τρόμο και ξενιτιά το μικρό κεφαλάκι
Δεν λυγούσε όμως μυρτιά παιρνούσε στο αυτί και κρυφογέλαγε
Γαλαζοπράσινο σκουφάκι
Λίγο στραβό στην δεξιά πλευρά
Κι αυτό ήταν το σημάδι - πως να το κρύψει;
Αυτό ήταν το μοναδικό τρωτό σημείο
Κι εκεί χτύπησαν οι αχυράνθρωποι και μαζί τους το πήραν παντοτινά
Ταξίδι του έταξαν να το ξεγελάσουν οι υστερόβουλοι
Εκεί χτύπησαν με μονοξείδιο βόλι το γάζωσαν
Δάκρυ δεν βγήκε γιατί από πριν είχε στεγνώσει
Πάνω στα μύρτα και στην αγριελιά ασημένιο σαν σήμαντρο
Κι έμεινε η μάνα χαροκαμένη να απελαύνει τους γόους της
Στα κρύα χώματα και στους βάλτους της γης άγρυπνη ανέστια και δέσμια!
............................
Με αφορμή το θάνατο του 13χρονου κοριτσιού
που ήθελε να ζεσταθεί με μαγκάλι
ελλείψει ρεύματος κι έσβησε απ' τις αναθυμιάσεις!
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο ποιητής Στρατής Παρέληςpoihshkaipoihtes
Όπως και στο ΕΚΦΡΑΣΟΥ της αγαπημένης φίλης Κικής
ekfrastite
ekfrastite
No comments:
Post a Comment