Μια φορά και έναν καιρό
ήταν ένας βασιλιάς και είχε μια θυγατέρα.
Την γυρέψανε πολλοί για γυναίκα, αλλά εκείνη δεν ήθελε κανένα, γιατί κανένας δεν της άρεζε.
Έβαλε λοιπόν στο νου της να φτιάσει μοναχή της έναν άνδρα.
Την γυρέψανε πολλοί για γυναίκα, αλλά εκείνη δεν ήθελε κανένα, γιατί κανένας δεν της άρεζε.
Έβαλε λοιπόν στο νου της να φτιάσει μοναχή της έναν άνδρα.
(από το βιβλίο του Γ.Α. Μέγα «Ελληνικά Παραμύθια»
και όποιος βαριέται να το διαβάσει, ας το ακούσει
)
Και αρχίζει τις μετάνοιες. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες παρακαλούσε το Θεό και απάνω στις σαράντα μέρες τον ανέστησε ο Θεός και τον είπαν τ' όνομα του κυρ Σιμιγδάλη και κυρ-Σιμιγδαλένιο.
Ήταν πεντάμορφος και το
όνομά του ακούστηκε σε όλο τον κόσμο.
Τον κυρ Σιμιγδάλη τον έμαθε και μια βασίλισσα από αλαργινό βασίλειο και θέλησε να πάει να τον πάρει.
Φτιάχνει λοιπόν μαλαματένιο κάτεργο με μαλαματένια κουπιά και πάει εκεί που ήταν ο κυρ Σιμιγδαλένιος. Άμα έφτασεν εκεί, λέει στους ναύτες:
Τον κυρ Σιμιγδάλη τον έμαθε και μια βασίλισσα από αλαργινό βασίλειο και θέλησε να πάει να τον πάρει.
Φτιάχνει λοιπόν μαλαματένιο κάτεργο με μαλαματένια κουπιά και πάει εκεί που ήταν ο κυρ Σιμιγδαλένιος. Άμα έφτασεν εκεί, λέει στους ναύτες:
Όποιος ξεχωρίζει στην ομορφιά να τον αρπάξετε και να μου τον φέρετε στο κάτεργο.
Όταν έμαθε ο κόσμος πως
ήρθε μαλαματένιο κάτεργο, πήγαν όλοι να το δουν, πήγε και ο κυρ
Σιμιγδαλένιος. Σαν τον είδαν οι ναύτες, αμέσως τον εγνώρισαν και
μονομιάς τον αρπάζουν και μέσα στο κάτεργο!
Καρτερεί το βράδυ η
βασιλοπούλα να πάει ο κυρ Σιμιγδαλένιος, καρτερεί... τίποτα! Ρωτάει τον
ένα, ρωτάει τον άλλο, μαθαίνει πως τον άρπαξε μια βασίλισσα και έφυγε.
Τι να γίνει, τι να κάνει;
Πάει και φτιάχνει τρία
ζευγάρια σιδερένια παπούτσια και παίρνει δρόμο όπου τον βρει. Τόπο
παίρνει, τόπο αφήνει, αλάργεψε πολύ από τον κόσμο και πάει και βρίσκει
του φεγγαριού τη μάνα.
– Ώρα καλή, σταυρομάνα
– Καλώς την κοπέλα. Που, κοπέλα μου, σ' αυτά τα χώματα;
– Η τύχη μου μ' έφερε. Να μην είδες πουθενά τον κυρ Σιμιγδάλι, τον κυρ Σιμιγδαλένιο;
– Που, κορίτσι μου; αυτό
το όνομα πρώτη φορά τ' ακούω. Κάτσε να 'ρθει το παιδί μου το βράδυ, αυτό
γυρίζει όλο τον κόσμο, μπορεί να τον είδε πουθενά.
Το βράδυ που ήρθε το φεγγάρι, του είπε:
– Παιδί μου, αυτή η κοπέλα σε παρακαλάει να της πεις μην είδες πουθενά τον κυρ Σιμιγδάλη, τον κυρ Σιμιγδαλένιο;
– Που; δεν τον είδα,
κορίτσι μου. Αυτό το όνομα πρώτη φορά τ' ακούω. Να πας στον ήλιο.Εκείνος
μπορεί να τον είδε, γιατί γυρίζει πλειότερο στον κόσμο.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε εκεί και το πρωί της έδωσαν ένα μύγδαλο και της είπαν:
– Άμα λάβεις ανάγκη, να το τσακίσεις.
Πήρε η βασιλοπούλα το
μύγδαλο και έφυγε. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έλειωσε το ένα ζευγάρι
παπούτσια, όταν έφτασε στου ήλιου τη μάνα.
– Ώρα καλή, σταυρομάνα.
– Καλώς την κοπέλα. Πού κοπέλα μου σ' αυτά τα χώματα;
– Η τύχη μου μ 'έφερε. Να μην είδες τον κυρ Σιμιγδάλη; τον κυρ Σιμιγδαλένιο;
– Που κορίτσι μου; δεν
τον είδα. Μόνο κάτσε να 'ρθει το παιδί μου το βράδυ, εκείνο μπορεί να τον
είδε, γιατί γυρίζει πολύν κόσμο.
Πάει ο ήλιος το βράδυ, γονατίζει μπροστά του η βασιλοπούλα και του λέει:
– Ήλιο μου, κυρ Ήλιο μου και κοσμογυριστή μου, μην είδες τον κυρ Σιμιγδάλη, τον κυρ Σιμιγδαλένιο;
– Πού; δεν τον είδα. Μόνο να πας στ' αστέρια που είναι πολλά, μπορεί να τον είδε κανένα.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε εκεί και το πρωί της έδωσαν ένα καρύδι, και της είπαν:
– Άμα λάβεις ανάγκη, να το τσακίσεις.
Ύστερα της έδειξαν το δρόμο και τους άφηκε γεια και έφυγε.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έλιωσε και τ'αλλο το ζευγάρι τα παπούτσια, όταν έφτασε στων αστεριών τη μάνα.
– Ώρα καλή, σταυρομάνα.
– Καλώς την κοπέλα; Που κοπέλα μου, σ' αυτά τα χώματα;
– Η τύχη μου μ' έφερε. Να μην είδες τον κυρ Σιμιγδάλη, τον κυρ Σιμιγδαλένιο;
– Που; κορίτσι μου; δεν τον είδα. Μόνο κάτσε να έρθουν το βράδυ τα παιδιά μου, μπορεί να τον είδε κανένα.
Πήγαν το βράδυ τα παιδιά της, και τα ρωτάει:
– Μην είδατε τον κυρ Σιμιγδάλη, τον κυρ Σιμιγδαλένιο;
– Όχι, δεν τον είδαμε, είπαν τ' αστέρια.
Τότε πετιέται ένα μικρό και λέει:
– Τον είδα εγώ
– Που τον είδες;
– Στ' άσπρα σπίτια τα χανιά, το γέρανο πουλάκι, εκεί τον έχει η βασίλισσα και τον φυλάει, να μην πάνε και της τον πάρουν.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε εκεί. Το πρωί της δείχνουν το δρόμο, της έδωσαν ένα φουντούκι και της είπαν:
– Άμα λάβεις ανάγκη, να το τσακίσεις.
Δρόμο παίρνει, δρόμο
αφήνει, φτάνει εκεί που ήταν ο κυρ Σιμιγδάλης. Πάει στο παλάτι είχαν
πολλές χήνες. Πάει στις δούλες και τους λέει:
– Δε μ' αφήνετε να καθίσω εκειδά πόχετε τις χήνες;
Οι δούλες πάνε στη βασίλισσα και της λένε:
– Κυρά βασίλισσα, όξω είναι μια ζητιάνα και γυρεύει να τη βάλουμε να καθίσει στις χήνες. Τι να κάνουμε;
– Βάλτε την, είπε η βασίλισσα.
Την έβαλαν. Εκεί κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ.
Το πρωί, άμα σηκώθηκε
τσακίζει το μύγδαλο και βγαίνει μια ανέμη χρυσή με το μαγκάνι χρυσό και
έβγαζε μασούρια χρυσάφι.Την είδαν οι δούλες και τρέχοντας πάνε στη
βασίλισσα και της το λένε.
Σαν τ' άκουσε η βασίλισσα, τους λέει:
– Δεν πάτε να της πείτε να μας τη δώσει εμάς; Τι την θέλει εκείνη;
Πάνε οι δούλες και της λένε:
– Είπε η κυρά βασίλισσα, δε μας τη δίνεις εμάς την χρυσή την ανέμη με το μαγκάνι; Τι την θέλεις εσύ;
– Σας τη δίνω μόνο θα μου δώσετε για μια βραδιά τον κυρ Σιμιγδάλη. Πάνε οι δούλες και το λένε στη βασίλισσα.
– Και δεν της τον δίνουμε!είπε η βασίλισσα. Τι θα πάθει;
Το βράδυ λοιπόν, άμα
φάγανε, έδωκεν η βασίλισσα, στον κυρ Σιμιγδάλη ένα πιοτό, και αυτό το
πιοτό είχε μέσα ύπνο. Μόλις το ήπιε, αποκοιμήθηκε και τον πήραν οι
δούλες στα χέρια και τον πήγαν στη ζητιάνα, και πήραν τη χρυσή ανέμη με
το μαγκάνι.
Όταν έφυγαν οι δούλες, άρχισε η βασιλοπούλα να λέει στον κυρ Σιμιγδάλη:
– Γιατί δεν ξυπνάς; Δεν
είμαι γω που σε έφτιασα; που έλιωσα τα μύγδαλα, τη ζάχαρη και το
σιμιγδάλι και τα ζύμωσα; που έλιωσα τρία ζευγάρια παπούτσια σιδερένια,
για να ρθω να σε βρω, και συ τώρα δε μου μιλάς; Δε με λυπάσαι, μάτια μου
και φως μου; Αυτά έλεγε όλη νύχτα η βασιλοπούλα, μα που να ξυπνήσει ο Σιμιγδαλένιος!
Το πρωί πήγαν οι δούλες, πήραν τον κυρ Σιμιγδάλη, του έδωσε η βασίλισσα άλλο ποτό και ξύπνησε.
Σαν έφυγαν οι δούλες, τσάκισεν η βασιλοπούλα το καρύδι και βγαίνει από μέσα μια χρυσή κλώσα με χρυσά πουλιά.
Είδαν οι δούλες τη χρυσή κλώσσα με τα χρυσά πουλιά και τρέχοντας πήγαν στη βασίλισσα και της είπαν:
– Τρεχάτε είπεν η
βασίλισσα πέστε της να μας τη δώσει εμάς, τι την θέλει εκείνη! Και σα
σας πει, να τη δώσουμε τον κυρ Σιμιγδαλένιο, της τον δίνουμε. Τι θα
πάθει; Τι έπαθε το βράδυ, που της τον δώσαμε;
Πάνε οι δούλες και της είπανε:
– Δε μας τη δίνεις εμάς τη χρυσή κλώσα με τα χρυσά πουλιά; Τι την θέλεις εσύ;
– Σα μου δίνετε τον κυρ Σιμιγδαλένιο άλλη μια βραδιά...
Σου τον δίνουμε είπαν οι δούλες.
Έδωσε πάλι η βασίλισσα
ύπνο στον κυρ Σιμιγδάλη και μόλις αποκοιμήθηκε τον πήραν στα χέρια οι
δούλες και τον πήγαν στη ζητιάνα, πήραν τη χρυσή κλώσα με τα χρυσά
πουλιά και έφυγαν.
Σαν έφυγαν, άρχισε πάλι η
βασιλοπούλα να λέει ότι έλεγε την πρώτη βραδιά, αλλά που να ξυπνήσει ο
κυρ Σιμιγδάλης. Και το πρωί πήγαν πάλι οι δούλες, πήραν τον κυρ
Σιμιγδάλη και έφυγαν.
Η ζητιάνα σπάζει τότε το
φουντούκι και βγαίνει από μέσα μια γαρουφαλιά με τα χρυσά γαρούφαλα,
τρέχοντας πήγαν στη βασίλισσα και της το είπαν:
– Σύρτε, πέστε της να μας
τη δώσει εμάς, τι την θέλει εκείνην; Κι αν θέλει πάλι τον κυρ
Σιμιγδαλένιο, της τον δίνουμε, είπε η βασίλισσα.
Πήγαν οι δούλες και της το είπαν.
Μα δίπλα, εκεί που
καθόταν η ζητιάνα, καθόταν ένας ράφτης και έραβε τη νύχτα και άκουσε όλα
τα λόγια που έλεγε η ζητιάνα. Βρίσκει τον κυρ Σιμιγδάλη και του λέει:
– Βασιλιά μου, με το μπαρντόν, θα σου κάμω μια ερώτηση.
– Να μου κάνεις είπε ο κυρ Σιμιγδάλης.
– Το βράδυ που κοιμάσαι;
– Γιατί μ'ερωτάς; Στο σπίτι μου, που θα κοιμάμαι;
– Κυρ Σιμιγδάλη, έχω δυο
βραδιές να κλείσω μάτι, απο κείνη τη ζητιάνα, που έχετε στις χήνες. Όλη
νύχτα κάθεται και λέει: "Κυρ Σιμιγδάλη, γιατί δεν ξυπνάς; Εγώ έλιωσα
τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια για να ρθω και σε βρω και συ τώρα δε
μου μιλάς;"
Ο κυρ Σιμιγδάλης το κατάλαβε, μα δεν είπε τίποτα.Πάει και σιάζει το άλογό του και βάζει πάνω ένα δισάκι φλουριά.
Το βράδυ του έδωκε πάλι η βασίλισσα το πιοτό, μα εκείνος δε το ήπιε και έκαμε πως αποκοιμήθηκε.
Μονομιάς τότε οι δούλες τον πήραν και τον πήγαν στη ζητιάνα και πήραν τη χρυσή γαρουφαλιά με τα χρυσά γαρύφαλλα.
Σαν έφυγαν οι δούλες και
άρχισε πάλι η βασιλοπούλα να λέει τα βάσανά της, σηκώθηκε ο κυρ
Σιμιγδαλένιο, την αγκάλιασε και στη στιγμή μπήκαν καβάλα στ' άλογο και
πήραν δρόμο.
Πάνε το πρωί οι δούλες
να πάρουν τον κυρ Σιμιγδαλένιο, που να τον βρουν! Τρέχοντας με τα
κλάματα πήγαν στη βασίλισσα και της το είπαν. Άρχισε τότε και κείνη τα
κλάματα, μα τι να κάνει; Τότε είπε:
– Θα φτιάσω και 'γω έναν
άντρα, και στη στιγμή βάζει τις δούλες και τσακίζουν κάμποσα μύγδαλα,
τ' ανακατεύει με ζάχαρη και σιμιγδάλι και φτιάνει έναν άνθρωπο και
αρχίζει τις μετάνοιες. Μα για προσευχή έλεγε βλαστήμιες, και απάνω στις
σαράντα μέρες μούχλιασε ο άνθρωπος και τον πέταξαν.
Η βασιλοπούλα με τον κυρ
Σιμιγδαλένιο πήγαν στο βασίλειό τους και έζησαν καλά και όχι καλύτερα.
Ήμουνα και γω 'κει δα και έκανα σεργιάνι.
καλημερα
ReplyDeleteπαραδοσιακο!!!!
που ειναι οι γιαγια να μας τα διηγηθεί διπλα στο τζάκι;;;; μας φαγαν οι τηλεοράσεις!